Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

ΒΙΡΓΙΝΙΑ: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΜΑΖΙ




Το τελευταίο ταξίδι τους μαζί, το κάνανε μ’ ένα καράβι. Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, χρόνια πριν. Λίγο είχε κοιμηθεί. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, είτε στον καναπέ του σαλονιού γερμένος, είτε ακουμπώντας το κεφάλι στο τραπέζι. Επιθυμούσε να τη νιώσει ώς τα βάθη της ψυχής αυτή τη νύχτα, να τη ρουφήξει και να τον ρουφήξει. Να εντυπωνόταν, λέει, μέσα του ανεξίτηλα, έτσι που να μπορέσει κάποτε να τη διηγηθεί. Κάπως σαν χρέος το ένιωθε. Να αρχίσει κάποτε μια ιστορία γράφοντας «το τελευταίο ταξίδι μας μαζί…» και να συνέχιζε έτσι και να μπορούσε να χωρέσει αυτή η ιστορία όλη την αίσθηση εκείνης της νύχτας, να τη διηγηθεί με όλους τους ήχους της, τις μυρωδιές, τις συναντήσεις, τις κουβέντες, τις αμήχανες σιωπές, τους συνεπιβάτες, το πλήρωμα, το χριστουγεννιάτικο δεντράκι στη γωνία, το ουίσκι στο πλαστικό ποτήρι. Να ανέπνεε η ιστορία στα λόγια του όπως ανέπνεε τότε εκείνος μέσα της, σκόρπιος, χαμένος, να ψάχνει μια απάνεμη γωνιά στο κατάστρωμα για να καπνίσει, και να θερίζει ο αέρας, να καίγεται το τσιγάρο πριν τραβήξει δυο γεμάτες ρουφηξιές.

Άφησε και πέρασαν τα χρόνια. Ελάχιστα μπορεί να διηγηθεί τώρα από εκείνο το ταξίδι. Από τα λίγα που συγκράτησε είναι ότι θυμόταν, όπως αρχίζει να θυμάται τώρα, αποσπασματικά, ιστορίες και διηγήσεις, είτε από εκείνη είτε για εκείνη, και ότι είχε νιώσει για λίγο σαν να είχε ανέβει και η ίδια στο κατάστρωμα και είχε σταθεί εκεί πλάι του μα δεν τον κοίταζε αυτόν, μόνο μιλούσε, σαν να μιλούσε στα μαύρα κύματα, και άκουγε τη φωνή της μέσα του, κομμάτια μνήμης, ξέφτια ζωής, για εκείνη,

