Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΦΛΟΥΡΙ



"Σα μου ζείξεις πού σα το βάλεις, να το τύχω;" παρακαλούσε η μικρή τη μάνα της για το φλουρί. "Όχι", της έλεγαν, "δεν είναι σωστό".
Τύλιγαν δυο νομίσματα με αλουμινόχαρτο και τα έχωναν κρυφά στην πίτα. Σημάδευαν τα σημεία με ένα ελατάκι ή έναν Αη-Βασίλη κι ύστερα την πασπάλιζαν με ζάχαρη άχνη, να χαθεί κάθε ίχνος. Κι όταν έφτανε η ώρα και κόβανε την πίτα -"αυτό είναι του μπαμπά, της μαμάς, της γιαγιάς, του Χριστού, του φτωχού, ..."-, κάθε χρονιά, τι περίεργη τύχη, και τα δυο παιδάκια βρίσκανε στο κομμάτι τους από ένα φλουρί.
"Φοβερή τύχη, να πέφτει σ' εμάς κάθε φορά!" θαύμαζε ο μεγάλος.
Κι έτσι άρχιζε με γέλια και χαρά ο καινούργιος χρόνος.

Μια ιεροτελεστία, μια αθώα σκευωρία, λίγο να σπρώξουνε την τύχη εκεί που πρέπει, να καλοπιάσουνε το χρόνο να 'ναι γλυκός με τα παιδάκια, να βάλουνε το χέρι τους όσο μπορούν να εξευμενίσουν το άγνωστο, τίποτα να μην τους λείψει, τίποτα να μην τα πληγώσει, μόνο αυτό το γέλιο να κρατήσει, η λάμψη αυτή στα μάτια τους.

Έφυγαν κάποτε. Ήρθαν Πρωτοχρονιές που τις περνάνε χώρια. Μα αυτοί όσο μπορούν και φτιάχνουνε τη βασιλόπιτα, κι ας είναι μόνοι τους, θα βάζουν πάντα δυο νομίσματα. Κι όταν την κόβουν τα μεσάνυχτα -τι φοβερή τύχη-, πάντα θα πέφτουν τα φλουριά στα δυο παιδιά που λείπουν. Θα κοιτάζονται και θα γελάνε συνωμοτικά, όπως τότε.
Και τα παιδιά, όπου κι αν βρίσκονται, ίσως να το διαισθάνονται εκείνη τη στιγμή, ίσως να θυμούνται, κι αν τους ξεφύγει κι αυτών ένα γέλιο και κάποιος τα ρωτήσει, θα πουν πως απλά χαίρονται γιατί τους έτυχε και φέτος, όπως πάντα, το φλουρί, και σίγουρα θα πάει καλά η χρονιά τους. Ναι, σίγουρα θα πάει καλά η ζωή τους.


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΓΚΡΙΖΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ (2)




ΠΡΟΣΕΧΩΣ:


DAS CABINET DES DR. CALIGARI (Robert Wiene, 1920)

THE KID (Charlie Chaplin, 1921)

PSYCHO (Alfred Hitchcock, 1960)

THE EXORCIST ( William Friedkin, 1973)

SCARFACE (Brian De Palma, 1983)



 (Συνέχεια από ΓΚΡΙΖΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ)



Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΒΙΡΓΙΝΙΑ: Ο ΚΑΙΡΟΣ




Ούτε να κεντήσει έβλεπε, ούτε να πλέξει. Έτσι κι αλλιώς όσα προικιά είχε κάνει στη ζωή της τα έτρωγε ο σκόρος στις κασέ­λες. Κάτι πουλόβερ –άλλα ξεχειλωμένα, άλλα λιωμένα στους αγκώνες– ζούσαν ακόμα στις ντουλάπες, χάρη στη μεγαλοθυ­μία των παιδιών της. «Ναι, ρε μάνα, εδώ το ’χω, δες! Το φοράω πότε πότε». Μην τη στεναχωρήσουν. Κι όποτε ερχόταν, έβγα­ζαν κι ένα σεμεδάκι και το άπλωναν στο σαλόνι ή έστρωναν στα κρεβάτια των παιδιών τα σεντόνια που είχε κεντήσει με ένα «σ’ αγαπώ», φτιαγμένο με χρωματιστά λουλούδια. 

Τίποτα δεν ζητούσε. Να βοηθήσει δεν μπορούσε πια. Δοκίμα­ζε καμιά φορά να μαγειρέψει. Πότε ανάλατο και πότε λύσσα το φαΐ. Την αποπήρανε δυο τρεις φορές, πάει, το παράτησε κι αυτό. Έβρισκε μια γωνιά κι έβαζε την καρέκλα και καθόταν. 
    Η μεγάλη πόλη ήταν γι’ αυτήν ένας ξένος κόσμος. Έβγαινε στο μπαλκόνι και έκθαμβη κοίταζε τους άλλους στα δικά τους μπαλκόνια, πώς είχαν τακτοποιήσει έτσι τις ζωές τους στα κου­τιά τους, σαν να κοιτούσε ένα άλυτο αίνιγμα. 
Να βγει στο δρόμο; Έτρεμε. Μα έσφιγγε τα δόντια και πήγαινε από το ένα παιδί στο άλλο, δέκα λεπτά απόσταση. Ώσπου τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια και το σταμάτησε. 

