Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕ ΤΟ ΜΗΤΣΟ




Κυριακή πρωί, καθόμασταν στο κατώφλι της κυρα Φώτως. Οι υπόλοιποι είχαν πάει άρον άρον στην εκκλησία με τις μανάδες τους. Είπαμε όσα είχαμε να πούμε για τα ποδοσφαιρικά -εγώ για Γιούτσο και Σιδέρη, αυτός για Νεστορίδη και Παπαϊωάννου-, είχαμε αρχίσει και βαριόμασταν.
"Έχεις καμιά χαρτοσακούλα σπίτι;" μου είπε ο Μήτσος. Πήγα και έφερα. Χώσαμε μέσα μια κοτρόνα, τσακίσαμε την άκρη της σακούλας να μη φαίνεται και την αφήσαμε στη μέση του δρόμου. Ο πρώτος άτυχος ήταν ο Αντώνης, ο μπακάλης. Περνώντας είδε μπροστά του τη σακούλα, πήγε να την κλωτσήσει αδιάφορα, τσάκισε το πόδι του. Έβρισε και μας κοίταξε καχύποπτα. Εμείς κάναμε πως ήμασταν απασχολημένοι να μετράμε τις κάρτες της Μέλο. Έφυγε κουτσαίνοντας. Ο δεύτερος ήταν ένας μάγκας από την επάνω γειτονιά. Κατέβαινε τρέχοντας, κάνοντας μόνος του τσαλίμια με τη μπάλα, κλώτησε επιδέξια και τη σακούλα, βρέθηκε κάτω με τα γόνατα γδαρμένα. Αυτός, που ήξερε το κόλπο, μας ψυλλιάστηκε, μας έβρισε κι έφυγε με την απειλή πως θα φέρει κι άλλους να μας πλακώσουν.
Η σακούλα είχε σκιστεί. "Έχεις καμιά μισίνα;" είπα τότε στο Μήτσο. Πήγε κι έφερε. Απλώσαμε τη μεσινέζα, την τεντώσαμε, δέσαμε τη μιαν άκρη της στο στύλο του ηλεκτρικού, την άλλη στο σίδερο για τις λάσπες. Κρυφτήκαμε στη γωνία και κρυφοκοιτάζαμε ποιος θα έρθει. Για ατυχία μας, είδαμε που κατέβαινε ο Τάσος ο τσαγκάρης. Αυτόν δεν τον χωνεύαμε, ούτε κι αυτός μας χώνευε, και από τη μέρα που μια καραβολίδα του Ηλία είχε σπάσει το τζάμι του μαγαζιού του ήμασταν σε πόλεμο. Κοιταχτήκαμε με το Μήτσο, δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτα, το βάλαμε στα πόδια. Πριν στρίψουμε στην άλλη γωνία, γυρνώντας το κεφάλι τον είδαμε πεσμένο κάτω, να ετοιμάζεται να σηκωθεί για να μας κυνηγήσει. Τρέξαμε με την ψυχή στα δόντια, ανεβήκαμε στο Μπεντένι. Εκεί, κάτσαμε κάτω από ένα πεύκο να ξελαχανιάσουμε, προσεκτικά να μην πατήσουμε καμιά καπότα.