    τη μεγαλύτερη από πέντε αγαπημένα αδέρφια
    που ο πατέρας της είχε ένα μαύρο γάτο 
   και το άσπρο του άλογο, που το είχε φέρει από τη Μικρασία, του το έκλεψαν κάποτε οι γύφτοι εκείνη,
    τόσο όμορφη
    με το καλό της φουστάνι, ραμμένο από τη μάνα της από γερμανικό αλεξίπτωτο
    την πιο καλή μαθήτρια πριν κλείσει το σχολείο ο πόλεμος
    και για τη φιλενάδα της, την Αντριάνη
    που όλο έλεγε ιστορίες για τις κουζουλάδες τους
    γελώντας
    και έπαιρνε τα αδέρφια της να πάνε στο Λασίθι με το γάιδαρο
    να τον φορτώσουνε πατάτες κι αλεύρι από τους μύλους
    που δούλευε τον αργαλειό
    που ήξερε να ζυμώνει, να φτιάχνει πιταρίδες, λουκάνικα, ελιές, σταφίδες
    που την παντρέψανε μετά στη Χώρα δίχως να το θέλει
    και πήγε σε ένα σπίτι που δεν τη θέλανε
    και γέννησε την κόρη της
    κι έφυγε στο χωριό διωγμένη
    εκεί γέννησε το γιο της
    εκεί ήταν το σπίτι της
    εκεί επέστρεφε πάντα
    με μια σακούλα κουλούρια, δώρο στα ανίψια
    κι ύστερα χήρεψε, ήρθε η φτώχεια
    και νοίκιαζε τα δωματιάκια γύρω από την αυλή να ζήσουν,
εκείνη
    που άφηνε τα παιδιά να φάνε καλιτσούνια
    μόλις ερχόταν η μαύρη λαμαρίνα ζεστή από το φούρνο
    που τους έκανε βεντούζες όταν αρρώσταιναν
    που τους τηγάνιζε πατάτες όταν πείναγαν
    που τους άναβε το μαγκάλι όταν κρύωναν
    και τα κρατούσε από το χέρι στην πλατεία
    που μπόρεσε να τα σπουδάσει
    κι ύστερα έφυγαν κι έμεινε μόνη της
    τόσα ταξίδια
    πότε να πάει εκείνη, πότε να έρθουν αυτά, εκείνη
    που χώρια τους δεν έκανε, όμως μακριά κι από τη γη της
    δεν μπορούσε
εκείνη
    που γέρναγε, την έτρωγε η ζωή σιγά σιγά
    γράμματα, δέματα όλο αγάπη
    με ένα μπουκέτο μανουσάκια ανάμεσα στα πορτοκάλια και
    το λάδι
    κι ήταν γιορτή γι’ αυτήν τα καλοκαίρια που έσμιγαν
    τα εγγόνια
    η χαρά της
    να ποτίζουν μαζί το περβόλι και να μαζεύουν τα καρύδια
    και να τρυγούν το αμπέλι
    κι ύστερα ήρθε η αρρώστια
    η απαίσια αρρώστια που όλα τα χάλασε, όλα τα σκάρτεψε
    κι αυτούς ακόμα πιο πολύ
    δύσκολα κι άχαρα χρόνια
    και πάνε οι ιστορίες
    πάνε τα αμπέλια, πάνε οι ελιές, πάει η αγάπη, πάει μια ολόκληρη εποχή
    «άδικα των αδίκω», θα ’λεγε
    τότε ήταν που στ’ αλήθεια καταλάβανε πως μεγαλώσαν
    αυτά κι άλλα πολλά θυμότανε.

Και τώρα να, τι να σας πει, «το τελευταίο ταξίδι μας μαζί, το κάναμε μ’ ένα καράβι», μονάχα αυτό και σταματάει, ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, αυτός άγρυπνος να καπνίζει στο κατάστρωμα, κι εκείνη, που νόμισε για μια στιγμή πως είχε σταθεί στο πλάι του να ανεμοδέρνεται μαζί του, η μάνα του, να είναι στο αμπάρι, σε μια μαύρη γυαλιστερή κούρσα, κλεισμένη σ’ ένα ξύλινο κουτί, να περάσει έτσι την κρύα και άγρια θάλασσα, να κάνει το τελευταίο ταξίδι τους μαζί, το τελευταίο ταξίδι της, να πάει πίσω εκεί να βρει τα αδέρφια της και τους δικούς της, στο σπίτι της που το έφαγε η ερημιά και η υγρασία, στη γη της, πίσω εκεί, στην αρχή αρχή αρχή αρχή του χρόνου.



Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΓΚΡΙΖΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ



DEAD MAN (Jim Jarmusch, 1995)

FRANKENSTEIN (James Whale, 1931)

SHAWSHANK REDEMPTION (Frank Darabont, 1994)

VERTIGO (Alfred Hitchcock, 1958)

VIRIDIANA (Luis Bunuel, 1961)

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ






   
«Θα κατεβώ στη Χώρα», του είχε πει. «Θα πάω σινεμά. Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη εδώ μέσα».
    Την κοίταξε επίμονα, τότε. Να είχε υποψιαστεί κάτι; Υπήρχε μια απειλητική χροιά στον τόνο της φωνής του όταν μίλησε, έτσι της φάνηκε.
    «Θα σε περιμένω, δεν θα κοιμηθώ. Ξέρεις, όλα θ’ αλλάξουν. Ίσως απόψε καταφέρω…»
    Δεν τέλειωσε τη φράση του. Της γύρισε την πλάτη, γνέφοντας με το χέρι αντίο.

