Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ



Εγώ, κυρία, όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω ευτυχισμένος. Ούτε αστροναύτης θέλω, ούτε τραγουδιστής, ούτε δάσκαλος. Ευτυχισμένος θέλω, μόνο αυτό.
Θα έχω ένα σπίτι μακριά, πολύ μακριά, δίπλα στη θάλασσα. Δεν θα έχω ούτε τηλέφωνο ούτε γραμματοκιβώτιο. Έτσι δε θα μας παίρνουνε τηλέφωνο από την τράπεζα να μας στενοχωρούνε, ούτε θα έρχονται γράμματα από την εφορία κάθε τόσο. Όμως θα μένουνε εκεί κοντά κι οι φίλοι μου, ο Γιώργος κι ο Νικόλας, να παίζουμε μαζί. Και η Ελενίτσα.
Θα είναι ζεστό το σπίτι μας. Και το ψυγείο μας δεν θα είναι άδειο, θα είναι από εκείνα τα άλλα τα ψυγεία, τα γεμάτα, που βλέπουμε καμιά φορά στην τηλεόραση.
Και τηλεόραση κυρία, δεν θα έχουμε. Γιατί είναι εκεί κάτι κακοί ανθρώποι που άλλο δεν κάνουνε από το να λένε πως για όλα φταίμε εμείς και τώρα πρέπει να πληρώσουμε. Μα εμείς δεν έχουμε κυρία, πώς να πληρώσουμε;
Κι η θάλασσα αυτή που λέω, δίπλα στο σπίτι μας, δεν θα έχει κύματα μεγάλα, μόνο κάτι μικρά-μικρά και δεν θα πνίγονται οι ανθρώποι εκεί, ούτε θα βουλιάζουνε οι βάρκες τους.
Κι εκεί, κυρία, θα έχει κι άλλα σπίτια, πολλά σπίτια, όλα χωρίς τηλέφωνα και τηλεοράσεις, κι οι δρόμοι δεν θα έχουν όνομα, τα σπίτια δεν θα έχουν αριθμούς, κι έτσι κανείς δεν θα μπορεί να τα βρει, μόνο οι φίλοι. Και θα έχει κάθε άνθρωπος το σπίτι του εκεί πέρα, όχι παγκάκια και χαρτόκουτες.
Και θα είναι όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι σαν κι εμένα. Θα κάνουμε βόλτες στους δρόμους και θα γελάμε συνέχεια και θα είναι χαρούμενοι οι μπαμπάδες κι οι μαμάδες και δεν θα μαλώνουνε ποτέ. Και θα παίζουν όλα τα παιδιά στο πάρκο και δεν θα βλέπεις πουθενά εκείνους τους αστυνομικούς που σε αγριοκοιτάζουν ούτε τους άλλους τους καράφλες με τα μαύρα.
Εγώ, κυρία, δεν αγαπώ κάποιο επάγγελμα ιδιαίτερα. Μόνο ευτυχισμένος θέλω, αυτό μου αρέσει. Όμως, μπορώ και να δουλέψω. Μόνο να φτιάχνω κάτι όμορφο και χρήσιμο. Κι επίσης να μην έχω κάποιο κακό αφεντικό από πάνω μου, να μου φωνάζει, όπως στο μπαμπά μου, "άργησες!", "είσαι άχρηστος!" ή "απολύεσαι!"
Όταν, κυρία, μεγαλώσω και γίνω ευτυχισμένος, θα έρθω να πάρω κι εσάς κι όλη την τάξη μας. Και θα περνάμε τότε πολύ ωραία όλοι μαζί.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΣΤΟ ΒΥΘΟ



Η πτήση του χάθηκε από τα ραντάρ. Διάσπαρτα συντρίμμια ταξιδεύουν σε ψηφιακές θάλασσες. Το μαύρο κουτί εκπέμπει αδύναμα από το βυθό.
Κανείς δεν θα το βρει. Το σήμα του εξασθενεί συνέχεια. Οι ερευνητικές αποστολές γυρνάνε άπρακτες, το ενδιαφέρον του κοινού στρέφεται αλλού. Βαριεστημένοι οι χειριστές κλείνουν την υπόθεση και φεύγοντας σβήνουν τα φώτα. Ο ύπνος τους είναι ήρεμος, οι εφιάλτες τους καθησυχαστικοί.

Ο πιλότος σκαλίζει ακόμα τα όργανα. Δεν ξέρει ότι τον έχουν ξεγραμμένο. Εκεί στο βυθό, όλα είναι αλλιώς. Τίποτα δεν κινείται, τίποτα δεν διασπά την προσοχή του. Η απόλυτη σιωπή ευνοεί την περισυλλογή.
Το τελευταίο που θυμάται είναι ο ήλιος. Ασήμι στα φτερά κι ύστερα ξαφνικά σκοτάδι.
Το παραδέχεται, η ευθύνη είναι δική του. Καμιά δολιοφθορά από εχθρικές δυνάμεις. Μα αδυνατεί να προσδιορίσει τι έφταιξε ακριβώς και παρεξέκλινε έτσι της πορείας κι όλη η προσπάθειά του πήγε στράφι. Παρερμηνεία των συντεταγμένων ή υπερβολική εμπιστοσύνη στον αυτόματο; Ίσως απλά αυτοκαταστράφηκε, υποταγμένος στη γοητεία του βυθού.

Στην επιφάνεια τα πρωτοσέλιδα θα τον διαγράψουν. Η καθημερινότητα θα καταπιεί την απουσία του κι εκείνη που τον σκέφτεται, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, θα συνηθίσει.
Κάθε αναμόχλευση της υπόθεσης θα σκοντάψει στη γραφειοκρατία. Ο αρχειοφύλαξ δυσανασχετεί κραδαίνοντας πρωτόκολλα. Η διαδικασία είναι πολύπλοκη, οι προτεραιότητες συγκεκριμένες, η ιεραρχία δεν παρακάμπτεται.

Ο πιλότος στο βυθό αναρωτιέται μα δεν βγάζει άκρη. Φύκια τυλίγονται στο σώμα του. Το μαύρο κουτί εκπέμπει ακόμα. Μαύρες λέξεις σε μαύρο φόντο.


Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

ΜΟΥΤΖΟΥΡΑ



Τα σπίτια μας ήταν κάτι στοιχειωδώς αξονομετρικά ορθογώνια με στέγη δίρριχτη, ζωγραφισμένα με ξυλομπογιές και μαρκαδόρους. Στη μπρος στενή πλευρά είχε μια πόρτα, στην πλαϊνή ένα δυο παράθυρα με κουρτινάκια. Από τη στέγη πρόβαλλε μια καμινάδα που έβγαζε γκρι καπνό, σημάδι πως το τζάκι ήταν αναμμένο και δίπλα του η γιαγιά έλεγε παραμύθια στα εγγονάκια. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος κι ο ήλιος ένα χαμογελαστό κίτρινο πρόσωπο με αχτίνες. Στα κεραμίδια έστηναν φωλιά τα χελιδόνια. Από πάνω σαν τηγάνι κι από κάτω σαν μπαμπάκι. Στην αυλή η οικογένεια πιασμένη χέρι χέρι. Γύρω τους στέκονταν ζωάκια. Ένα σκυλί, ένα πρόβατο, ένα άλογο, κοτούλες. Λουλούδια εδώ κι εκεί, κόκκινα μήλα στη μηλιά, ίσως μια μάντρα ξύλινη.
Τα σπίτια μας ήταν συνήθως στην κορφή ενός λόφου. Πίσω διαγράφονταν βουνά. Ένα δρομάκι ελίσσονταν κι έφτανε ακριβώς ίσαμε την πόρτα. Δεξιά κι αριστερά του φύτρωναν χορτάρια. Αυτό το δρόμο θα έπαιρνε ο πατέρας, ο ταχυδρόμος, ο μουσαφίρης, ο κουρασμένος ταξιδιώτης. Δεν είχε άλλο δρόμο σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκεί ήταν ο μοναδικός προορισμός και το αποκούμπι. Αν λοξοδρομούσες θα χανόσουν στο δάσος με το λύκο, το δράκο και τη μάγισσα.