"Έχεις σπίρτα;" με ρώτησε ο Μήτσος. Είχα. Δεν κάπνιζα αλλά ένα κουτί σπίρτα ήταν πάντα χρήσιμο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σπιρτόκουτο κι αυτός. Ήταν γεμάτο με μπαρούτι, από αυτό που μαζεύαμε από τα πυρομαχικά που ήταν σπαρμένη η πόλη. Άναψα ένα σπίρτο, φυσούσε όμως λίγο κι έσβησε. Σκύψαμε πάνω από το κουτάκι, κάναμε απάγκιο με τα χέρια μας, άναψα άλλο σπίρτο, το έφερα πάνω στο μπαρούτι. Ακούστηκε ένα δυνατό "μπραφ" και ήρθε η φλόγα και μας πήρε τα πρόσωπα. Πεταχτήκαμε πάνω και το βάλαμε στα πόδια, εγώ από δω κι ο άλλος από κει. Για πότε βρέθηκα στο σπίτι, ούτε που κατάλαβα. Με είδε η μάνα μου και τρόμαξε. Τα φρύδια μου, τα ματοτσίνορα, τα μαλλιά, όλα καψαλιασμένα. Με τράβηξε στο σπίτι του Μήτσου, το ίδιο χάλια ήταν κι αυτός. Ανάστατη κι η μάνα του. Φάγαμε την κατσάδα της ζωής μας.
Το απόγευμα το σοκ είχε περάσει. Μαζευτήκαμε να παίξουμε μονότερμα. Σε άλλη ομάδα εγώ, σε άλλη ο Μήτσος. Στον τοίχο ενός άδειου σπιτιού είχαμε ζωγραφίσει με κιμωλία το τέρμα. Όλα καλά κι ωραία, ώσπου σούταρα ένα ψηλοκρεμαστό κι η μπάλα πήγε στη γωνία. "Γκολ!" λέω εγώ, "έξω" λέει ο Μήτσος. "Να ρε, εδώ είναι το σημάδι από τη μπάλα", "τι λε ρε", λέει αυτός, "εδώ είναι το σημάδι, αυτό είναι παλιό". Με τα πολλά πιαστήκαμε στα χέρια, μου δίνει μια μπουνιά και μάτωσε το χείλι μου. Πιάνω το αίμα εγώ, γίνομαι έξαλλος. Με βλέπει ο Μήτσος να έχω αγριέψει, τρέχει να φύγει. Τρέχω κι εγώ ξοπίσω του, μα αυτός ήταν πιο ψηλός, στο τρέξιμο δεν τον έφτανα, μου ξέφυγε.
Το βράδυ, τον είδα να κάθεται πάλι στης κυρα Φώτως. Πήγα και στάθηκα μπροστά του. Με κοίταξε προκλητικά.
"Στο μάτωσα το χείλι έτσι; Για να μάθεις να μη μου κάνεις το μάγκα".
"Χέστηκες όμως. Το έβαλες στα πόδια για να μη σε πιάσω".
"Γιατί, κι αν με έπιανες τι θα μου έκανες".
Έδωσα τόπο στην οργή.
"Έχεις άλλη μισίνα;"
Πήγε κι έφερε. Δέσαμε τη μια άκρη στο ρόπτρο της πόρτας της κυρα Ελένης. Ένα μπρούτζινο χεράκι ήταν. Κρυφτήκαμε στη γωνία και τραβήξαμε τη μισίνα. Βγήκε η κυρα Ελένη να δει ποιος χτύπησε, δεν είδε κανένα, έκλεισε την πόρτα. Ξανά εμείς. Δυο τρεις φορές έγινε αυτό, ώσπου άπλωσε το χέρι και κατάλαβε τι γίνεται. Το βάλαμε στα πόδια. Όταν απομακρυνθήκαμε αρκετά, καθίσαμε καταμεσής στο δρόμο και γελάσαμε με την ψυχή μας. Ήμασταν ευτυχισμένοι.
Μετά είπαμε ένα γεια και πήγαμε στα σπίτια μας. Την άλλη μέρα είχαμε σχολείο.



Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ




(Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου "Στους δρόμους - ως εις ουδεμίαν πολιτείαν ανήκοντες" της Ισμήνης Καρυωτάκη, 26/10/2017)

Το “Στους δρόμους” είναι ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό και συχνά εξομολογητικό. Η Ισμήνη μας αφηγείται όσα σημαντικά συνέβησαν σε αυτήν και μια μικρή ομάδα ανθρώπων, σε μια περίοδο ούτε πέντε χρόνων. Οκτώβρης του ‘72 – Απρίλης του ‘77. Με τριτοπρόσωπο λόγο, κρατά τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης, δίνοντας χώρο σε όλα τα πρόσωπα, ώστε να εκφραστούν οι σκέψεις τους, να φωτιστούν τα κίνητρά τους και να ολοκληρωθούν σαν χαρακτήρες. Ωστόσο, πίσω από αυτή την φαινομενικά αποστασιοποιημένη αφήγηση-μαρτυρία εξακολουθεί να πάλλεται ζωντανή η συναισθηματική φόρτιση και υπολανθάνει ακέραια η συγκίνηση.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει, σαν φευγαλέο κλείσιμο του ματιού, ότι δυο φορές η Ισμήνη, η Δεσμίνα του βιβλίου, αφήνεται να αφηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο, σε μονολόγους που απευθύνονται στον Σείριο. Αυτή η απεύθυνση σε αυτόν που λείπει, στον Σείριο, είναι νομίζω ο βαθύς πυρήνας του βιβλίου, το έρμα του -αν το βιβλίο είναι καράβι και οι ήρωες οι ταξιδιώτες του-.
Γιατί το “Στους δρόμους” είναι πρωτίστως η ιστορία ενός έρωτα, του έρωτα της Δεσμίνας με τον Σείριο, ενός έρωτα που γίνεται και η αιτία να τον ακολουθήσει στη φυγή του. Γύρω από αυτόν, πρόσωπα δορυφόροι κινούνται σε κοντινές τροχιές και λιγότερο ή περισσότερο, με τον τρόπο του το καθένα, επηρεάζουν το ταξίδι του. Άλλοτε απλά το συνοδεύουν κι άλλοτε τα βαρυτικά πεδία τους νοηματοδοτούν και διαμορφώνουν την συνθήκη του, πυροδοτούν τις εξελίξεις, και οι ήρωες απομακρύνονται και ξανασμίγουν. Είναι ένας δύσκολος έρωτας σε μια δύσκολη εποχή, που ποτέ δεν είναι δεδομένος και δοκιμάζεται καθημερινά σε αντίξοες συνθήκες, στους δρόμους της εξορίας.

Είμαστε στο 1973. Χούντα, αντίσταση, φυλακές, βασανιστήρια. Η αυτοεξορία είναι για τους κυνηγημένους η τελευταία ελπίδα διαφυγής. Ο Σείριος αποφασίζει να φύγει στο Παρίσι και η Δεσμίνα, που τον γνώρισε λίγους μήνες πριν, τον ακολουθεί πρόθυμα σε αυτή την περιπέτεια. Από μια χώρα που τους κυνηγάει σε μια άλλη που τους είναι ξένη. Εκεί όπου μια μικρή κοινότητα εμιγκρέδων, ένας μικρόκοσμος διαφορετικών, αλλά όμοιων στη διαφορετικότητα που τους καθορίζει, ανθρώπων συμβιώνει και δένεται με ισχυρούς δεσμούς. Εξόριστος για τους δικούς του λόγους ο καθένας, άλλος κυνηγημένος, άλλος από έρωτα, άλλος ταγμένος κάπου, όλοι τους όμως έχοντας την εξορία μέσα τους και όλο τον κόσμο τους σε μια βαλίτσα. Η Ισμήνη τους παρακολουθεί με αγάπη, δίχως φωτοστέφανο, στην καθημερινότητά τους, ανίσχυρες αλλά πεισματικές μονάδες, σε ένα κόσμο που προσπαθούν, θα ήθελαν, μα δεν μπορούν να αλλάξουν. Ο καθημερινός αγώνας και η επινόηση τεχνασμάτων για την επιβίωση στον ξένο τόπο, η αγωνία για αυτά που άφησαν πίσω τους, η νοσταλγία, οι ατέρμονες και ατελέσφορες πολιτικές συζητήσεις, η σύγκρουση της ουτοπίας με το ρεαλισμό και του προσωπικού με το πολιτικό, τα ερωτικά αδιέξοδα, συνθέτουν την κατάστασή τους, προσωρινή αλλά καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή τους.
Είναι η εποχή που ακόμα ανθίζουν όλα τα λουλούδια, λίγο πριν τα πιο άγρια από αυτά, όσα δεν ευδοκιμούν σε θερμοκήπια, μαραθούν. Όλος ο κόσμος βράζει, από την Ελλάδα ως τη Χιλή. Ο κόσμος μπορεί να αλλάξει, λένε, οι σχέσεις μπορούν να αλλάξουν, αρκεί να αγωνιστούμε γι’ αυτό. Η Δεσμίνα παρακολουθεί με θαυμασμό αυτές τις παθιασμένες συζητήσεις προσπαθώντας να καταλάβει και να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό τους.
Μετά, θα έλθει η πτώση της χούντας, το τέλος της εξορίας και η επιστροφή στην πατρίδα. Οι υπερβολικές ελπίδες για μια ριζικότερη αλλαγή διαψεύδονται γρήγορα και ο αρχικός ενθουσιασμός, αφού εκτονωθεί σε ογκώδεις συναυλίες, κατακάθεται. Για τους εμιγκρέδες που επιστρέφουν αρχίζει η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα και η προσπάθεια να σβήσουν τα σημάδια της εξορίας. Να βρουν μια νέα κανονικότητα και να συμφιλιωθούν, πρώτα με τον εαυτό τους και ύστερα με τη ζωή.

