Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν πιο όμορφο από όλες τις χρονιές. Είχα σταθεί εκεί δίπλα του και παρατηρούσα τους άλλους. Η γυναίκα μου, αγχωμένη, έτρεχε πάνω κάτω να σιγουρευτεί ότι όλα γίνονταν σωστά. Ο μικρός μου γιος είχε αναλάβει να τοποθετήσει τα σερβίτσια στο τραπέζι, όπου είχε ήδη στρωθεί το κόκκινο τραπεζομάντιλο, η κόρη μου βοηθούσε στην κουζίνα, ο μεγάλος γιος έδειχνε στην κοπέλα του το σπίτι. Πρώτη φορά ερχόταν, βλέπεις, κι ήταν ακόμα αμήχανη.
Πήρα την πρωτοβουλία και πήγα πρώτος και κάθισα στη θέση μου. Με τη βοήθεια των παιδιών η γυναίκα μου έφερε την πιατέλα με το ψητό, τις σαλάτες, τα τυριά. Κάθισαν όλοι στις θέσεις που τους έδειξε, σερβιρίστηκαν, είπαν τα «καλωσόρισες» και τα «καλώς σας βρήκα», τα «χρόνια πολλά». Το δικό μου πιάτο έμεινε άδειο. Δεν πεινούσα, έτσι κι αλλιώς. Όταν όμως ο μεγάλος σέρβιρε κρασί, έβαλε και στο ποτήρι μου. Η κοπέλα του έσκυψε τότε και κάτι του ψιθύρισε. Έγειρα προς το μέρος τους και το άκουσα κι εγώ.
«Περιμένετε κανέναν;» τον ρώτησε.
Την άκουσε και η γυναίκα μου και είδα που βούρκωσε. Το έκρυψε όμως.
«Είναι η θέση του πατέρα μου», είπε ο μεγάλος. «Τον χάσαμε πρόπερσι, ανήμερα τα Χριστούγεννα».
Σήκωσαν τότε συγκινημένοι τα ποτήρια και ήπιαν στη μνήμη μου. Κοίταζαν όλοι προς τα μένα, αλλά δεν με έβλεπαν.