Τότε, πολύ παλιά, οι οικοδόμοι τραγουδούσαν. Αλλιώς δεν χτίζονταν σωστά τα σπίτια, το ήξεραν καλά. Έπρεπε με τις νότες να μερέψει το μπετόν και να γλυκάνουνε τα τούβλα. Να καθαρίζονται υπάκουα τα λατάκια και οι τάβλες.
Τραγουδούσαν και η κούραση έσβηνε, έπεφταν όμορφα με το ρυθμό στις πρόκες τα σκεπάρνια, ανακάτευαν γλυκά τα φτυάρια το χαρμάνι, ίσιωνε το σοβά με χάρη το μυστρί.
Αντιλαλούσαν από τα γιαπιά τα λαϊκά, Ζαγοραίος, Αγγελόπουλος και Μπιθικώτσης, και χαιρόταν ο νοικοκύρης. Στο δρόμο, τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα σιγοντάριζαν κι αυτά κι έκαναν κρυφά βουτιές στην άμμο. Τίναζε το χαλί η γειτόνισσα και στέκονταν για μια στιγμή, ακουμπούσε στο παράθυρο και αναπολούσε. Περνούσε η όμορφη της γειτονιάς κι ο σοβατζής, ο αρχιτραγουδιστής, κοκκίνιζε από πόθο. Κοκκίνιζε κι αυτή και χαμογελούσε ντροπαλά στο σφύριγμα του παραγιού. Και χτιζόταν αργά κι αγαπησιάρικα το σπίτι.
Έπειτα, ξαφνικά, σώπασαν τα γιαπιά. Τέλειωσαν τα τραγούδια. Μόνο κάτι έντεχνα έμειναν. Βουβά και σιωπηλά έχτιζαν πια τα σπίτια.
Κείνες τις πρώτες μέρες της σιωπής γνώρισα έναν μπογιατζή, έναν Πολωνό. Δούλευε με ακουστικά ολημερίς στ’ αυτιά του. Τον ρώτησα τι ακούει. Ύμνους, μου είπε, μόνο ύμνους. Θρησκευτικούς. Πώς να προκόψει έτσι η οικοδομή; Δεν στέκονταν τα χρώματα, ξεφλούδισαν και έπεσαν στον πρώτο μήνα.
Κανείς δεν αγαπάει τα σπίτια που χτίστηκαν σιωπηλά. Μένουν για πάντα σιωπηλά. Ούτε ένας ψίθυρος δεν στέκει εκεί. Και οι τοίχοι είναι πάντα κρύοι και τα παράθυρα δεν βλέπουν πουθενά. Τα σπίτια αυτά είναι διεκπεραιώσεις συμβολαίων και επενδύσεις, δεν είναι για να μένεις.
Ύστερα η οικοδομή σταμάτησε εντελώς και όλοι έπεσαν από τα σύννεφα. Η κρίση, είπαν. Μα έπρεπε να το είχαν προβλέψει. Όταν σταμάτησαν να τραγουδούν οι οικοδόμοι, έπρεπε να το είχαν καταλάβει αμέσως, αργά ή γρήγορα όλα θα πήγαιναν κατά διαόλου.