Ο έρωτας λοιπόν από τη μια, η εποχή και ο τόπος από την άλλη, όλα σημαδεμένα από το “δρόμο”. Το ανέστιο των φυγάδων είναι και το ανέστιο της ψυχής τους καθώς πορεύονται μαζί και χώρια, ψάχνοντας σημείο συνάντησης και συγχρόνως αυτοπροσδιορισμού, εκείνο το δέσιμο που δεν θα αναιρεί τη διαφορετικότητα. Οι “δρόμοι” του βιβλίου δεν είναι μόνο οι δρόμοι της εξορίας είναι και οι εσωτερικές διαδρομές αυτών των ανθρώπων, που αγωνιούν να φτάσουν κάπου, όπως και να το λένε αυτό. Πατρίδα, επανάσταση, έρωτα. Το βιβλίο είναι μια εκ των έσω μαρτυρία, ευαίσθητη και διαφωτιστική, για αυτή την εποχή και αυτό τον κόσμο.

Η Ισμήνη, εκτός από εξαιρετική συγγραφέας -και πολλά άλλα-, είναι αρχιτέκτονας και σκηνογράφος. Βλέπει τους τόπους και τους χώρους με άλλο μάτι και αυτό βγαίνει αβίαστα στη γραφή της. Στις περιγραφές της οι τόποι ζωντανεύουν και συνομιλούν κι έτσι αυτό είναι ένα βιβλίο που δεν το διαβάζεις μόνο, το βλέπεις κιόλας, σαν εκείνα τα εικονογραφημένα που γυρίζεις τη σελίδα και ξεδιπλώνουν τρισδιάστατα τα κτίρια και τα τοπία, και βρίσκεσαι έξαφνα να περπατάς σε ένα ξωκλήσι στο Ζεφύρι, σε μια πλατεία στη Μπολόνια, στις υπαίθριες αγορές και τα καφέ του Παρισιού. Από τη γέφυρα του σταθμού Λαρίσης σε μια άλλη γέφυρα στο Σηκουάνα και από το ημιυπόγειο των Εξαρχείων στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο Μαραί. Με σχεδόν μόνιμη υπόκρουση από την αρχή ως το τέλος του ταξιδιού, εκτός από σημαδιακά τραγούδια, τον ήχο μιας επίμονης και μελαγχολικής βροχής.

Όμως μια άλλη εικόνα δίνει τον τόνο, ταξιδεύει από το Παρίσι στην πλατεία των Αέρηδων και κλείνει το βιβλίο. Η εικόνα του ακροβάτη που ισορροπεί σε ένα σκοινί. Αυτός ο ακροβάτης που φαινομενικά αδιάφορος για όσα γίνονται στο δρόμο εκτελεί με ηρεμία το νούμερό του, θα μπορούσε να είναι η ίδια η Δεσμίνα, καθώς ισορροπεί με προσήλωση πάνω από το κενό και αναμετριέται στα ίσα με τους φόβους και τις επιθυμίες της. Το σκοινί είναι ο δικός της δρόμος της εξορίας, ένα πέρασμα κι ένας “μη τόπος” όπως εκείνη η γέφυρα μια νύχτα πάνω από το σταθμό Λαρίσης. Και το βιβλίο είναι ο αναστοχασμός αυτού του προσωπικού της ταξιδιού στους δρόμους της “εξορίας”, εκεί που ενώ δεν ανήκεις πουθενά και τίποτα δεν σου ανήκει διεκδικείς τα πάντα, με πάθος αλλά και τη μοναχική ηρεμία ενός σχοινοβάτη καθώς αυτός ισορροπεί πάνω από το κενό.




Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ




Από τη νύχτα εκείνη η ζωή μου άλλαξε εντελώς. Δεν ξέρω πια τι θα μου ξημερώσει, ούτε ποιος είμαι. Δεν κάνω σχέδια, όλα είναι ρευστά και προσωρινά για μένα. Και το χειρότερο, αν με ρωτήσετε, είναι που δεν είμαι σίγουρος αν τότε άλλαξε πραγματικά η ζωή μου ή αν απλώς αυτό που γράφω εδώ πάντα συνέβαινε εν αγνοία μου, πάντα ήμουν κάθε μέρα κι άλλος, και απλά το συνειδητοποίησα μόνο όταν άρχισα να γράφω και να κρατώ σημειώσεις κάθε πρωί πριν σβήσουν εντελώς από τη μνήμη μου όσα συνέβαιναν τις νύχτες.
Όλα είναι γραμμένα σ' αυτό εδώ το σημειωματάριο, που όταν το ανοίγω και διαβάζω όσα έγραψα λίγες ώρες πριν, είναι σαν να τα βλέπω πρώτη φορά, σαν να τα έχει γράψει κάποιος άλλος. Ευχαρίστως σου το δίνω, να απαλλαγώ από αυτό μια και καλή. Έτσι κι αλλιώς σκόπευα να το κάψω. Γιατί αν δεν είχα αρχίσει από εκείνη την καταραμένη μέρα τη συνήθεια να ξυπνάω με την έγνοια να γράφω όσα θυμόμουν από τα όνειρα, θα ζούσα μια ήρεμη ζωή. Τι κι αν ήμουν διαφορετικός κάθε μέρα; Έτσι κι αλλιώς, δεν θα το ήξερα. Θα ζούσα άπειρες ζωές σε άπειρα παράλληλα σύμπαντα και σε όλες θα ήμουν ξέγνοιαστος. Κανέναν από τους πολλούς εαυτούς μου δεν θα βασάνιζε το άγχος που με βασανίζει τώρα, οι σκόρπιες αναμνήσεις που έχω καταγράψει από άλλες ζωές, κι όλα τα σχετικά ερωτήματα, ποιος είμαι δήθεν και που πάω και όλα αυτά τα υπαρξιακά.

Στις 18 Οκτωβρίου του 2017, λοιπόν, ξύπνησα τη νύχτα και το φως ήταν αναμμένο. Σηκώθηκα για να το σβήσω, απορημένος που το είχαμε αφήσει έτσι. Η Στέλλα, δίπλα μου, κοιμόταν βαθιά σε στάση εμβρύου. Το σεντόνι είχε γλιστρήσει και φαίνονταν τα πόδια της ως πάνω. Μου φάνηκε τόσο όμορφη σ αυτή τη στάση που αυτόματα πήρα το κινητό και την τράβηξα μια φωτογραφία. Ξάπλωσα δίπλα της και την αγκάλιασα, Ξύπνησε τότε και πετάχτηκε μακρυά μου.
"Μη!" φώναξε και με κοιτούσε ταραγμένη. Σηκώθηκε και κόλλησε στον τοίχο. Κοιτούσε γύρω της σαν να μην είχε ξαναδεί το δωμάτιό μας.
"Τι σου συμβαίνει;" ρώτησα, "είσαι καλά;"
Σιγά-σιγά φάνηκε να ηρεμεί, η αναπνοή της έγινε κανονική. Ήρθε και ξάπλωσε ξανά. Μακρυά μου όμως, κι όταν δοκίμασα να την αγγίξω έσπρωξε βίαια το χέρι μου.
"Σβήσε το φως", μου είπε, "έλα να κοιμηθούμε".
Έκανα όπως μου είπε. Μια ανησυχία με έτρωγε όμως, μια αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μείναμε να κοιτάμε το ταβάνι. Τότε μου μίλησε.
"Ποια είμαι, ξέρεις;"
"Η Στέλλα, η γυναίκα μου, αν και ομολογώ πως η συμπεριφορά σου με ξενίζει κάπως".
 Αναστέναξε.
"Όχι δεν είμαι αυτή που λες. Το όνομά μου είναι Μαρία, δεν είμαι η γυναίκα σου. Αυτή τη στιγμή ονειρευόμαστε κι έτυχε να συναντηθούμε στα όνειρά μας. Πρέπει να κοιμηθούμε πάλι, μόνο έτσι θα γλυτώσουμε".
Απέδωσα τα λεγόμενά της στο ότι πράγματι ζούσε ένα έντονο όνειρο πριν την ξυπνήσω κι ήταν ακόμα βυθισμένη μέσα του. Είχα το νου μου μήπως και ξυπνήσει το μωρό στο δίπλα δωμάτιο από τις μιλιές μας, έτσι δεν έδωσα συνέχεια, έκλεισα τα μάτια και μετά από πολλή ώρα κατάφερα να κοιμηθώ.

