Η Μπιρούτε ήταν από τη Λιθουανία, εδώ και χρόνια όμως ζούσε στη Γεωργία, στο Τμπιλίσι.
Η Μπιρούτε, στην Ελλάδα, φρόντιζε μια γριά κατάκοιτη. "Μαρία", τους είπε, "να με λέτε". Όλες Μαρίες τις λένε. Και έμεινε μαζί τους πέντε χρόνια.
Σ' αυτά τα πέντε χρόνια, έγιναν πολλά. Ο ένας της γιος έφυγε στην Αγγλία για δουλειά. Ο άλλος της γιος παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά. "Τί τα θέλει τα παιδιά", γκρίνιαζε η Μπιρούτε, "πώς θα τα ζήσει;" Γιατί ήταν άνεργος. Κι έστελνε η Μπιρούτε κάθε μήνα τα λεφτά της στο Τμπιλίσι, μαζί κι ένα μεγάλο δέμα, με το λεωφορείο που έφευγε από την Ομόνοια.
Ύστερα πήρανε το γιο της στην Αστυνομία, μα δεν πρόλαβε να το χαρεί. Σκοτώθηκε με το αυτοκίνητο. Και η νύφη της γέννησε και τρίτο ορφανό.
Κι ο άντρας της; Άνεργος κι αυτός, αλκοολικός, με ζάχαρο. Πρώτα του κόψανε το πόδι. Ύστερα πάει, πέθανε κι αυτός.
Όλα αυτά τα μάθαινε από το τηλέφωνο. Δεν πήγε, πέντε χρόνια, εκεί. Τους έκλαψε από μακριά. "Είναι ακριβό το εισιτήριο".
Φτώχεια μεγάλη στη Γεωργία. Τόσα άτομα, να πρέπει να τα θρέψει μόνη της αυτή.
Την αγαπούσε τη γριά, σαν να ήταν μάνα της. Να την ταϊσει, να την πλύνει, να την κανακέψει. Και στα νοσοκομεία κάθε τόσο, με την ψυχή στο στόμα μήπως και την καταγγείλουν.
Ύστερα πέθανε η γριά, την έκλαψε κι αυτήν.
Βρήκε μια άλλη γριά στη γειτονιά κι έμεινε άλλα τέσσερα χρόνια. Μα πέρναγε συχνά από το παλιό της σπίτι και κέρναγε καλούδια από τη Γεωργία. Κρασί, αλεύρι, σουτζούκι με καρύδια και μουσταλευριά.
Είχα καιρό να τη δω και πήγα τις προάλλες να ρωτήσω. Δεν μένει πια εδώ, μου είπαν, έφυγε. Γύρισε επιτέλους στην πατρίδα της.
Δεν ήταν πρόσφυγας η Μπιρούτε. Οικονομική μετανάστρια, μήπως; Όχι, ούτε αυτό ήταν. Η Μαρία μας ήταν, η χοντρή, καλωσυνάτη Μαρία, η βασανισμένη μα γελαστή Μαρία, που τραγουδούσε σαν αηδόνι. Κι όταν γελούσε ομόρφαινε η ζωή.
Μα πώς να τους το πεις αυτό και να το καταλάβουν; Αυτοί που κατατάσσουν τους ανθρώπους δεν αγαπούν ούτε την ομορφιά ούτε τη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου