Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΛΟΤΟΦ




Το καλοκαίρι του ’79, μπορούσες ακόμα να κάνεις ήρεμες διακοπές στα νησιά μας. Σε ένα σήμερα κοσμικό, αλλά τότε σχεδόν ανέγγιχτο νησί, εγώ, ο Αντώνης και οι κοπέλες μας είχαμε νοικιάσει ένα σπιτάκι σε μια μαγευτική τοποθεσία, λίγο πάνω από τη μοναδική ταβέρνα. Στο παραδίπλα σπίτι έμενε ο Στηβ ο Σκωτσέζος, πιο πέρα ένας αλκοολικός Ιρλανδός ποιητής και δυο-τρεις άλλοι.
    Στο κέντρο της μικρής μας γειτονιάς υπήρχε ένα κοινόχρηστο πηγάδι. Ο ποιητής, μόνιμος κάτοικος για χρόνια εκεί, μας επέπληττε διαρκώς γιατί ξοδεύαμε, λέει, το νερό του. Μας αδικούσε, βέβαια. Δεν ήταν δα και το καλύτερο νερό. Έπρεπε να σουρώνουμε με τις χούφτες τα μικρά μαύρα σκουλήκια που κολυμπούσαν πάνω πάνω στον κουβά, ίσα για να ξεπλύνουμε λίγο από πάνω μας την αρμύρα. Μα ο ποιητής, λες κι ήτανε δικό του το πηγάδι, μας έκρυβε πότε το σκοινί και πότε τον κουβά, χαλνώντας έτσι τη γαλήνη μας.

Μια νύχτα βρήκαμε στο χωματόδρομο ένα χοντρό ρολό χαρτιά που του είχαν πέσει, ή τα είχε ίσως πετάξει ο ίδιος, τρελαμένος πάνω στο μεθύσι του. Χειρόγραφα, φωτογραφίες και σκίτσα, και ανάμεσά τους μια ζωγραφιά του Μιρό και μια του Πικάσο, υπογεγραμμένες. Του Πικάσο, μάλιστα, με αφιέρωση στον ποιητή. Πήραμε τα χαρτιά στο σπίτι και κάναμε σχέδια: να τα κρύψουμε, να τα επιστρέψουμε, να μπούμε στο καράβι και να φύγουμε; Την άλλη μέρα πρωί πρωί, πριν βγάλουμε ακόμα απόφαση, εμφανίστηκε ο ποιητής και μας ρώτησε αν τα βρήκαμε. Τότε τα τραβήξαμε κάτω από το κρεβάτι και του τα επιστρέψαμε κι έτσι δεν μάθαμε ποτέ αν θα καταλήγαμε στη φυλακή ή πλούσιοι.
    Όταν τα κορίτσια έφυγαν για τη θάλασσα, εγώ κι ο Αντώνης, απογοητευμένοι, μείναμε εκεί. Αρχίσαμε τις μπύρες, ήρθε κι ο Στηβ και πίναμε μαζί. Χρυσό παιδί αυτός, όταν τέλειωσαν οι μπύρες πήγε κι έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι. Ήταν πια ντάλα μεσημέρι, βάραγε ο ήλιος. Ο Αντώνης έπιασε το μπιτονάκι το πετρέλαιο που είχαμε για τη γκαζιέρα και τη λάμπα κι έχυσε στα άδεια μπουκάλια. Πήρε και τα ταμπόν της κοπέλας του και τα προσάρμοσε όμορφα στα στόμια σαν φιτίλια. Καθόμασταν εκεί, κατάχαμα, με την πλάτη μας ακουμπισμένη στον τοίχο του σπιτιού, ανάβαμε τις μολότοφ και τις πετάγαμε απέναντι στο μισογκρεμισμένο στάβλο. Έσκαγαν στην ξερολιθιά κι έβγαινε μαύρος καπνός, κατάμαυρος. Ωραία ήταν.
    Άκουσε τη φασαρία ο ποιητής κι ήρθε και κοίταζε από μακριά. Τον προσκαλέσαμε να έρθει στην παρέα μας κι εκείνος–αν και όπως είπα οι σχέσεις μας ώς τότε δεν ήταν φιλικές– δέχτηκε πρόθυμα. Ίσως γιατί του επιστρέψαμε το θησαυρό του.
    Πίναμε λοιπόν όλοι μαζί από το μπουκάλι και ήμασταν ευτυχείς.
    «Εις υγείαν του Πικάσο», κάναμε πρόποση, αν και ξέραμε ότι είχε πεθάνει προ πολλού, δεν είχε σημασία. Και ο ποιητής απήγγειλε ποιήματα που κανείς δεν καταλάβαινε, αλλά πρέπει να ήταν πολύ όμορφα γιατί μετά έβαλε τα κλάματα.


Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΗΡΑΚΛΕΙΑ´, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2015




1. Πενήντα λεπτά πεζοπορία με αργό βήμα στο μονοπάτι 8. Αν είναι αργά το απόγευμα, η Βορεινή Σπηλιά μπορεί να γίνει ο δικός σου προσωρινός προσωπικός παράδεισος. Εκεί μπορείς για λίγες ώρες να ξεφορτωθείς όλα όσα σε βαραίνουν. Τα ρούχα είναι το λιγότερο.