Ξύπνησα το πρωί και η Στέλλα δεν ήταν δίπλα μου. Σηκώθηκα, την αναζήτησα, δεν ήταν πουθενά. Δοκίμασα να την ψάξω στο δωμάτιο του παιδιού, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον. Γιατί δωμάτιο παιδιού δεν υπήρχε! Τριγυρνούσα στο άγνωστο σπίτι σαν σε λαβύρινθο. Η έντονη ανησυχία είχε ξανάρθει κι έγινε πανικός, τα τελευταία λόγια της ηχούσαν στο μυαλό μου ακόμα. Άνοιξα τη ντουλάπα κι έψαξα για τα ρούχα της. Άνοιξα τα συρτάρια και τα άδειασα. Τίποτα, μόνο δικά μου ρούχα. Άρχισα τότε να αμφιβάλλω. Προσπάθησα να τη θυμηθώ. Έφερα στο μυαλό μου κάπως την εικόνα της και προσπάθησα να την εντάξω στη ζωή μου. Άνοιξα το σημειωματάριο που βρέθηκε μπροστά μου κι άρχισα να γράφω. Όσο σκεφτόμουν, τόσο ξεθώριαζαν αυτά που πάσχιζα να συγκρατήσω, λες και τα έσβηνε η προσπάθεια να τα επαναφέρω, χάνονταν τη στιγμή που τα ανέσυρα από το κουβάρι με τις μνήμες. Όπως συμβαίνει με τα όνειρα. Συγχρόνως άλλες μνήμες έρχονταν που διέγραφαν αυτές κι όταν πια τέλειωσε αυτή η διαδικασία ήμουν άλλος, είχα επιστρέψει πλήρως στην κανονικότητα, το σπίτι μου ήταν γνώριμο, δεν είχα βέβαια ούτε γυναίκα ούτε παιδί, δεν ήμουν μηχανικός αυτοκινήτων αλλά υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία. 

Γύρισα από τη δουλειά το βράδυ. Όλα κανονικά, η καθημερινή ρουτίνα. Δεν με είχαν απασχολήσει καθόλου όσα έγιναν την προηγούμενη νύχτα, και θα είχα για πάντα ξεχάσει και απωθήσει εντελώς εκείνη τη δεύτερη φανταστική ζωή που είχε διεισδύσει από μια μικρή ρωγμή στην υποτιθέμενη κανονική, αν δεν έβρισκα ανοιχτό το σημειωματάριο στο κομοδίνο. Ξάπλωσα κι άρχισα να διαβάζω όσα είχα γράψει το πρωί. Τα βρήκα διασκεδαστικά. Περίεργο όνειρο σκεφτόμουν, είναι χρήσιμο να γράφει κανείς τα όνειρά του, έτσι καταλαβαίνει πολλά για τον εαυτό του. Διαβάζοντας νύσταξα, μου έπεσε από τα χέρια. Μα μόλις είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα και κοίταξα από το ματάκι. Ένας άγνωστος ήταν, ψηλός, ξερακιανός. Μισάνοιξα, χωρίς να βγάλω την αλυσίδα.
"Καλησπέρα, μου είπε "ψάχνω μια γυναίκα".
"Τι λέτε κύριε, είστε σοβαρός νυχτιάτικα;"
"Σας ζητώ συγγνώμη αλλά έχω την εντύπωση, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω ότι πέρασε εδώ τη νύχτα της χθες".
"Ζω μόνος μου" του απάντησα "Γυναίκα έχει να πατήσει εδώ δυο χρόνια".
"Με συγχωρείτε πάλι, σας καταλαβαίνω, αλλά εγώ την ψάχνω πέντε χρόνια, τρεις μήνες και τέσσερις νύχτες ακριβώς, μαζί με τη σημερινή. Τέλος πάντων, αν τύχει και τη δείτε, πέστε της σας παρακαλώ πως την ψάχνω, ας δοκιμάσει να με ονειρευτεί απόψε. Έχει και πανσέληνο, είναι ό,τι πρέπει. Να, αυτή εδώ είναι. Μαρία τη λένε".
Κι έβγαλε από την τσέπη μια φωτογραφία και μου έδειξε. Ύστερα με καληνύχτισε ευγενικά και μπήκε στο ασανσέρ. Άρπαξα το κινητό και έψαξα τη φωτογραφία που, σύμφωνα με τις σημειώσεις, είχα τραβήξει στον ύπνο μου. Τη βρήκα, εκεί ήταν. Δεν είχα κάνει λάθος, ήταν η ίδια με τη φωτογραφία που μου έδειξε. Τι μου συνέβαινε; Δεν ήταν όνειρο λοιπόν; Μήπως τώρα ονειρευόμουν; Κι αν έπεφτα να κοιμηθώ θα ξύπναγα ή θα βυθιζόμουν σε ακόμα πιο βαθιά όνειρα; Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να το μάθω.

Με ξύπνησε το ξυπνητήρι κι ένα σκούντημα.
"Ξύπνα, έχουμε αργήσει!"
Άνοιξα τα μάτια και είδα έναν άντρα γύρω στα εξήντα πέντε να στέκεται πάνω από το κρεβάτι. Μου τράβηξε τα σκεπάσματα.
"Σήκω σου λέω, κοντεύει οκτώ. Πότε θα ανοίξουμε το μαγαζί;"
Το μαγαζί; Ποιο μαγαζί; Κι αυτός ποιος ήταν; Γύρω μου το δωμάτιο μου φαινόταν ξένο. Προσπάθησα να βάλω σε τάξη το μυαλό μου. Είδα το σημειωματάριο δίπλα, το άνοιξα και άρχισα να γράφω. Γρήγορα για να μην ξεχάσω τίποτα. Με λεπτομέρειες. Για τον παράξενο άντρα που μου χτύπησε την πόρτα, τη φωτογραφία, το ξυπνητήρι που είχα βάλει για να πάω νωρίς στη δουλειά και να τελειώσω εκείνη την... Στη δουλειά; Ποια δουλειά; Υπάλληλος ασφαλιστικής; Καλό κι αυτό!
"Μια στιγμή, πατέρα", φώναξα, "έρχομαι!" ντυνόμουν και συγχρόνως έγραφα. Θυμόμουν αμυδρά ένα ψηλό κτίριο, ένα γραφείο, τους συναδέλφους... Αλήθεια, δεν θυμόμουν κανενός το πρόσωπο, και από τη δουλειά όσο κι αν προσπαθούσα δεν το κατάφερνα να βρω ακριβώς τι ήταν αυτό που έκανα εκεί, όλο και ξεγλιστρούσε ώσπου χάθηκε εντελώς, ενώ το μαγαζί, μάλιστα, αυτό τώρα έγινε χειροπιαστό και με άγχωσε. Τι με είχε πιάσει, έπρεπε να πάω να ανοίξω το κρεοπωλείο γρήγορα, αλλιώς θα έχανα όλους τους πρωινούς πελάτες. Μεγάλη ζημιά. Παράτησα το σημειωματάριο -τι το ήθελα πρωί-πρωί;- έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου κι έφυγα τρέχοντας.
"Πάω πατέρα, έλα αργότερα εσύ".

