Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ



Τότε, πολύ παλιά, οι οικοδόμοι τραγουδούσαν. Αλλιώς δεν χτίζονταν σωστά τα σπίτια, το ήξεραν καλά. Έπρεπε με τις νότες  να μερέψει το μπετόν και να γλυκάνουνε τα τούβλα. Να καθαρίζονται υπάκουα τα λατάκια και οι τάβλες. 
    Τραγουδούσαν και η κούραση έσβηνε, έπεφταν όμορφα με το ρυθμό στις πρόκες τα σκεπάρνια, ανακάτευαν γλυκά τα  φτυάρια το χαρμάνι, ίσιωνε το σοβά με χάρη το μυστρί. 
    Αντιλαλούσαν από τα γιαπιά τα λαϊκά, Ζαγοραίος, Αγγελόπουλος και Μπιθικώτσης, και χαιρόταν ο νοικοκύρης. Στο δρόμο, τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα σιγοντάριζαν κι αυτά κι  έκαναν κρυφά βουτιές στην άμμο. Τίναζε το χαλί η γειτόνισσα και στέκονταν για μια στιγμή, ακουμπούσε στο παράθυρο και αναπολούσε. Περνούσε η όμορφη της γειτονιάς κι ο σοβατζής, ο αρχιτραγουδιστής, κοκκίνιζε από πόθο. Κοκκίνιζε κι  αυτή και χαμογελούσε ντροπαλά στο σφύριγμα του παραγιού.  Και χτιζόταν αργά κι αγαπησιάρικα το σπίτι.
 
Έπειτα, ξαφνικά, σώπασαν τα γιαπιά. Τέλειωσαν τα τραγούδια.  Μόνο κάτι έντεχνα έμειναν. Βουβά και σιωπηλά έχτιζαν πια τα  σπίτια.

Κείνες τις πρώτες μέρες της σιωπής γνώρισα έναν μπογιατζή, έναν Πολωνό. Δούλευε με ακουστικά ολημερίς στ’ αυτιά  του. Τον ρώτησα τι ακούει. Ύμνους, μου είπε, μόνο ύμνους.  Θρησκευτικούς. Πώς να προκόψει έτσι η οικοδομή; Δεν στέκονταν τα χρώματα, ξεφλούδισαν και έπεσαν στον πρώτο μήνα. 
    Κανείς δεν αγαπάει τα σπίτια που χτίστηκαν σιωπηλά. Μένουν για πάντα σιωπηλά. Ούτε ένας ψίθυρος δεν στέκει εκεί.  Και οι τοίχοι είναι πάντα κρύοι και τα παράθυρα δεν βλέπουν  πουθενά. Τα σπίτια αυτά είναι διεκπεραιώσεις συμβολαίων και  επενδύσεις, δεν είναι για να μένεις.

Ύστερα η οικοδομή σταμάτησε εντελώς και όλοι έπεσαν από  τα σύννεφα. Η κρίση, είπαν. Μα έπρεπε να το είχαν προβλέψει.  Όταν σταμάτησαν να τραγουδούν οι οικοδόμοι, έπρεπε να το  είχαν καταλάβει αμέσως, αργά ή γρήγορα όλα θα πήγαιναν  κατά διαόλου.



Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Η ΜΠΙΡΟΥΤΕ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ



Η Μπιρούτε ήταν από τη Λιθουανία, εδώ και χρόνια όμως ζούσε στη Γεωργία, στο Τμπιλίσι.
Η Μπιρούτε, στην Ελλάδα, φρόντιζε μια γριά κατάκοιτη. "Μαρία", τους είπε, "να με λέτε". Όλες Μαρίες τις λένε. Και έμεινε μαζί τους πέντε χρόνια.

Σ' αυτά τα πέντε χρόνια, έγιναν πολλά. Ο ένας της γιος έφυγε στην Αγγλία για δουλειά. Ο άλλος της γιος παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά. "Τί τα θέλει τα παιδιά", γκρίνιαζε η Μπιρούτε, "πώς θα τα ζήσει;" Γιατί ήταν άνεργος. Κι έστελνε η Μπιρούτε κάθε μήνα τα λεφτά της στο Τμπιλίσι, μαζί κι ένα μεγάλο δέμα, με το λεωφορείο που έφευγε από την Ομόνοια. 
Ύστερα πήρανε το γιο της στην Αστυνομία, μα δεν πρόλαβε να το χαρεί. Σκοτώθηκε με το αυτοκίνητο. Και η νύφη της γέννησε και τρίτο ορφανό.
Κι ο άντρας της; Άνεργος κι αυτός, αλκοολικός, με ζάχαρο. Πρώτα του κόψανε το πόδι. Ύστερα πάει, πέθανε κι αυτός.
Όλα αυτά τα μάθαινε από το τηλέφωνο. Δεν πήγε, πέντε χρόνια, εκεί. Τους έκλαψε από μακριά. "Είναι ακριβό το εισιτήριο".
Φτώχεια μεγάλη στη Γεωργία. Τόσα άτομα, να πρέπει να τα θρέψει μόνη της αυτή.

Την αγαπούσε τη γριά, σαν να ήταν μάνα της. Να την ταϊσει, να την πλύνει, να την κανακέψει. Και στα νοσοκομεία κάθε τόσο, με την ψυχή στο στόμα μήπως και την καταγγείλουν.
Ύστερα πέθανε η γριά, την έκλαψε κι αυτήν.
Βρήκε μια άλλη γριά στη γειτονιά κι έμεινε άλλα τέσσερα χρόνια. Μα πέρναγε συχνά από το παλιό της σπίτι και κέρναγε καλούδια από τη Γεωργία. Κρασί, αλεύρι, σουτζούκι με καρύδια και μουσταλευριά.
Είχα καιρό να τη δω και πήγα τις προάλλες να ρωτήσω. Δεν μένει πια εδώ, μου είπαν, έφυγε. Γύρισε επιτέλους στην πατρίδα της.

Δεν ήταν πρόσφυγας η Μπιρούτε. Οικονομική μετανάστρια, μήπως; Όχι, ούτε αυτό ήταν. Η Μαρία μας ήταν, η χοντρή, καλωσυνάτη Μαρία, η βασανισμένη μα γελαστή Μαρία, που τραγουδούσε σαν αηδόνι. Κι όταν γελούσε ομόρφαινε η ζωή.
Μα πώς να τους το πεις αυτό και να το καταλάβουν; Αυτοί που κατατάσσουν τους ανθρώπους δεν αγαπούν ούτε την ομορφιά ούτε τη ζωή.