Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ



Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν πιο όμορφο από όλες τις χρονιές. Είχα σταθεί εκεί δίπλα του και παρατηρούσα τους άλ­λους. Η γυναίκα μου, αγχωμένη, έτρεχε πάνω κάτω να σιγου­ρευτεί ότι όλα γίνονταν σωστά. Ο μικρός μου γιος είχε αναλά­βει να τοποθετήσει τα σερβίτσια στο τραπέζι, όπου είχε ήδη στρωθεί το κόκκινο τραπεζομάντιλο, η κόρη μου βοηθούσε στην κουζίνα, ο μεγάλος γιος έδειχνε στην κοπέλα του το σπίτι. Πρώτη φορά ερχόταν, βλέπεις, κι ήταν ακόμα αμήχανη. 
    Πήρα την πρωτοβουλία και πήγα πρώτος και κάθισα στη θέση μου. Με τη βοήθεια των παιδιών η γυναίκα μου έφερε την πιατέλα με το ψητό, τις σαλάτες, τα τυριά. Κάθισαν όλοι στις θέσεις που τους έδειξε, σερβιρίστηκαν, είπαν τα «καλωσό­ρισες» και τα «καλώς σας βρήκα», τα «χρόνια πολλά». Το δικό μου πιάτο έμεινε άδειο. Δεν πεινούσα, έτσι κι αλλιώς. Όταν όμως ο μεγάλος σέρβιρε κρασί, έβαλε και στο ποτήρι μου. Η κοπέλα του έσκυψε τότε και κάτι του ψιθύρισε. Έγειρα προς το μέρος τους και το άκουσα κι εγώ. 
    «Περιμένετε κανέναν;» τον ρώτησε. 
    Την άκουσε και η γυναίκα μου και είδα που βούρκωσε. Το έκρυψε όμως.
   «Είναι η θέση του πατέρα μου», είπε ο μεγάλος. «Τον χάσα­με πρόπερσι, ανήμερα τα Χριστούγεννα». 
   Σήκωσαν τότε συγκινημένοι τα ποτήρια και ήπιαν στη μνή­μη μου. Κοίταζαν όλοι προς τα μένα, αλλά δεν με έβλεπαν.

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΕΝΟΣ ΣΥΛΛΕΚΤΗ... (2)

...ΚΑΘΩΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΕΛΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

Καλοκαίρι. Η φωλιά, ριγμένη από χέρι παιδικό στη ρίζα της ελιάς, έμοιαζε γκρεμισμένο σπίτι. Τη σήκωσε, τη χάιδεψε και ήταν ακόμα ζωντανή. Όπως ήταν τότε ζωντανά τα σπίτια μας και μας θυμούνταν, και μας χαμογελούσαν όταν μας έβλεπαν από μακρυά.
Χαϊδεύαμε τους τοίχους του παλιού σπιτιού καθώς στεκόμασταν στην πόρτα και άνοιγε πριν ακόμα βρούμε τα κλειδιά.





Κάποια κλειδιά δεν έχουν πόρτα πια. Πάει, χάθηκε. Κάποια άλλα έχουν φτιαχτεί για να κλειδώνουν τελευταία φορά όταν φεύγεις. Μετά στομώνουν. Τότε τα σπίτια μας ξεχνούν. Όταν γυρίσουμε, ακόμα κι αν ανοίξει σπάζοντας η σκεβρωμένη πόρτα, το σπίτι θα είναι υγρό και κρύο και όσο κι αν του χαϊδέψουμε τους τοίχους δεν θα ημερέψει. Και το σκοτάδι του το μαύρο δεν το διαλύουν χίλια κεριά.





Μικρά κεριά. Μεγάλες σκιές, που περπατούν στους τοίχους και απαγγέλλουν:
"Του μέλλοντος οι μέρες... Οι περασμένες μέρες..."

Φύγετε σκιές! Φαντάσματα σωπάστε! Μονάχα λίγο φως ακόμα, μια μικρή παράταση, κι ίσως προλάβουμε να πούμε όσα δεν είπαμε, να γράψουμε όσα πρέπει. Μαζί με εκείνο το παιδί που σκυμένο στο τραπέζι με τη φορμάικα σφίγγει στο χέρι τα μολύβια του.




Μολύβια σαλιωμένα με τη γλώσσα για να γράφουν όμορφα στο μπλε τετράδιο. Μολύβια σπασμένα, δαγκωμένα, που έλιωσαν να γράφουν, σε χέρια ξυλιασμένα από το κρύο του χειμώνα, στο σπίτι που τον αγαπούσε κι ας μην ήξερε πώς να του το πει.









Χειμώνας. Μετράω και οι πόρτες που έκλεισα είναι πιο πολλές από όσες άνοιξα. Πώς γίνεται;
Το σπίτι κοιτάει αλλού αδιάφορα. Θα ξύσω επιμελώς τα μολυβάκια και θα γράψω. Κρατάνε ακόμα τα κεριά, φωτίζει λίγο, ίσως προλάβω. Αρκεί να βρω τους παραλήπτες.









Το πρώτο μέρος εδώ