Γύρισα στην παλιά μας μονοκατοικία ψόφιος. Άφησα τον πατέρα μου να κοιμάται στην τηλεόραση και ξάπλωσα. Με πήρε αμέσως ο ύπνος. Μα πάλι ξύπνησα τη νύχτα. Το φως ήταν αναμμένο και ένα χέρι ακουμπούσε βαρύ στο στήθος μου. Μια σφυριχτή ανάσα ακουγόταν, μύριζε σκόρδο. Πετάχτηκα όρθιος. Μια άγνωστη γυναίκα στο κρεβάτι με κοιτούσε με απορία τρίβοντας τα μάτια.
"Τι έπαθες;" μου είπε. "Πάλι εφιάλτη έβλεπες; Έλα κοιμήσου, είναι αργά". Και γύρισε πλευρό.
Έριξα μια ματιά τριγύρω. Άγνωστο το δωμάτιο, άγνωστο το σπίτι. Τρέμοντας έσβησα το φως και ξάπλωσα στην άκρη.
"Ποιος είμαι, ξέρεις;" τη ρώτησα.
Ξεφύσηξε θυμωμένη.
"Ο άντρας μου, που να μην ήσουνα. Ο Μιχάλης ο περιπτεράς, που χρωστάει και της Μιχαλούς. Άντε κοιμήσου, ξημερώνει σε λίγο".
Χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου, νόμιζα πως θα πέθαινα.
"Όχι", τόλμησα να της πω, "δεν είμαι ο άντρας σου. Με λένε Νίκο. Απλά έτυχε να συναντηθούμε στα όνειρά μας. Θα κοιμηθούμε τώρα, θα ξυπνήσουμε, κι αντίο".
Κάτι μουρμούρισε.
"Συγγνώμη",  πήρα το θάρρος τότε και συνέχισα, "μήπως έτυχε να περάσει καμιά νύχτα από δω κάποια Μαρία;"
Το χέρι της βγήκε από τα σκεπάσματα και μου έδωσε ένα γερό χαστούκι.
"Μαρία τη λένε λοιπόν τη γκόμενα; Κι έχεις το θράσος να μου το λες; Θα σε κανονίσω το πρωί".
Σκεπάστηκε πατόκορφα και σύντομα άρχισε να ροχαλίζει. Έπρεπε οπωσδήποτε να βγω από αυτό το όνειρο -αν ήταν όνειρο. Έπρεπε δηλαδή να κοιμηθώ; Αυτό είχα καταλάβει. Κοιμήθηκα λοιπόν. Μα το πρωί που ξύπνησα... Αχ θεέ μου το πρωί που ξύπνησα...

Τέλος πάντων, αφεντικό. Μη στα πολυλογώ και σε κουράζω. Από τότε έχουν περάσει πολλές νύχτες. Σκέψου, σε καθεμιά από αυτές ξυπνούσα κι ήμουν άλλος. Σήμερα ας πούμε, όπως ξέρεις, είμαι οικοδόμος, με λένε Κώστα, και ζω με το συχωριανό μου το Λευτέρη, το μπογιατζή, σε ένα ημιυπόγειο στο Δουργούτι. Δουλειές δεν υπάρχουν και περνάμε δύσκολα. Αύριο δεν ξέρω. Ελπίζω απόψε να ξυπνήσω και να έχω κάπως προοδέψει, να είμαι, ας πούμε, αρχιτέκτονας, βιομήχανος ή έστω υπουργός. Ή συγγραφέας, βρε αδερφέ! Και να έχω δίπλα μου μια όμορφη γυναίκα. Να, σαν εκείνη τη Μαρία ή όπως αλλιώς τη λένε, που έχω ακόμα τη φωτογραφία της στο κινητό μου, αυτή που ήταν η αφορμή να αρχίσουν όλα. Φτάνει να την πετύχω πριν από εκείνο τον ψηλό. Θα ήταν μια παρηγοριά αυτό, ξέρεις. Αν γίνει αυτό, έστω και μόνο για μια μέρα, για κάποιον από τους εαυτούς μου θα είναι για ολόκληρη τη ζωή.


(αφιερωμένο στην Roubini Marini)