Το τελευταίο ταξίδι τους μαζί, το κάνανε μ’ ένα καράβι. Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, χρόνια πριν. Λίγο είχε κοιμηθεί. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, είτε στον καναπέ του σαλονιού γερμένος, είτε ακουμπώντας το κεφάλι στο τραπέζι. Επιθυμούσε να τη νιώσει ώς τα βάθη της ψυχής αυτή τη νύχτα, να τη ρουφήξει και να τον ρουφήξει. Να εντυπωνόταν, λέει, μέσα του ανεξίτηλα, έτσι που να μπορέσει κάποτε να τη διηγηθεί. Κάπως σαν χρέος το ένιωθε. Να αρχίσει κάποτε μια ιστορία γράφοντας «το τελευταίο ταξίδι μας μαζί…» και να συνέχιζε έτσι και να μπορούσε να χωρέσει αυτή η ιστορία όλη την αίσθηση εκείνης της νύχτας, να τη διηγηθεί με όλους τους ήχους της, τις μυρωδιές, τις συναντήσεις, τις κουβέντες, τις αμήχανες σιωπές, τους συνεπιβάτες, το πλήρωμα, το χριστουγεννιάτικο δεντράκι στη γωνία, το ουίσκι στο πλαστικό ποτήρι. Να ανέπνεε η ιστορία στα λόγια του όπως ανέπνεε τότε εκείνος μέσα της, σκόρπιος, χαμένος, να ψάχνει μια απάνεμη γωνιά στο κατάστρωμα για να καπνίσει, και να θερίζει ο αέρας, να καίγεται το τσιγάρο πριν τραβήξει δυο γεμάτες ρουφηξιές.
Άφησε και πέρασαν τα χρόνια. Ελάχιστα μπορεί να διηγηθεί τώρα από εκείνο το ταξίδι. Από τα λίγα που συγκράτησε είναι ότι θυμόταν, όπως αρχίζει να θυμάται τώρα, αποσπασματικά, ιστορίες και διηγήσεις, είτε από εκείνη είτε για εκείνη, και ότι είχε νιώσει για λίγο σαν να είχε ανέβει και η ίδια στο κατάστρωμα και είχε σταθεί εκεί πλάι του μα δεν τον κοίταζε αυτόν, μόνο μιλούσε, σαν να μιλούσε στα μαύρα κύματα, και άκουγε τη φωνή της μέσα του, κομμάτια μνήμης, ξέφτια ζωής, για εκείνη,
τη μεγαλύτερη από πέντε αγαπημένα αδέρφια
που ο πατέρας της είχε ένα μαύρο γάτο
και το άσπρο του άλογο, που το είχε φέρει από τη Μικρασία, του το έκλεψαν κάποτε οι γύφτοι εκείνη,
τόσο όμορφη
με το καλό της φουστάνι, ραμμένο από τη μάνα της από γερμανικό αλεξίπτωτο
την πιο καλή μαθήτρια πριν κλείσει το σχολείο ο πόλεμος
και για τη φιλενάδα της, την Αντριάνη
που όλο έλεγε ιστορίες για τις κουζουλάδες τους
γελώντας
και έπαιρνε τα αδέρφια της να πάνε στο Λασίθι με το γάιδαρο
να τον φορτώσουνε πατάτες κι αλεύρι από τους μύλους
που δούλευε τον αργαλειό
που ήξερε να ζυμώνει, να φτιάχνει πιταρίδες, λουκάνικα, ελιές, σταφίδες
που την παντρέψανε μετά στη Χώρα δίχως να το θέλει
και πήγε σε ένα σπίτι που δεν τη θέλανε
και γέννησε την κόρη της
κι έφυγε στο χωριό διωγμένη
εκεί γέννησε το γιο της
εκεί ήταν το σπίτι της
εκεί επέστρεφε πάντα
με μια σακούλα κουλούρια, δώρο στα ανίψια
κι ύστερα χήρεψε, ήρθε η φτώχεια
και νοίκιαζε τα δωματιάκια γύρω από την αυλή να ζήσουν,
εκείνη
που άφηνε τα παιδιά να φάνε καλιτσούνια
μόλις ερχόταν η μαύρη λαμαρίνα ζεστή από το φούρνο
που τους έκανε βεντούζες όταν αρρώσταιναν
που τους τηγάνιζε πατάτες όταν πείναγαν
που τους άναβε το μαγκάλι όταν κρύωναν
και τα κρατούσε από το χέρι στην πλατεία
που μπόρεσε να τα σπουδάσει
κι ύστερα έφυγαν κι έμεινε μόνη της
τόσα ταξίδια
πότε να πάει εκείνη, πότε να έρθουν αυτά, εκείνη
που χώρια τους δεν έκανε, όμως μακριά κι από τη γη της
δεν μπορούσε
εκείνη
που γέρναγε, την έτρωγε η ζωή σιγά σιγά
γράμματα, δέματα όλο αγάπη
με ένα μπουκέτο μανουσάκια ανάμεσα στα πορτοκάλια και
το λάδι
κι ήταν γιορτή γι’ αυτήν τα καλοκαίρια που έσμιγαν
τα εγγόνια
η χαρά της
να ποτίζουν μαζί το περβόλι και να μαζεύουν τα καρύδια
και να τρυγούν το αμπέλι
κι ύστερα ήρθε η αρρώστια
η απαίσια αρρώστια που όλα τα χάλασε, όλα τα σκάρτεψε
κι αυτούς ακόμα πιο πολύ
δύσκολα κι άχαρα χρόνια
και πάνε οι ιστορίες
πάνε τα αμπέλια, πάνε οι ελιές, πάει η αγάπη, πάει μια ολόκληρη εποχή
«άδικα των αδίκω», θα ’λεγε
τότε ήταν που στ’ αλήθεια καταλάβανε πως μεγαλώσαν
αυτά κι άλλα πολλά θυμότανε.
Και τώρα να, τι να σας πει, «το τελευταίο ταξίδι μας μαζί, το κάναμε μ’ ένα καράβι», μονάχα αυτό και σταματάει, ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, αυτός άγρυπνος να καπνίζει στο κατάστρωμα, κι εκείνη, που νόμισε για μια στιγμή πως είχε σταθεί στο πλάι του να ανεμοδέρνεται μαζί του, η μάνα του, να είναι στο αμπάρι, σε μια μαύρη γυαλιστερή κούρσα, κλεισμένη σ’ ένα ξύλινο κουτί, να περάσει έτσι την κρύα και άγρια θάλασσα, να κάνει το τελευταίο ταξίδι τους μαζί, το τελευταίο ταξίδι της, να πάει πίσω εκεί να βρει τα αδέρφια της και τους δικούς της, στο σπίτι της που το έφαγε η ερημιά και η υγρασία, στη γη της, πίσω εκεί, στην αρχή αρχή αρχή αρχή του χρόνου.