Τα βράδια στηνόταν στην τηλεόραση. Δεν έβλεπε πια τα σή­ριαλ, τις ταινίες, ούτε τις ειδήσεις. Μόνο περίμενε ανυπόμονα να ακούσει τον «καιρό». Να μάθει τι καιρό θα κάνει στο χωριό της. Αν είχε ξηρασία, ανησυχούσε. Ποιος θα ποτίσει το περβό­λι; Πάνε τα αμπέλια, στέναζε, θα ξεραθούν. Κι αν έβρεχε πολύ, ποιος θα τα ράντιζε να μην τα πιάσει ο περονόσπορος; Κι αν έμπαιναν νερά στο σπίτι; 
    Ύστερα καθόταν εκεί αμίλητη κι έβλεπε ένα καράβι που ερ­χόταν φωτισμένο στο παράθυρο. Αν είχε πει ο «καιρός» πως θα είχε αέρα, δεν ταξίδευε, φοβόταν. Αν όχι, έπαιρνε το καράβι κι έφευγε, ταξίδευε γλυκά γλυκά, ώσπου την έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα, και περιμέναμε να φτάσει, δεν την ξυπνούσαμε, να δει ότι όλα είναι εντάξει σπίτι της, ότι δεν μπήκανε νερά από τον τοίχο, και το ταβάνι στέκει ακόμα.



Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΜΙΚΡΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ



Μια όμορφη μέρα του Φθινόπωρου σκαλίζοντας τα κίτρινα φύλλα που σκέπαζαν το πάρκο ένα μικρό παιδί ξέθαψε ένα στρατιωτάκι που είχε χάσει πολλά χρόνια πριν εκείνος ο γέρος που ψάχνοντας στα σκουπίδια που ξεχείλιζαν στον κάδο παραδίπλα βρήκε ένα κουτί και μέσα μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Στη φωτογραφία μια γυναίκα κοιτούσε τη θάλασσα γερμένη στην άμμο, ένα μικρό παιδί έπαιζε με ένα στρατιωτάκι κι ο αέρας σκόρπιζε τις φωτογραφίες από το κουτί που κρατούσε ανοιχτό στα χέρια του ένας γέρος,

"Αυτή είναι η μάνα μας", είπε ο γέρος στο παιδί και του έδειξε. "Αυτό το αγόρι είμαι εγώ κι αυτός ο γέρος είσαι εσύ".

Αντάλλαξαν τα ευρήματά τους κι έφυγαν.
Βράδιασε και το πάρκο ερήμωσε. Ήρθαν εργάτες του δήμου και σάρωσαν τα φύλλα και το σκουπιδιάρικο άδειασε τον κάδο κι έφυγε.
Ύστερα τίποτα.


Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

ΤΟ ΠΥΡΑΥΛΑΚΙ



Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία. Είχα ένα πυραυλάκι κάποτε. Από αυτά τα πλαστικά με τα καψούλια, οι πιο μεγάλοι θα θυμούνται. Κόκκινο. Ξεβίδωνες την κορυφή τους, έβαζες στην υποδοχή που είχε στο κάτω μέρος ένα καψούλι - αυτά τα πλαστικά σφαιράκια που βάζαμε και στα πιστόλια-, την ξαναβίδωνες. Στην άκρη είχε ένα έμβολο, ένα σιδεράκι. Πετούσες το πυραυλάκι ψηλά, αυτό έπεφτε με τη μύτη, το έμβολο χτυπούσε το καψούλι κι έσκαγε.
Τα καψούλια κόστιζαν, όσο να 'ναι. Σκαρφιστήκαμε άλλο κόλπο. Βγάζαμε το σιδεράκι και στη θέση του βάζαμε ένα καρφί. Πετάγαμε πάλι ψηλά το πυραυλάκι, όσο πιο ψηλά μπορούσαμε, έπεφτε με τη μύτη αυτό και καρφωνότανε στο δρόμο.
Μια μέρα, κάτι πήγε άσχημα στην πτήση. Πέταξα ψηλά το πυραυλάκι, πολύ ψηλά όμως, είχε και ήλιο και με στράβωνε, δεν το έβλεπα, δεν πρόλαβα να καλυφθώ. Στην προσγείωση ήρθε και καρφώθηκε στο κεφάλι μου. Έμεινε εκεί και ταλαντεύονταν με χάρη. Με κουρεμένο το κεφάλι μου γουλί, ωραίος θα φαινόμουν. Σήκωσα το χέρι, το τράβηξα, το έβγαλα και πήγα στη μάνα μου. "Πονάει το κεφάλι μου", της λέω. "Γιατί" μου λέει, "τί έπαθες;" "Μου έπεσε στο κεφάλι ένας πύραυλος". Είδε την τρυπουλίτσα στο κεφάλι μου μα μάλλον δεν κατάλαβε ακριβώς. Γιατί μου έβαλε μόνο λίγο ιώδιο με το μπαμπάκι και με ξαπόστειλε.