Λίγο πιο κάτω, εκεί που ο δρόμος κρυβόταν πίσω από το λόφο, έστριψε σε ένα χωματόδρομο. Προχώρησε εκατό μέτρα και σταμάτησε κάτω από τον μεγάλο δρυ. Έστριψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε. Ύστερα έβγαλε τα τακούνια και φόρεσε τα αθλητικά της, κλείδωσε το αυτοκίνητο, δρασκέλισε μια μάντρα και πήρε το δρόμο προς τα πίσω, μέσα από τις ελιές.
    Περπάταγε σιωπηλή στα σιωπηλά χωράφια, κάτω από ένα σιωπηλό, μαύρο ουρανό. Το υγρό χορτάρι έγλειφε ώς τα γόνατα τα πόδια της καθώς γλιστρούσε μέσα του απαλά, σαν να την έσπρωχνε ένα χέρι σε μια παγωμένη λίμνη. Ένας γρύλος τραγούδησε. Ερημιά. Φοβόταν.
   Είδε το φως από το σπίτι κι αναθάρρησε. Προχώρησε αθόρυβα ώς εκεί. Έφτασε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Δεν είχε αρχίσει ακόμα.
    Ήταν καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση. Έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε κι ύστερα σηκώθηκε, πήγε προς την κουζίνα και γύρισε με ένα κουτί μπύρα. Κάθισε στον καναπέ, ακούμπησε πίσω, τέντωσε τα πόδια του και ήπιε μια γερή γουλιά. Ύστερα άναψε πάλι ένα τσιγάρο. Άπλωσε το χέρι του κι έσβησε το φως.
    Το δωμάτιο έγινε ένα καράβι που αρμένιζε στις ανταύγειες της οθόνης. Τα πράγματα ζωντάνεψαν και πάλλονταν, οι σκιές τους χόρευαν στο ταβάνι και τους τοίχους.

Τότε άρχισε. Κι άρχισε πάλι από το πρόσωπό του, που παραμορφωνόταν τώρα από γκριμάτσες πόνου. Φαινόταν να υποφέρει. Τράβηξε κι έβγαλε με δυσκολία όλα τα ρούχα κι έμεινε γυμνός. Το σώμα του φούσκωνε και πρηζόταν. Σηκώθηκε αγκομαχώντας και προχώρησε σέρνοντας βαριά τα βήματά του προς το μέρος της. Εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω, ύστερα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τη διακρίνει έξω στο σκοτάδι. Κοίταζε μόνο την εικόνα του στο τζάμι. Αγωνιζόταν να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του, αυτά όμως βούλιαζαν συνέχεια ώσπου έμειναν δυο σχισμές στη θέση τους. Προσπάθησε να αγγίξει με τα χέρια του το πρόσωπό του, που άλλαζε σαν να ήταν από πλαστελίνη, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα χέρια του μίκραιναν και βυθίζονταν στο σώμα του, ένα πλαδαρό ζυμάρι που φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Δεκάδες μικρές θηλές ξεπρόβαλαν κι επιμηκύνθηκαν και στις κορφές τους τριχωτές κεραίες κινούνταν σπασμωδικά στον αέρα. Τρεκλίζοντας γύρισε πίσω και σωριάστηκε στον καναπέ. Το κορμί του συνεχώς ξεχείλωνε και μάκραινε καθώς τα πόδια του εξαφανίστηκαν κι αυτά. Ο λαιμός του πάχυνε κι έγινε ένα με το κυλινδρικό σώμα, που είχε τώρα χωριστεί με δίπλες.
     Γύρισε την πλάτη της στο παράθυρο. Μια ξαφνική πνοή ανέμου την έκανε να ανατριχιάσει.
    Πίσω της η τεράστια πράσινη κάμπια πηγαινοερχόταν στο σπίτι αναποδογυρίζοντας με θόρυβο τα έπιπλα, αφήνοντας στο πέρασμά της μια γλοιώδη μύξα. Σε μια γωνιά κουλουριάστηκε κι έμεινε ακίνητη. Όπως κάθε βράδυ.

