Το καλοκαίρι του ’79, μπορούσες ακόμα να κάνεις ήρεμες διακοπές στα νησιά μας. Σε ένα σήμερα κοσμικό, αλλά τότε σχεδόν ανέγγιχτο νησί, εγώ, ο Αντώνης και οι κοπέλες μας είχαμε νοικιάσει ένα σπιτάκι σε μια μαγευτική τοποθεσία, λίγο πάνω από τη μοναδική ταβέρνα. Στο παραδίπλα σπίτι έμενε ο Στηβ ο Σκωτσέζος, πιο πέρα ένας αλκοολικός Ιρλανδός ποιητής και δυο-τρεις άλλοι.
Στο κέντρο της μικρής μας γειτονιάς υπήρχε ένα κοινόχρηστο πηγάδι. Ο ποιητής, μόνιμος κάτοικος για χρόνια εκεί, μας επέπληττε διαρκώς γιατί ξοδεύαμε, λέει, το νερό του. Μας αδικούσε, βέβαια. Δεν ήταν δα και το καλύτερο νερό. Έπρεπε να σουρώνουμε με τις χούφτες τα μικρά μαύρα σκουλήκια που κολυμπούσαν πάνω πάνω στον κουβά, ίσα για να ξεπλύνουμε λίγο από πάνω μας την αρμύρα. Μα ο ποιητής, λες κι ήτανε δικό του το πηγάδι, μας έκρυβε πότε το σκοινί και πότε τον κουβά, χαλνώντας έτσι τη γαλήνη μας.
Μια νύχτα βρήκαμε στο χωματόδρομο ένα χοντρό ρολό χαρτιά που του είχαν πέσει, ή τα είχε ίσως πετάξει ο ίδιος, τρελαμένος πάνω στο μεθύσι του. Χειρόγραφα, φωτογραφίες και σκίτσα, και ανάμεσά τους μια ζωγραφιά του Μιρό και μια του Πικάσο, υπογεγραμμένες. Του Πικάσο, μάλιστα, με αφιέρωση στον ποιητή. Πήραμε τα χαρτιά στο σπίτι και κάναμε σχέδια: να τα κρύψουμε, να τα επιστρέψουμε, να μπούμε στο καράβι και να φύγουμε; Την άλλη μέρα πρωί πρωί, πριν βγάλουμε ακόμα απόφαση, εμφανίστηκε ο ποιητής και μας ρώτησε αν τα βρήκαμε. Τότε τα τραβήξαμε κάτω από το κρεβάτι και του τα επιστρέψαμε κι έτσι δεν μάθαμε ποτέ αν θα καταλήγαμε στη φυλακή ή πλούσιοι.
Όταν τα κορίτσια έφυγαν για τη θάλασσα, εγώ κι ο Αντώνης, απογοητευμένοι, μείναμε εκεί. Αρχίσαμε τις μπύρες, ήρθε κι ο Στηβ και πίναμε μαζί. Χρυσό παιδί αυτός, όταν τέλειωσαν οι μπύρες πήγε κι έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι. Ήταν πια ντάλα μεσημέρι, βάραγε ο ήλιος. Ο Αντώνης έπιασε το μπιτονάκι το πετρέλαιο που είχαμε για τη γκαζιέρα και τη λάμπα κι έχυσε στα άδεια μπουκάλια. Πήρε και τα ταμπόν της κοπέλας του και τα προσάρμοσε όμορφα στα στόμια σαν φιτίλια. Καθόμασταν εκεί, κατάχαμα, με την πλάτη μας ακουμπισμένη στον τοίχο του σπιτιού, ανάβαμε τις μολότοφ και τις πετάγαμε απέναντι στο μισογκρεμισμένο στάβλο. Έσκαγαν στην ξερολιθιά κι έβγαινε μαύρος καπνός, κατάμαυρος. Ωραία ήταν.
Άκουσε τη φασαρία ο ποιητής κι ήρθε και κοίταζε από μακριά. Τον προσκαλέσαμε να έρθει στην παρέα μας κι εκείνος–αν και όπως είπα οι σχέσεις μας ώς τότε δεν ήταν φιλικές– δέχτηκε πρόθυμα. Ίσως γιατί του επιστρέψαμε το θησαυρό του.
Πίναμε λοιπόν όλοι μαζί από το μπουκάλι και ήμασταν ευτυχείς.
«Εις υγείαν του Πικάσο», κάναμε πρόποση, αν και ξέραμε ότι είχε πεθάνει προ πολλού, δεν είχε σημασία. Και ο ποιητής απήγγειλε ποιήματα που κανείς δεν καταλάβαινε, αλλά πρέπει να ήταν πολύ όμορφα γιατί μετά έβαλε τα κλάματα.