Εκείνο το βράδυ είδα ένα όνειρο. Πως κάποιος πύραυλος προσγειώθηκε σε έναν μικρό πλανήτη με αραιή, χαμηλή βλάστηση. Άνοιξε η πόρτα και βγήκαν όλοι οι φίλοι μου. Ο Τζιμ Άνταμς, ο Γκαούρ, ο Ζαγκόρ, ο Λέμμυ Κώσιον, ο ντετέκτιβ Χ, το Γεράκι, ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Παράξενος Αδάμ, ο Άγιος, ο Φαντομάς, ο Μπλεκ, ο Γερόλυκος, ο Νυχτερίδας, ο Υδατάνθρωπος κι ένα σωρό άλλοι. Κατέβηκαν σε ένα πηγάδι, χάθηκαν, κι ύστερα ο πύραυλος απογειώθηκε και ξύπνησα.
Μετά είδα κι άλλο. Πως μόλις έπεσε λέει το καρφί, έσκασε το κεφάλι μου σαν μπαλόνι.
Ή πως όταν το τράβηξα άρχισε το κεφάλι μου να ξεφουσκώνει. Ξεφούσκωνε, ξεφούσκωνε, ώσπου δεν έμεινε πια τίποτα. Ξύπνησα κι ούτε έβλεπα, ούτε άκουγα, ούτε μιλούσα.
Ή, σε άλλη παραλλαγή, ακόμα χειρότερη, πως ξεφούσκωνα ολόκληρος, με τόση δύναμη που πεταγόμουν πέρα δώθε σπαστικά και χτύπαγα στους τοίχους όπως κάνουν τα μπαλόνια όταν τα φουσκώνεις και τα αφήνεις.
Με τον καιρό έπαψαν τα όνειρα, ξεχάστηκε το περιστατικό.

Τείνω τώρα να πιστέψω πως όταν τράβηξα το πυραυλάκι συνέβη κάτι τρομερό κι ανεπανόρθωτο. Κάποια ζημιά ανεπαίσθητη αρχικά, που με τα χρόνια επιδεινώθηκε.
Δεν είναι μόνο που ακούω φωνές από το υπερπέραν, οι περισσότεροι ακούν κι ας μην το παραδέχονται, έτσι δεν είναι; Δεν είναι; Τέλος πάντων. Είναι που κάποιες φορές, ενώ το σώμα μου είναι εδώ, το μυαλό μου σαν να ταξιδεύει και να σκορπίζεται στο σκοτεινό διάστημα. Σαν να είναι τρύπιο το κεφάλι μου, όλες οι λέξεις μου έχουν χαθεί, ψάχνω και δεν βρίσκω καμιά τους. Κι ύστερα ξαφνικά γυρνάνε μαζεμένες, τόσο πολλές που στριμώχνονται και φρακάρουν και γίνονται όλες μια μάζα και δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Το αποτέλεσμα ίδιο.

Γι' αυτό, ήθελα να σας πω, μη με παρεξηγείτε αν καμιά φορά φέρομαι λίγο παράξενα και σας κοιτάζω σιωπηλός, σαν να είμαι αλλού ή να μη σας βλέπω. Να θυμάστε μόνο τούτο. Κάποτε έπεσε ένας πύραυλος στο κεφάλι μου.


Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΚΑΡΠΟΥΖΙ



Ανοίγω το ψυγείο. Μέσα έχει ένα καρπούζι, από αυτά τα σκουροπράσινα και στρογγυλά. Μικρό καρπούζι.
    Είχα μια υδρόγειο κάποτε, ίδιο μέγεθος. Ευρώπη-Αμερική μια παιδική σπιθαμή δρόμος. Χάρη σ’ αυτήν, πριν φύγω ακόμα από τη Χώρα, χόρτασα ταξίδια. Καρπούζια όχι, μα δεν μ’ ένοιαζε.

Το αγγίζω και είναι παγωμένο. Έτσι πρέπει να τρώγεται ένα καρπούζι.
    Μπορείς βέβαια να το έχεις ακουμπήσει πριν στη σκιά δίπλα στο βράχο και να έχεις στερεώσει δυο-τρεις μεγάλες πέτρες γύρω του. Αν δεν στο πάρει η θάλασσα και δεν κομματιαστεί από το κύμα, ακόμα κι αν δεν είναι κρύο δεν θα σε νοιάζει. Εύκολα θα φαντάζεσαι ότι είναι.
  Τώρα είναι πάνω στο τραπέζι. Μαχαίρι και πιρούνι σε ένα πιάτο, δίπλα χαρτοπετσέτες. Είναι απαραίτητες οι χαρτοπετσέτες όταν τρως καρπούζι.
    Εκτός κι αν είσαι σε μια αμμουδιά και κάθεσαι εκεί που σκάει το κύμα και τρέχουν τα ζουμιά και δε σε νοιάζει, τα ξεπλένει η θάλασσα, είσαι γύρω στα είκοσι, δίπλα σου εκείνη, ακουμπάν τα πόδια κι οι αγκώνες σας, γελάτε, κανείς δεν είναι γύρω, είστε οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο.
   Ο ήχος που κάνει το καρπούζι όταν καρφώνεις το μαχαίρι και το κόβεις και σκάει αυτό, θριαμβευτικά, σαν ανυπόμονο ν’ ανοίξει! Κι όταν χώνεις τα δόντια στη σάρκα του και είναι όσο πρέπει ζουμερό και τραγανό, τι ήχος πάλι!
    Ήχος από τζιτζίκια, χελιδόνια, στάχυα, φλοίσβος μικρών κυμάτων, αρμυρίκια, κοχύλι στο αυτί, σύρσιμο σαύρας στην ξερολιθιά, σεντόνια που τσαλακώνονται από σώματα, σώματα με ιδρώτα, άμμο και αλάτι.
    Κατακόκκινο είναι. Σχεδόν με προκαλεί. Σαν σώμα που φωνάζει «πάρε με» είναι. Να σκύψω και να το δαγκώσω και να ρουφήξω τους χυμούς του με κλειστά τα μάτια.
    Μετά τη δαγκωνιά θα θες να τη φιλήσεις. Κι αυτή θα θέλει. Αμέσως μετά όμως, όταν κολλάει ακόμα το στόμα από τη ζάχαρη. Οι πολύ ερωτευμένοι θα δαγκώσετε το ίδιο κομμάτι μέχρι να σμίξουν τα χείλη και οι γλώσσες. Με κλειστά τα μάτια.
    Πέφτει το βράδυ. Το βράδυ τα καρπούζια είναι κάπως μελαγχολικά, δεν κάνουν δίχως ήλιο, να το ξέρετε.

