Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ



Πριν λίγο καιρό πήρα ένα μήνυμα στο φέισμπουκ. Πήγαινες σε αυτό το σχολείο; Σε αυτό το φροντιστήριο; Μήπως είμασταν συμμαθητές;
Ναι, είμασταν συμμαθητές.
Μου έστειλε μια φωτογραφία από σχολικό σκετς της 25ης Μαρτίου και άλλη μια της τάξης μας. Της έστειλα κι εγώ. Περιγράψαμε με λίγα λόγια πώς πήγε η ζωή μας, πού βρισκόμαστε, ανταλλάσσουμε μηνύματα αραιά και που. Αυτή ζει εκεί, στην πόλη μας, εγώ εδώ, στην καινούργια, να νιώθω ακόμα εξόριστος.

Κοντεύει μισός αιώνας πια. Δεν είναι λίγο. Η Ε., ας τη λέμε έτσι, ήταν για μένα αυτό που λένε η πρώτη αγάπη. Κι εγώ γι' αυτήν. Όλοι έχουμε μια πρώτη αγάπη όταν είμαστε παιδιά. Η γειτονοπούλα, η ξαδέλφη, η συμμαθήτρια. Ξέρετε, από εκείνες τις αγάπες του δημοτικού, που δεν είναι ακριβώς αγάπη, τουλάχιστον όχι σαν τις αγάπες των μεγάλων, αλλά ούτε και υπάρχει άλλη λέξη να την ονομάσεις, κι έτσι λοιπόν τη λέμε αγάπη, να συνεννοούμαστε. Όλοι και όλες έχουμε μια τέτοια πρώτη αγάπη, θυμηθείτε. Θυμάστε; Είμαι σίγουρος πως θυμάστε.

Δεν ξέρω αν θα ξαναβρεθούμε κάποτε από κοντά. Δεν έχει νόημα υποθέτω. Αν γίνει όμως, αν το τολμήσουμε, θα είμαστε προετοιμασμένοι. Ξέρουμε ότι οι ζωές μας πήραν άλλους δρόμους και δεν θα μας τρομάξει αν δούμε ότι ίσως το μόνο κοινό που έχουμε είναι οι αναμνήσεις, όποιες έχουν απομείνει, ξεθωριασμένες κι αυτές, διαστρεβλωμένες ίσως, απολιθώματα, κάτω από τόσων χρόνων γεωλογικούς σχηματισμούς που δύσκολα θα διακρίνεται η αλήθεια από την πλάνη.

Όμως δεν έχει σημασία. Αυτό που υπάρχει εδώ είναι μια υπενθύμιση ότι ερχόμαστε από κάπου, και ότι εκεί υπήρχαν άνθρωποι που κάπως συνδέθηκαν μαζί μας. Συνδέθηκαν μια φορά, συνδέθηκαν για πάντα. Δεν τους ξεχάσαμε και δεν μας ξέχασαν κι αυτό είναι μια παρηγοριά, και η αλυσίδα που μας δένει πάει πίσω και ρίχνει άγκυρα ηρεμίας σε εποχές αθωότητας που μας ανήκαν και μας έφτιαξαν. Κι είναι μετά από τόσα χρόνια, σαν να βαδίσαμε μαζί, παρότι σε άλλους δρόμους. Εγώ κι αυτή, και δίπλα οι συμμαθητές μας, οι άλλοι που δεν ξέρουμε πού βρίσκονται κι ούτε θα μάθουμε ποτέ, η τάξη μας, όπως όταν πηγαίναμε εκδρομή στη λιακάδα. Κάπου εκεί έξω είναι κι αυτοί και το παλεύουν και ίσως πότε πότε μας θυμούνται όπως κι εμείς, τα ονόματα, τα παρατσούκλια, ίσως μόνο τα πρόσωπα, ίσως πάλι τίποτα, κι ίσως βέβαια σε κάποιους από αυτούς η επιμελήτρια θα έβαζε σήμερα απουσία. Δικαιολογημένη, εντελώς.

Καιρό σκεφτόμουνα να γράψω αυτό το περιστατικό εδώ και δίσταζα. Μήπως φανώ (ξανά) υπερβολικά συναισθηματικός και κολλημένος στο παρελθόν. Μετά, μια φίλη μου που της το ανέφερα είπε πως είναι πολύ γλυκό όλο αυτό. Κι εμένα έτσι μου φάνηκε. Κι είναι καλό να μπαίνει πότε πότε λίγη γλύκα στη ζωή μας, χορτάσαμε τα άλλα τα πικρά. Έτσι, ζήτησα και την άδεια της Ε., και μου την έδωσε με ένα πολύ τρυφερό μήνυμα.

Ε., σε ευχαριστώ που με θυμάσαι και με βρήκες. Να είσαι καλά.


Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΑΤΙΤΛΟ 1



Ήταν κάποτε κάπου, κάποιος κάπως σαν ξένος,
όλα ξένα του φαίνονταν και μυστήρια -ο καημένος!-
κι από φόβο μην κάνει τη ζωή τουρλουμπούκι,
είχε φτιάξει από λέξεις πανοπλία και καβούκι.

Και ησύχασε εκεί, “δεν είμαι εγώ, είναι ένας άλλος”
μέχρι που άκουσε απ' έξω να αντηχεί ένας σάλος,
κι όπως κοίταε με δέος τη ζωή που περνούσε,
πάει πέρασε αυτή και ακόμα κοιτούσε.

(Ιζιντόρ Μπορ, Ποιήματα που δεν θα έγραφα ποτέ, 2027)