Άνοιξε την πόρτα και το φως της τηλεόρασης χύθηκε έξω στη βεράντα. Μπήκε, πλησίασε και γονάτισε δίπλα στην κάμπια. Χάιδεψε την απαίσια κρούστα του δέρματός της κι ύστερα ξάπλωσε και την αγκάλιασε τρυφερά. Οι σκληρές τρίχες της ράχης πίεζαν το στήθος της. Ένιωσε την καρδιά του πλάσματος να πάλλεται με αγωνία.
    «Συγχώρεσέ με», του είπε, «σ’ αγαπάω, μα δεν το αντέχω άλλο αυτό».
    Σηκώθηκε κι έσβησε την τηλεόραση. Άναψε το φως της βεράντας και, πριν βγει, έριξε μια τελευταία ματιά. Διέκρινε αμυδρά την κάμπια να κουλουριάζεται, να ξεδιπλώνεται ξανά, να σπαρταράει. Το σκοτάδι δεν την άφησε να δει τα δεκάδες μικρά πόδια που κινούνταν επιδέξια τυλίγοντας γύρω της το νήμα που ξερνούσε από το στόμα.

Στη λάμπα της βεράντας πάνω από την πόρτα, χτυπιόνταν νυχτοπεταλούδες. Παραδίπλα, δυο σαμιαμίθια καιροφυλακτούσαν. Μακριά ακούστηκε πάλι ο γρύλος. Έβγαλε τα παπούτσια της και πάτησε ξυπόλητη στα χόρτα. Κάθισε στο τσιμέντο. Έμεινε εκεί για ώρα να κοιτάει το σκοτάδι. Τότε, εκεί που άρχιζε ο ελαιώνας, κάτι κινήθηκε. Μια σκιά ξεπρόβαλε από τις άλλες σκιές και ήρθε και στάθηκε μπροστά της.
    «Είσαι έτοιμη;» ψιθύρισε.
    Δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Τότε ο εραστής της έβγαλε από την τσέπη ένα χαρτάκι και της το έδωσε.
    «Αυτό είναι το εισιτήριο. Μην το χάσεις, είναι το άλλοθί σου».
    Φαινόταν αποφασισμένος. Μύριζε αλκοόλ. Πήγε ώς την αποθήκη και γύρισε με το τσεκούρι.
    «Έχει ήδη γίνει, έτσι;» τη ρώτησε. Κι ύστερα πάλι «είσαι έτοιμη;»
    Του έγνεψε ναι με τα μάτια. Τη φίλησε απαλά στα χείλη, ανέβηκε στη βεράντα και πήγε ώς το παράθυρο. Κοίταξε μέσα.
    «Δεν τον βλέπω πουθενά».
    Ο εραστής προχώρησε προς την πόρτα που εκείνη είχε αφήσει μισάνοιχτη.
    Αυτή δεν σηκώθηκε. Γύρισε μόνο το κεφάλι της και κοίταξε στο παράθυρο. Από τη θέση που ήταν μπορούσε να διακρίνει μια πελώρια σκιά γαντζωμένη στο ταβάνι. Της κόπηκε η ανάσα. Πήγε να του μιλήσει, μα δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη.
    Ο εραστής έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Πρώτα σιωπή, μόνο ο γρύλος που είχε έρθει τώρα κάπου δίπλα της. Ύστερα ένα φριχτό ουρλιαχτό, έπιπλα και αντικείμενα να εκτοξεύονται στους τοίχους και να γίνονται κομμάτια. Μετά, πάλι σιωπή. Στη λάμπα, μια νυχτοπεταλούδα απέφυγε το σαμιαμίθι που της ρίχτηκε και πέταξε μακριά. Έσκυψε μοιρολατρικά και χάιδεψε τα υγρά χορτάρια.

Η μεγάλη τζαμαρία πίσω της θρυμματίστηκε με θόρυβο. Τραντάχτηκε. Κομμάτια γυαλί καρφώθηκαν στην πλάτη και το σβέρκο της και μια σκιά πέρασε από πάνω της ραπίζοντας την με μια δυνατή πνοή αέρα. Κοίταξε τα χέρια της που χάιδευαν ακόμα τα χορτάρια. Έσταζαν αίμα. Σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα κι ύστερα έπεσε στα γόνατα. Σήκωσε τα μάτια και είδε την πανέμορφη πελώρια πεταλούδα να πετάει προς τις ελιές κουνώντας τα φτερά της άτσαλα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.