Μιλώντας για καρπούζια, θα ήθελα κάποτε, όταν μεγαλώσω, να ταξιδέψω πάλι στην υδρόγειο. Κι αφού δω όσα έχω να δω, να καταλήξω ναυαγός. Να με ξεβράσουν τα κύματα σε μια αμμουδιά και να προβάλλουν από το δάσος με τις φοινικιές οι ιθαγενείς. Οι άντρες με βρακιά και μακριά κοντάρια και οι γυναίκες με φούστες από χόρτα και γυμνόστηθες. Θα με πάρουν στο χωριό τους και θα μου προσφέρουν φρούτα. Θα ανοίξω ένα καρπούζι στα δύο και θα είναι το ένα κομμάτι η βάρκα της ζωής μου, και τα κουκούτσια θα είναι εγώ και οι συνταξιδιώτες μου. Και θα δακτυλοδείχνω τα κουκούτσια και θα τους διηγηθώ, με ονόματα και διευθύνσεις, ποιοι λιποτάκτησαν στα δύσκολα και με εγκατέλειψαν και ποιοι στασίασαν και μ’ έριξαν στην άλλη βάρκα να παλεύω μόνος μου με τα κύματα. Όπως στη «Ναυτική ανταρσία». Και θα συγκινηθούν οι ιθαγενείς με τη δακρύβρεχτη ιστορία μου και θα με κάνουν βασιλιά τους σε ένδειξη σεβασμού, και όλες οι γυναίκες θα θέλουν να με παρηγορήσουν στην αγκαλιά τους. Και θα καθόμαστε στην ακροθαλασσιά και θα τρώμε καρπούζια.

Το καρπούζι είναι πάλι στο ψυγείο. Κομμένο στα δύο αλλά ανέγγιχτο. Πάνω στο τραπέζι είναι τώρα τρία κουκούτσια από βερίκοκα. Είναι ωραία τα βερίκοκα, όχι όμως σαν καρπούζι. Ούτε καν μιλάνε.


Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝΤΡΟ



Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό, ένας άνθρωπος που έγινε δέντρο. Δεν το είχε σχέδιο. Εκεί που περπατούσε σκεφτικός, έβγαλε ρίζες ξαφνικά που χώθηκαν στη γη, και ύστερα κλαδιά και φύλλα. Κι έμεινε εκεί για πάντα. Του άρεσε.

Ο άνθρωπος δέντρο δεν φοβότανε το μέλλον. Τίποτα δεν φοβόταν. Άπλωνε τα κλαδιά στον ήλιο κι έρχονταν κοτσύφια. Και λοιδορούσε όσους ξαπόσταιναν στη σκιά του κι ύστερα έφευγαν γι' αλλού. "Πού πάτε", φώναζε, "είναι σκληρός ο κόσμος, θα χαθείτε εκεί που πάτε". Και γελούσε.

Ο άνθρωπος δέντρο ήταν σίγουρος. "Το χώμα μ' αγαπάει. Με νοιάζεται. Σφίγγει τις ρίζες μου γλυκά, με θρέφει".
Το χώμα δεν μιλούσε, άκουγε μόνο. Κι αφουγκραζόταν, κάθε που έπεφτε η βροχή και το ξεδίψαγε, που του ψιθύριζαν τα ρυάκια της, "έλα να πάμε ως τη θάλασσα, έλα, έλα..."

Ο άνθρωπος δέντρο ήθελε τη γαλήνη. Του φαίνονταν ωραίος ο κόσμος του κι ας ήταν πάντα ο ίδιος. Αρκούσε που περνούσαν οι εποχές κι άλλαζε κάπως το τοπίο. "Ο χρόνος είναι με το μέρος μου", έλεγε στους περαστικούς. "Εδώ ο χρόνος είναι κυκλικός, κι εγώ είμαι το κέντρο του".

