Η πλατεία είναι μικρή και έχει σχήμα Π. Στην ανοιχτή πλευρά μπροστά της, κυλάει ο δρόμος. Πίσω, δεξιά και αριστερά υψώνονται οι τοίχοι των πολυκατοικιών και οι μάντρες από τσιμεντόλιθους που κρύβουν τους ακάλυπτους. Οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι με άτεχνα γκράφιτι, ώς το ύψος που έφταναν οι δημιουργοί τους.
Η πλατεία έχει μόνο τρία παγκάκια. Τσιμεντένια. Το ένα μπροστά, κοιτάζει προς το δρόμο. Τα άλλα δυο, τα πλαϊνά, τα έχουν στήσει μπροστά στους τοίχους των πολυκατοικιών, να βλέπουν τα ντουβάρια. Προς το εσωτερικό της πλατείας, που είναι παραμελημένη και στο πατημένο χώμα της βρίσκεις κάθε λογής σκουπίδια, δεν προβλέπεται να κοιτάει κανείς. Γι’ αυτό κι εκείνη αφέθηκε στη μοίρα της και δεν καταδέχεται, με τη σειρά της, να μας ρίξει ούτε μια ματιά.
Είναι σοφά μελετημένη αυτή η διάταξη. Ιδανική για όσους θέλουν να αποφύγουν κάθε ενοχλητική επαφή, κάθε τυχαία διασταύρωση με κάποιο ξένο βλέμμα. Ο αρχιτέκτονας έλαβε υπόψη του τις απαιτήσεις των καιρών. Καθένας να κοιτάει αλλού. Κανείς να μην κοιτάει τον άλλο. Στα τρία παγκάκια της πλατείας μπορείς να ενδοσκοπείς απρόσκοπτα, στραμμένος είτε στα αυτοκίνητα, είτε στα ντουβάρια. Καμία ανεπιθύμητη συνάντηση, καμία παρεμβολή.
Εντούτοις, παρά την εμπνευσμένη σχεδίασή της, η πλατεία αυτή είναι πάντα άδεια. Ακόμα και οι νεαροί που της ζωγράφισαν τους τοίχους την εγκατέλειψαν, ανήσυχοι από την απόλυτη σιωπή της, και δεν ξαναπάτησαν εκεί το πόδι τους.
Πάω τακτικά και κάθομαι εκεί τα βράδια. Στο δεξί παγκάκι· αυτό είναι το αγαπημένο μου. Ο τοίχος που ορθώνεται μπροστά μου είναι το δικό μου Τείχος των Δακρύων, αν και ποτέ, ακόμα κι όταν το ήθελα, δεν ένιωσα κανένα δάκρυ να κυλάει. Καθώς κοιτώ τον τοίχο μου, ο υπόλοιπος κόσμος πέρα από την πλατεία αρχίζει να θολώνει.
Λίγο πριν χαθεί εντελώς, εδώ και κάποιες μέρες, μια γυναίκα έρχεται και κάθεται στο αριστερό παγκάκι. Δεν την βλέπω, αφού έχουμε τις πλάτες γυρισμένες, όμως αισθάνομαι την παρουσία της. Έρχεται κάθε φορά. Κοιτάει κι αυτή τον τοίχο της όπως εγώ τον δικό μου, φαντάζομαι. Ποτέ δεν κατάφερα να της μιλήσω, ούτε και ξέρω τη μορφή της. Όταν συνέρχομαι, μετά από ώρα, και στρέφομαι προς τη μεριά της, εκείνη έχει χαθεί. Σηκώνομαι τότε κι εγώ να φύγω.
Καμιά φορά, θυμωμένος για απροσδιόριστους λόγους με τον εαυτό μου, στέκομαι λίγο εκεί, κοιτάω ψηλά τον ουρανό, κι αφήνω έναν βαθύ αναστεναγμό. Τότε οι ένοικοι της πολυκατοικίας βγαίνουν ανήσυχοι στα μπαλκόνια τους και με φοβερίζουν για να μην ξανάρθω.
Δεν έχουν κανένα δικαίωμα να το κάνουν αυτό, ο τοίχος τους είναι και δικός μου τοίχος. Το ίδιο και η πλατεία και τα παγκάκια της. Ούτε και θέλω να στενοχωρώ κανέναν. Μόνη μου επιθυμία και έγνοια είναι να μπορούμε να κοιτάμε αδιάσπαστοι τους τοίχους μας, εγώ κι εκείνη η γυναίκα. Έστω και με το φόβο πως ίσως κάποτε στραφούμε να αντικρίσουμε ο ένας τον άλλον.