Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Η ΧΩΡΑ - ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Πριν λίγα χρόνια έγραψα κάποιες ιστορίες-διηγήματα που με κοινό πλαίσιο αναφοράς την Χώρα συγκρότησαν μια ενότητα. Αφού τις έθεσα στη δοκιμασία των δικών μου ανθρώπων κι είχα την έγκρισή τους, αποφάσισα να τις εκδώσω.

Δεν θα διηγηθώ εδώ την περιπέτειά μου με τους εκδοτικούς οίκους. Κατανοώ ότι εκτός των άλλων είναι επιχειρήσεις που πρέπει να νοιαστούν για τον ισολογισμό τους. Ή ότι πραγματικά κάποια βιβλία δεν ταιριάζουν στο προφίλ τους. Θα έπρεπε όμως τουλάχιστον να εξασφαλίζουν στον υπό δοκιμασία συγγραφέα πως το πόνημά του θα αξιολογηθεί με κάποια κριτήρια κι ότι αυτή η αξιολόγηση δεν χρειάζεται να πάρει ένα - ενάμισι χρόνο.

Στο διάστημα αυτό οι ιστορίες άλλαζαν. Κάποιες διαγράφονταν, έρχονταν άλλες. Κι ο τίτλος άλλαξε. Έχοντας απογοητευτεί, άρχισα να δημοσιεύω σποραδικά κάποιες από αυτές στο μπλογκ, αν και ολοφάνερα δεν ήτανε εδώ η θέση τους. Και είχα κατά νου να τις ανέβαζα όλες μαζί κάπου αλλού.

Τελικά, η τύχη με ευνόησε. Βρέθηκε εκδότης που διάβασε ο ίδιος αυτές τις ιστορίες, τις ενέκρινε και δέχθηκε να τις εκδώσει. Έτσι απλά, χωρίς μισόλογα. Τον ευχαριστώ για αυτό. Και μαζί όλους τους ανθρώπους της "Αλεξάνδρειας".
Ιδού λοιπόν. "Η Χώρα - αληθινές ιστορίες". Στην κρίση σας.


http://www.alexandria-publ.gr/book.php?id=714

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ



Αυτός ο άνθρωπος θέλει πολύ να κάνει ένα ταξίδι. Έτσι ισχυρίζεται. Μα όλο το αναβάλλει. «Μπορεί την άνοιξη», λέει όταν τον ρωτάω. Κι ύστερα: «Δεν ξέρω, ίσως το καλοκαίρι. Ναι, σίγουρα το καλοκαίρι. Αν δεν τύχει κάτι».
    Τίποτα δεν τυχαίνει. Μα όλο το αναβάλλει, κι ας τον τσιγκλάω εγώ.
    Όσο το αναβάλλει, το ξέρει, τόσο και γίνεται πιο δύσκολο. Σαν να μακραίνει με τον χρόνο και η απόσταση.

Αυτός ο άνθρωπος θα αναγκαστεί να κάνει κάποτε αυτό το ταξίδι. Δεν γίνεται αλλιώς. Ίσως θα έχει αφήσει πριν μακριά γενειάδα και μαλλιά για να μην τον γνωρίσουν. Θα πάρει ένα καράβι και θα περάσει τη θάλασσα. Ύστερα θα πάρει ένα λεωφορείο. Λίγο πριν φτάσει, μόλις φανούν τα πρώτα σπίτια, θα πει στον οδηγό να σταματήσει και θα συνεχίσει με τα πόδια. Θα περάσει τον ποταμό και το σχολείο και θα πάρει, βαδίζοντας όλο και πιο αργά, την ανηφόρα ώς την πλατεία.
    Στο καφενείο θα καθίσει, κι αφού κεράσει ένα γύρο τους θαμώνες θα τους ρωτήσει για τον εαυτό του. Τι ξέρουνε γι’ αυτόν, πού βρίσκεται, αν άκουσαν τι απέγινε. Τάχα πως είναι ένας παλιός γνωστός του που τον ψάχνει. Και μερικοί δεν θα θυμούνται τίποτα απ’ αυτόν και θα κουνάνε απορημένοι το κεφάλι. Κάποιοι άλλοι όμως θα αρχίσουνε διστακτικά να διηγούνται ιστορίες που αυτός καθόλου δεν θα τις θυμάται, κι όσο θα μιλάνε θα τρέχει η γλώσσα τους και θα εμπλουτίζεται με ενθουσιασμό η αφήγηση με ό,τι κατέβει στο κεφάλι καθενός. Θα τους ακούει και θα απελπίζεται. Κι όσο θα παρεμβαίνει κάνοντας επιδέξιες νύξεις για να τους οδηγήσει εκεί που πρέπει, τόσο θα γίνονται ένα κουβάρι οι ιστορίες τους και όλο θα λοξοδρομούν σε ένα λαβύρινθο από ασυναρτησίες. Το ένα θα φέρνει τ’ άλλο και στις ονειροφαντασίες τους θα μπλέκουν πρόσωπα άγνωστα, μοιραίοι έρωτες και συμπεριφορές παράξενες κι αυτά θα φέρνουν άλλα κι άλλα, γενιές πίσω, χώρες μακριά. Κι αυτός, σίγουρος πια πως του μιλάνε για άλλον κι απηυδισμένος από τις τερατολογίες τους θα τους διακόψει απότομα. «Λάθος θυμάστε, τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αλήθεια, αυτός που λέω εγώ δεν ήταν έτσι, τίποτα δεν καταλάβατε». Κι αυτοί, απορημένοι από την αγανάκτησή του, θα δικαιολογηθούνε τότε πως ίσως έχει δίκιο, πως μάλλον για άλλονε μιλάνε.

Αυτός ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται τη μνήμη του. Κι όταν σωπάσουν όλοι και βυθιστούν ο καθένας στις σκέψεις του, θα αποφασίσει ίσως ξαφνικά πως εκείνος που έψαχνε ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά για τους άλλους. Λαθραία κι αόρατα είχε περάσει από εκείνα τα μέρη, φροντίζοντας να αφήνει πίσω του παραπλανητικά ίχνη. Και είχε φτιάξει τότε, μεταποιώντας τα υλικά του, κάποιον άλλον, ένα σκιάχτρο, που κι ο ίδιος είχε προ πολλού ξεχάσει, κι ήταν αυτό που έζησε ανάμεσά τους κι αυτό θυμούνταν τώρα στο όνομά του.
    Ή, ακόμα χειρότερα, ίσως υποψιαστεί με φρίκη πως φάντασμα ήταν εκείνος που αυτός νόμιζε πως θυμόταν και πως ο πραγματικός του εαυτός ήταν αυτό το ξεχασμένο είδωλο που θεώρησε αρχικά αποκύημα της φαντασίας τους. Μα θα τρομάξει μ’ αυτές τις σκέψεις του και θα τις σβήσει γρήγορα από το μυαλό του. Και ο ίδιος ο τόπος τώρα γύρω θα του φαντάζει κάπως τρομερός κι αλλόκοτος, οι δρόμοι και τα σπίτια θα συστρέφονται κι όλο θα αλλάζουν και κοιτώντας γύρω του με αγωνία θα αναρωτιέται πώς βρέθηκε σ’ αυτά τα ξένα και άφιλα μέρη.
    Κι όπως θα σηκώνεται να φύγει, φοβισμένος, από το καφενείο που θα έχει αδειάσει, χωρίς να έχει απάντηση σε όσα έψαχνε, μια γριά που άκουγε τόση ώρα αμίλητη από τη γωνιά της θα τον ρωτήσει «εσύ τίνος είσαι;» Και θα της απαντήσει αυτός «κανενός δεν είμαι, έφυγαν όλοι όσοι με ήξεραν, πάω κι εγώ σιγά σιγά να τους προφτάσω. Ο δρόμος με έφερε από εδώ μα φαίνεται πως ήρθα λάθος». Μια μαύρη κορδέλα πένθους θα τυλιχτεί τότε σαν φίδι στο μανίκι του. Κι όταν, μετανιωμένος που έκανε αυτό το ταξίδι, βγει στο δρόμο, μια σκιά θα σταθεί εμπόδιο μπροστά του. Και κάνοντας να την παραμερίσει, αυτή θα τον ρουφήξει μέσα της.

Θα με ρωτήσετε πώς και τα ξέρω όλα αυτά, πώς και μπορώ εγώ να προβλέψω τι θα γίνει. Τα ξέρω γιατί είμαι μέσα στο μυαλό του, γιατί εγώ είμαι εκείνη η σκιά. Είμαι ο άλλος που έμεινε εδώ πίσω και τον περιμένω, πότε θα αποφασίσει –ο ρίψασπις, ο κάλπης– να κάνει το ταξίδι για να έρθει να με βρει, κι ας είμαι σίγουρος πως θα δειλιάσει να με αναγνωρίσει. Γιατί ένα σκοπό έχω τόσα χρόνια, μιαν ελπίδα. Να τον σκοτώσω και να επιστρέψω εγώ στη θέση του.


Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΑΡΓΗΣΕΣ



Άργησες

περπατώντας αργά στις φαρδιές λεωφόρους
στα στενά δίχως φώτα η ζωή προσπερνούσε
παραλλήλως βαδίζοντας σε παράλληλο κόσμο
ήταν όλα εκεί μα δεν τ΄άγγιξες δεν τα είδες
εσύ ατάλαντος παίκτης ατάλαντων θιάσων
στα δωμάτια που γλεντούσαν
δίχως χτες δίχως αύριο
τα νυκτόβια πλάσματα που ρουφούσαν το χρόνο
κι έφτυναν φεύγοντας με μιαν αδιόρατη θλίψη
στο χανγκόβερ μιας ζωής έκλυτης κουκούτσια ονείρων
που έπεφταν κουδουνίζοντας σε καρδιές από αλουμίνιο
μα δεν ήσουν ούτε εκεί
ήταν μόνο η σκιά σου
δεν προφταίνεις
δεν είσαι δεν ήσουν δεν θα είσαι
πουθενά
πουθενά
γιατί άφησες να γελούν σαλτιμπάγκοι κι αγύρτες
με αστεία που δεν είπες για τον χρόνο που φεύγει

τώρα είναι ο δρόμος σου ο ίδιος που κυλάει σαν τραινάκι
κυκλικά σε τροχιά που όλο στενεύει και σφίγγει
γύρω από εκείνο το ανήλιαγο μαύρο πηγάδι
όπου οι ευχές επιπλέουν τουμπανιασμένες στη λάσπη
με νομίσματα κίβδηλα σφηνωμένα στα δόντια
και γυρνάς και γυρνάς
ξεδιαλέγεις κι αδειάζεις
μα το έρμα που τώρα πετάς για να φύγεις
γίνεται η άγκυρα που σε τραβάει πιο κοντά στο πηγάδι
γιατί άργησες
άργησες
είναι αργά δεν προφταίνεις
και θα μείνεις για πάντα στον κύκλο
δεν θα φύγεις ποτέ απ' τον κύκλο
θα γυρνάς
ως το τέλος
στον κύκλο.


(Ιζιντόρ Μπορ, Ποιήματα που δεν θα έγραφα ποτέ, 2027)