Το χώμα όμως δεν ησύχαζε. Και ήρθε ο καιρός και το πήρε απόφαση να ταξιδέψει. Κουράστηκε συνέχεια στο ίδιο μέρος, ζήλεψε το ταξίδι του νερού, ονειρεύτηκε τη θάλασσα. Χαλάρωσε, άφησε να το παρασέρνουνε τα ρυάκια και έφευγε σιγά σιγά αφήνοντας γυμνές τις ρίζες.

Ο άνθρωπος δέντρο το ένοιωσε. Μα δεν φοβήθηκε. "Οι ρίζες μου είναι γερές", σκεφτόταν, "το χώμα είναι βαθύ". Πέσαν τα φύλλα του, γέμισε ρόζους, στέγνωσε, έσκασε το κορμί του και στην κουφάλα που άνοιξε μπαινόβγαιναν ποντίκια και τον έτρωγαν. Στρούφιξαν τα κλαριά, χώθηκαν μέσα του. Πόνεσε τότε και φοβήθηκε. Κι ύστερα φύσηξε ένα ελαφρύ αεράκι, έγειρε κι έπεσε. Στην πρώτη δυνατή βροχή τον πήρε ο χείμαρρος μακρυά.

Και θα σκεφτόταν σίγουρα αν μπορούσε να σκεφτεί, τόσο ανόητος ήταν, "να! ακόμα ταξιδεύουμε μαζί, το χώμα που μ' αγάπησε κι εγώ". Μα δεν μπορούσε πια να σκεφτεί τίποτα, ένα άθλιο κούτσουρο ήταν που παράδερνε στο ρέμα, που γκρεμοτσακιζόταν άτσαλα και χτύπαγε με ορμή στα βράχια, ώσπου έγινε μικρά μικρά κομμάτια.

Δεν έζησε καλά ο άνθρωπος δέντρο, εμείς θα ζήσουμε καλύτερα.

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



Η πρώτη χρονιά που είχα ανέβει στην Αθήνα ήταν. Επαρχιωτόπαιδο, πρωτοετής, χαμένος στη μεγάλη πόλη, τα οικονομικά ζόρικα. Έμαθα μέσω συγγενικών προσώπων πως έψαχναν κομπάρσους για ένα θεατρικό του Βέγγου. Παρουσιάστηκα στον Κατσουρίδη, μου έριξε μια ματιά αυτός, "εντάξει", μου είπε, "έλα αύριο για πρόβα".
Αν δεν με απατά η μνήμη μου, το έργο ήταν ένα μονόπρακτο για την περιουσία της Εκκλησίας και με ποιους τρόπους την απόκτησε. Εγώ και άλλοι πέντε κάναμε κάτι φοιτητές, ανεβαίναμε στα σκαλιά, δεξιά κι αριστερά από τη σκηνή, και λέγαμε εναλλάξ από δυο τρεις ατάκες. Στο μεταξύ ο Βέγγος, σύγχρονος Καραγκιόζης, χτυπιόταν κι ίδρωνε με τους παπάδες που ήθελαν να του πάρουν την παράγκα του, ακούγονταν και κάτι επαναστατικά τραγούδια, λίγα θυμάμαι.
"Τί ρούχα να φορέσω", ρώτησα τον Κατσουρίδη, μου έριξε πάλι μια ματιά, "έλα όπως είσαι", μου είπε. Πήγαινα κι εγώ με τις αρβύλες, το βρώμικο τζην, και το στρατιωτικό αμπέχωνο, κι ας ίδρωνα από τη ζέστη, πιο αυθεντικό φοιτητή της μεταπολίτευσης δεν θα έβρισκε κανένας σκηνοθέτης.
Κάναμε πρόβα τις ατάκες μας, μάλλον δεν τα πήγαμε τόσο καλά, τελικά τα λόγια μας ακούγονταν από τα μεγάφωνα κι εμείς ανοιγοκλείναμε το στόμα μας.
Πέρασε έτσι μόλις μια βδομάδα. Το έργο δεν πήγαινε καλά, αποφάσισε ο θεατράρχης να κάνουνε περικοπές, μείνανε τέσσερις οι φοιτητές. Εγώ και άλλος ένας περάσαμε από το ταμείο και πληρωθήκαμε, κι έτσι άδοξα έληξε η σταδιοδρομία μου στην υποκριτική τέχνη.

Μα τουλάχιστον μου έχει μείνει κάτι μικρό από τότε να θυμάμαι. Την προηγούμενη της απόλυσης έτυχε να φύγουμε μαζί με το Βέγγο από το Ακροπόλ. Ήταν πολύ μεγάλη η περηφάνεια μου που περπατούσα δίπλα του, καμάρωνα. Στην Ακαδημίας, έξω από τη Λυρική, μια γυναίκα τον πλησίασε όλο χαρά και τον αγκάλιασε. "Γεια σου Θανάση!". Της έπιασε το χέρι αυτός με θέρμη. "Τί κάνεις", της λέει, "όλοι καλά στο σπίτι; Ο σύζυγος; Τα παιδιά;" "Δόξα τω Θεώ", απαντάει εκείνη. "Μπράβο, μπράβο, να μου τους φιλήσεις όλους. Και δώσε χαιρετισμούς στο σύζυγο".
Έτσι απλά έκανε τη γυναίκα, έστω για λίγο, ευτυχισμένη. Κι ας του ήταν άγνωστη εντελώς, κι ας την έβλεπε πρώτη φορά ο καλός άνθρωπος.