 
2. Αυτή είναι η σαυρούλα μου. Όταν πλησιάσω κρύβεται στις τρύπες. Την αγαπάω πολύ, δεν της το λέω όμως. Καλύτερα να μην το ξέρει, καλύτερα να με φοβάται. Ποτέ της να μην ξεθαρρέψει κι αρχίσει να βολτάρει στην αυλή ανέμελα.
Γιατί πάνω από το κεφάλι μας παραμονεύει κρώζοντας η κακιά κουρούνα.




3. Λεωφορείο για Παναγιά, μετά πεζοπορία στο μονοπάτι 3, για τη σπηλιά του Άη Γιάννη. Πέφτω στα γόνατα με το φακό στο χέρι, μόνο έτσι μπαίνεις. Κάτι σέρνεται ανάμεσα στα πόδια μου. Δεν είναι οχιά, είναι λαφίτης, πάνω από ογδόντα εκατοστά. Μείναμε εκεί και κοιταζόμασταν κι ύστερα πιάσαμε κουβέντα. "Είμαι ο δράκος που φυλάει τη σπηλιά", μου είπε κάποια στιγμή.
 
 
Δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Κι ούτε άσπρο άλογο είχα μαζί μου, ούτε κοντάρι. "Συγγνώμη αν ταράξαμε την ησυχία σου", του είπα, "περαστικοί είμασταν, δεν θέλαμε να μπούμε στη σπηλιά". Τα είπαμε λίγο ακόμα, του αφήσαμε νερό σε μια γούβα κι ύστερα πήραμε πάλι το μονοπάτι 3 και μετά το μονοπάτι 4 για την επιστροφή, πριν μας πιάσει το σκοτάδι στα βουνά με τους δράκους.






4. Στο Τουρκοπήγαδο. Τούρκους δεν είδαμε, το πηγάδι φανερό, κανένας κίνδυνος. Και οι αχινοί μισοκοιμούνται όλοι μαζί στα αριστερά και η τορπίλη βγήκε και λιάζεται στα χωράφια πίσω μας.





5. Με καΐκι για την Αλιμιά. Αυτό που φαίνεται αχνά είναι το ναυάγιο ενός υδροπλάνου. Όταν οι άλλοι έκαναν μπάνιο στην παραλία, βούτηξα κρυφά. Σε ένα βραχάκι στο βυθό, κρυμμένο ανάμεσα στα φύκια, βρήκα το Γερμανό πιλότο, με το κασκέτο και το πέτσινο μπουφάν του, να κάθεται και να καπνίζει. Μου έγνεψε και κάθισα κοντά του και μου διηγήθηκε την ιστορία του. Πώς έγινε και ένας τόσο έμπειρος πιλότος έπεσε εκεί. Δεν θα την πω, του το υποσχέθηκα. Αν θέλετε βουτήξτε και ρωτήστε τον, εκεί είναι πάντα. Μόνο ένα θα σας πω. Πως στην τσέπη του έχει φυλαγμένα ένα γράμμα και μια φωτογραφία. Όμως, παρακαλώ, αυτά να μείνουν μεταξύ μας.




6. Λειβάδι. Στα νερά, αν είστε τυχεροί, δελφίνια που πηδάνε όπως αρμόζει σε δελφίνια, μια φώκια, μια χελώνα. Στη στεριά, δεξιά οι πρωτόπλαστοι, αριστερά οι ρακέτες.
















7. Το πρωί της τελευταίας μέρας κάθισα κι έκανα ένα λεπτομερή κατάλογο με όλα όσα θα έπαιρνα μαζί μου στην επιστροφή. Βρήκα μετά ένα σακίδιο και τα έχωσα όλα μέσα με τάξη κι επιμέλεια. Την καλή παρέα, τα μπλε της θάλασσας (τόσα πολλά, σίγουρα κάποιο θα άφησα απ' έξω), το κόκκινο φεγγάρι, τζιτζίκια, άμμο, ήλιο, θυμάρι, ιδρώτα, σαύρες, βότσαλα, δελφίνια, ρακή και μπύρες, κουρούνες, αρμυρίκια, ένα φίδι, έναν πιλότο, μονοπάτια, φλοίσβους, γλάρους, αρμύρα στο σώμα, σώμα με αρμύρα, κέδρους, βάρκες, φύκια, κύματα κι ένα σωρό άλλα, μη σας κουράζω τώρα. Γέμισα το σακίδιο μέχρι πάνω. Το φόρτωσα στην πλάτη και πήρα το βραδινό καράβι. Κι έλεγα να, με μια βδομάδα εδώ θα έχω προμήθειες για όλο το χειμώνα.
Όμως, μέσα στη νύχτα, άκουσα από τα μεγάφωνα να με καλούν στη ρεσεψιόν. Εκεί με περίμενε ο καπετάνιος. "Η μνήμη σας είναι υπέρβαρη, κύριε", μου είπε αυστηρά, "θα το βουλιάξετε το πλοίο". Κι άνοιξαν το σακίδιο κι έβγαζαν, κι έβγαζαν, και πέταγαν έξω στη νύχτα, κι έφευγε το καράβι, στο τέλος τίποτα δεν έμεινε, μόνο στον πάτο κάτι απολειφάδια. Τώρα στο σπίτι, προσπαθώ να ανασυνθέσω από αυτά κάτι να μείνει. Μάταια, όλα απροσδιόριστα, θαμπά, λειψά και ήδη μισοξεχασμένα.
Και θα είναι δύσκολος αυτός ο χειμώνας.