Σπίτι μας είναι η παιδική ηλικία, κι αυτή έχει σπίτι. Χρόνια μετά, αν σου έλεγαν να ζωγραφίσεις ένα, έτσι θα το έφτιαχνες. Ακόμα κι αν εσύ ή οι δικοί σου πούλησαν το σπίτι εκείνο, δεν πάτησες για χρόνια χώμα και χορτάρια κι ούτε που ξέρεις πόσοι από το αίμα σου ζούνε ή πεθαίνουν. Ακόμα κι αν μεγάλωσες και ζούσες σε διαμέρισμα στην πόλη κι η μπαλκονόπορτα άνοιγε στον ακάλυπτο, κι ο δρόμος έβγαζε σε χίλιες πόρτες κι αυτές σε διάδρομους και σκάλες κι άλλες πόρτες, κι αν ο καπνός στην καμινάδα έβγαινε από ένα μηχάνημα που μούγκριζε στα υπόγεια, ήλιο δεν έβλεπες και το σκυλάκι σου ενοχλούσε τους γειτόνους, κάπου υπήρχε καταχωνιασμένο στην ψυχή σου.
Υπήρχε κι ήταν η καταγωγή σου. Γιατί δεν βρέθηκες ξεκρέμαστος στην πόλη με τους άλλους, δεν είσαι πλάνητας κι ανέστιος, άθυρμα και φτερό στον άνεμο. Εχεις δεσμούς σε αυτόν τον κόσμο, είσαι ένας κρίκος στη μακριά αλυσίδα. Είσαι αυτός που σου έδωσαν κάτι για να το αφήσεις σε άλλους. Έστω μια ανάμνησή του. Έχεις μια ιστορία να διηγηθείς.

Τώρα αν σου έλεγαν να ζωγραφίσεις ένα σπίτι, θα έτρεμε το χέρι σου και θα το έφτιαχνες με βαριά καρδιά. Με την πόρτα του και τα παράθυρα κλειστά, σβηστό το τζάκι, συννεφιά, ξεραϊλα. Ούτε άνθρωποι ούτε ζώα. Και δεν θα υπήρχε δρόμος να σε πάει εκεί.

Το σπίτι στο χωριό, το αυθαίρετο, το τριάρι στα Πατήσια, το χωράφι... Κάποια απ' αυτά μπορεί να τα γλυτώσεις. Αν είσαι τυχερός κι έχεις δουλειά, σκυμμένο το κεφάλι και κλειστό το στόμα. Μα έτσι κι αλλιώς το αντίτιμο θα είναι βαρύ. Θα έχουν πρώτα κατασχέσει ύπουλα την ψυχή σου. Πριν να το καταλάβεις θα έχουν ρουφήξει την αγάπη σου για ό,τι σ' έδενε με αυτό τον τόπο. Θα το μισήσεις πριν το δώσεις ή στο πάρουν, γιατί θα σου είναι βάρος.

Αν τους αφήσουμε, στο τέρμα αυτής της δυστοπίας που σχεδιάζουν θα έχεις μείνει δίχως ρίζες και κοινότητα. Ένα ευέλικτο εργατικό δυναμικό, μόνο αυτό θα είσαι. Δεν θα έχεις τίποτα να επικαλεστείς, η ιστορία σου θα σβήνει πριν αρθρώσεις λέξη.
Και από εκείνο το σπιτάκι θα έχει μείνει μόνο μια θολή μουτζούρα.