(Θανάσης Βέγγος, 29/5/1926 - 3/5/2011)


Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ



Τότε, πολύ παλιά, οι οικοδόμοι τραγουδούσαν. Αλλιώς δεν χτίζονταν σωστά τα σπίτια, το ήξεραν καλά. Έπρεπε με τις νότες  να μερέψει το μπετόν και να γλυκάνουνε τα τούβλα. Να καθαρίζονται υπάκουα τα λατάκια και οι τάβλες. 
    Τραγουδούσαν και η κούραση έσβηνε, έπεφταν όμορφα με το ρυθμό στις πρόκες τα σκεπάρνια, ανακάτευαν γλυκά τα  φτυάρια το χαρμάνι, ίσιωνε το σοβά με χάρη το μυστρί. 
    Αντιλαλούσαν από τα γιαπιά τα λαϊκά, Ζαγοραίος, Αγγελόπουλος και Μπιθικώτσης, και χαιρόταν ο νοικοκύρης. Στο δρόμο, τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα σιγοντάριζαν κι αυτά κι  έκαναν κρυφά βουτιές στην άμμο. Τίναζε το χαλί η γειτόνισσα και στέκονταν για μια στιγμή, ακουμπούσε στο παράθυρο και αναπολούσε. Περνούσε η όμορφη της γειτονιάς κι ο σοβατζής, ο αρχιτραγουδιστής, κοκκίνιζε από πόθο. Κοκκίνιζε κι  αυτή και χαμογελούσε ντροπαλά στο σφύριγμα του παραγιού.  Και χτιζόταν αργά κι αγαπησιάρικα το σπίτι.
 
Έπειτα, ξαφνικά, σώπασαν τα γιαπιά. Τέλειωσαν τα τραγούδια.  Μόνο κάτι έντεχνα έμειναν. Βουβά και σιωπηλά έχτιζαν πια τα  σπίτια.

Κείνες τις πρώτες μέρες της σιωπής γνώρισα έναν μπογιατζή, έναν Πολωνό. Δούλευε με ακουστικά ολημερίς στ’ αυτιά  του. Τον ρώτησα τι ακούει. Ύμνους, μου είπε, μόνο ύμνους.  Θρησκευτικούς. Πώς να προκόψει έτσι η οικοδομή; Δεν στέκονταν τα χρώματα, ξεφλούδισαν και έπεσαν στον πρώτο μήνα. 
    Κανείς δεν αγαπάει τα σπίτια που χτίστηκαν σιωπηλά. Μένουν για πάντα σιωπηλά. Ούτε ένας ψίθυρος δεν στέκει εκεί.  Και οι τοίχοι είναι πάντα κρύοι και τα παράθυρα δεν βλέπουν  πουθενά. Τα σπίτια αυτά είναι διεκπεραιώσεις συμβολαίων και  επενδύσεις, δεν είναι για να μένεις.

Ύστερα η οικοδομή σταμάτησε εντελώς και όλοι έπεσαν από  τα σύννεφα. Η κρίση, είπαν. Μα έπρεπε να το είχαν προβλέψει.  Όταν σταμάτησαν να τραγουδούν οι οικοδόμοι, έπρεπε να το  είχαν καταλάβει αμέσως, αργά ή γρήγορα όλα θα πήγαιναν  κατά διαόλου.



Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Η ΜΠΙΡΟΥΤΕ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΙΑ ΕΔΩ



Η Μπιρούτε ήταν από τη Λιθουανία, εδώ και χρόνια όμως ζούσε στη Γεωργία, στο Τμπιλίσι.
Η Μπιρούτε, στην Ελλάδα, φρόντιζε μια γριά κατάκοιτη. "Μαρία", τους είπε, "να με λέτε". Όλες Μαρίες τις λένε. Και έμεινε μαζί τους πέντε χρόνια.

Σ' αυτά τα πέντε χρόνια, έγιναν πολλά. Ο ένας της γιος έφυγε στην Αγγλία για δουλειά. Ο άλλος της γιος παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά. "Τί τα θέλει τα παιδιά", γκρίνιαζε η Μπιρούτε, "πώς θα τα ζήσει;" Γιατί ήταν άνεργος. Κι έστελνε η Μπιρούτε κάθε μήνα τα λεφτά της στο Τμπιλίσι, μαζί κι ένα μεγάλο δέμα, με το λεωφορείο που έφευγε από την Ομόνοια. 
Ύστερα πήρανε το γιο της στην Αστυνομία, μα δεν πρόλαβε να το χαρεί. Σκοτώθηκε με το αυτοκίνητο. Και η νύφη της γέννησε και τρίτο ορφανό.
Κι ο άντρας της; Άνεργος κι αυτός, αλκοολικός, με ζάχαρο. Πρώτα του κόψανε το πόδι. Ύστερα πάει, πέθανε κι αυτός.
Όλα αυτά τα μάθαινε από το τηλέφωνο. Δεν πήγε, πέντε χρόνια, εκεί. Τους έκλαψε από μακριά. "Είναι ακριβό το εισιτήριο".
Φτώχεια μεγάλη στη Γεωργία. Τόσα άτομα, να πρέπει να τα θρέψει μόνη της αυτή.

Την αγαπούσε τη γριά, σαν να ήταν μάνα της. Να την ταϊσει, να την πλύνει, να την κανακέψει. Και στα νοσοκομεία κάθε τόσο, με την ψυχή στο στόμα μήπως και την καταγγείλουν.
Ύστερα πέθανε η γριά, την έκλαψε κι αυτήν.
Βρήκε μια άλλη γριά στη γειτονιά κι έμεινε άλλα τέσσερα χρόνια. Μα πέρναγε συχνά από το παλιό της σπίτι και κέρναγε καλούδια από τη Γεωργία. Κρασί, αλεύρι, σουτζούκι με καρύδια και μουσταλευριά.
Είχα καιρό να τη δω και πήγα τις προάλλες να ρωτήσω. Δεν μένει πια εδώ, μου είπαν, έφυγε. Γύρισε επιτέλους στην πατρίδα της.

Δεν ήταν πρόσφυγας η Μπιρούτε. Οικονομική μετανάστρια, μήπως; Όχι, ούτε αυτό ήταν. Η Μαρία μας ήταν, η χοντρή, καλωσυνάτη Μαρία, η βασανισμένη μα γελαστή Μαρία, που τραγουδούσε σαν αηδόνι. Κι όταν γελούσε ομόρφαινε η ζωή.
Μα πώς να τους το πεις αυτό και να το καταλάβουν; Αυτοί που κατατάσσουν τους ανθρώπους δεν αγαπούν ούτε την ομορφιά ούτε τη ζωή.


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

TOY STORY



Ο Γιώργος έμενε στο παραδίπλα σπίτι. Ο πατέρας του, ένας κοντός με μουστακάκι, είχε μαγαζί με τυροκομικά και κατεψυγμένα. Με έστελνε η μάνα μου να πάρω ένα γιαουρτάκι, ένα τέταρτο φέτα, μισό κιλό κιμά κατεψυγμένο "σπέσιαλ", ένα σαν τούβλο που τον έκοβε με το πριόνι.
Τα στρατιωτάκια του Γιώργου ήταν καλύτερα από τα δικά μου. Εκτός από αυτά που βρίσκαμε στο "Κλιν" είχε και από εκείνα τα ακριβά, που κούναγαν τα χέρια, που ήταν βαμμένα όμορφα, με όπλα, άλογα και τέτοια. Που τα χάζευα στη βιτρίνα του Δαμιανάκη και τα ζήλευα.
Και το σπίτι του ήταν καλύτερο από το δικό μου. Πλακάκια με σχέδια στο πάτωμα, χαλιά, κάδρα στους τοίχους, βαριά έπιπλα με βελούδινα χρωματιστά μαξιλαράκια. Με καλούσαν να πάω εκεί καμιά φορά να παίξουμε και μου άρεσε. Πιο πολύ για τα στρατιωτάκια του, που δεν τα έβγαζε ποτέ έξω από το σπίτι του.

Μια μέρα χτύπησε η πόρτα μας. Ήταν ο Γιώργος με τη μάνα του. Κάπως κλαμένα ήταν τα μάτια του. "Ο Γιώργος έχασε δυο στρατιωτάκια", ακούω να λέει η μάνα του στη δικιά μου. "Μήπως τα είδε ο γιος σου;" Γυρνάνε όλοι προς το μέρος μου και με κοιτάνε. Με βλέμμα αθωότητας και απορίας εγώ, δεν είχα ιδέα.
"Έλα να ψάξουμε", του λέω.
Ψάξαμε στην αυλή, κοιτάξαμε μέσα και πίσω από τις γλάστρες, τίποτα. Ανεβήκαμε τη σκάλα και μπήκαμε στο δωμάτιό μου. "Ψάξε εσύ από κει, εγώ από δω", του λέω. Ανοίξαμε συρτάρια, αδειάσαμε κούτες, συρθήκαμε κάτω από το κρεβάτι, μπήκαμε στη ντουλάπα. Μάταια, πουθενά τα στρατιωτάκια. Είχαμε πια απογοητευθεί. Κάτσαμε στο κρεβάτι. Ο Γιώργος ήταν έτοιμος να βάλει πάλι τα κλάματα.
Τότε μου ήρθε και σήκωσα το μαξιλάρι μου. Θαύμα! Τα στρατιωτάκια!
"Να τα, ρε!" του λέω. "Κοίτα ρε πού κρυφτήκανε!"
Ήρθε κοντά και θαύμαζε κι αυτός.
"Πω, πω!"
Τα πήρε κι έφυγε όλο χαρά.

Πήγα κι άλλες φορές στο σπίτι του να παίξουμε με τα στρατιωτάκια. Μα κάθε φορά, όταν έφευγα, άδειαζα επιμελώς τις τσέπες μου. Καλού κακού, μήπως κανένα άτακτο στρατιωτάκι, όταν εμείς κοιτάζαμε αλλού, πήδαγε να χωθεί ξανά εκεί, να έρθει στο σπίτι μου και να κρυφτεί κάτω από το μαξιλάρι για να μου κάνει παρέα τη νύχτα.


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ



Τα βλέπω κάθε μέρα, παρατημένα εκεί δίπλα στους κάδους, δεν δίνω σημασία, μα χθες γύρισα και τα κοίταξα κι ήταν σαν με κοίταγαν κι αυτά, έτσι όπως τα είχαν ακουμπήσει όλα μαζί, με τάξη, το ένα δίπλα στο άλλο, κι ήταν σαν έτοιμα να φορεθούν, άδεια σαν άδεια σπίτια, σαν στόματα ανοιχτά από έκπληξη, σαν να κραυγάζουν σε πίνακα Νορβηγού ζωγράφου, ή να ξενυχτούν παρέα κοιτάζοντας το δρόμο, βεγγέρα μαυροντυμένων ρυτιδιασμένων γριών σε ένα πεζούλι, ή μια παρέα πιωμένων νεαρών που πειράζουν τους περαστικούς στο πάρκο, μια σύναξη αργόσχολων που όταν πέφτει η νύχτα χασμουριούνται, και πέφτουν για ύπνο ροχαλίζοντας,
παπούτσια σε παράταξη, ταχτοποιημένα όμορφα σαν να 'ναι ακόμα δίπλα ή κάτω από το κρεβάτι, δίπλα στα άσπρα πόδια που μόλις πάτησαν στο ξύλο ή το μωσαϊκό ή το μικρό χαλάκι, ζεστά ακόμα από τα σεντόνια, κρεβάτι διπλό, ξανθή ξυλεία, μοντέρνο, από το ικέα, ζευγαριού που τη νύχτα κοιμάται με γυρισμένες τις πλάτες ή κάνει έρωτα με τη θέρμη των πρώτων χρόνων, κρεβάτι γέρων μαντεμένιο, με το σομιέ να τρίζει, τα λεία σανίδια, στρωμένο ή ξέστρωτο, ή πεταμένο στη γωνία του δρόμου με το ξεκοιλιασμένο στρώμα, και δίπλα τα παπούτσια του, παπούτσια αχρείαστα πια ανθρώπων που δεν πρόκειται να περπατήσουν πάλι, ράντζο ενός έφηβου που μεγαλώνει γρήγορα και δεν χωράει στα παπούτσια ούτε στον κόσμο, ροζ παιδικό κρεβάτι μιας κοκέτας που αγωνιά να γεφυρώσει με ένα βήμα την ανασφάλεια με την ομορφιά της, την ομορφιά της που δεν βλέπει, παπούτσια που περπάτησαν και χόρεψαν και έτρεξαν τα πόδια που τα φόρεσαν ή παπουτσάκια που ίσα που μπουσούλισαν, και τώρα εκεί στο πεζοδρόμιο σαν πόρνες, άδεια, προσφέρονται δωρεάν στους περαστικούς, ενώ από το παράθυρο δυο μάτια κοιτάζουν τη μητέρα ή τη σύζυγο ή την κόρη που αφήνει τα παπούτσια, τακτοποιημένα ίσια, καθαρά, σαν έτοιμα να φορεθούν, κι ύστερα έρχεται πίσω στο σπίτι,
τα εγκαταλείπει εκεί σκληρά κι είναι σαν ορφανά παρατημένα στο κατώφλι ιδρύματος, κι αν δεν βρεθεί κανείς φτωχός να τα φορέσει, κοιτώντας γύρω μην τον βλέπουν, που να τα βάλει στη σακούλα στα κρυφά, σίγουρος πως δεν θα θιγεί η αξιοπρέπειά του, αν δεν βρεθεί κανείς τι θα απογίνουν, θα πάνε στα σκουπίδια, θα χαθούν, πιο τυχερά από εκείνα τα βαμμένα στο αίμα θα μου πείτε ή εκείνα που ξεβράζει η θάλασσα, όμως εγώ αυτά είδα χθες και τα λυπήθηκα, μα ίσως την τελευταία στιγμή το αποφασίσουν, σκέφτομαι, θα πάρουνε σιγά σιγά το δρόμο νύχτα να πάνε πίσω στο παλιό τους σπίτι, να εκλιπαρήσουν εκεί μια δεύτερη ευκαιρία, καλύτερα να λιώσουν στα γνωστά λημέρια παρά στο πόδι άγνωστου που ίσως δεν προλάβει καν να τα αγαπήσει,

αυτά έγραφα, κι είχα πολλά ακόμα, μέχρι που ήρθε πάνω από το κεφάλι μου και μου είπε, "έχει αρχίσει να σου στρίβει, θα φταίει ο πυρετός, πώς γίνεται να γράφεις για παπούτσια, κανείς δεν γράφει για παπούτσια λες κι είναι ζωντανά, λες κι έχουνε ψυχή, εδώ ο κόσμος καίγεται", και μάλλον είχε δίκιο, σταματάω, θα βάλω ένα θερμόμετρο, καλή σας τύχη δύστυχα παπούτσια, στο καλό.