Ο Ζιγιά κάθεται στο βράχο. Η παλίρροια ανεβαίνει αργά και τον σκεπάζει. Έχει φροντίσει πριν να παντρευτεί η Ντερυσέτ εκείνον που αγαπάει.
Ο Τζιμ, ο τουάν Τζιμ, στέκεται μπρος στον Ντοραμίν και δέχεται αγόγγυστα τη σφαίρα στο στήθος. Ξεπλένει έτσι όλα τα λάθη του.
Ο Ούνκας, ο τελευταίος των Μοϊκανών, μαχαιρώνεται από τον μοχθηρό Μάγκουα.
O Συρανό, που σιγολιώνει από έρωτα, με ένα χτύπημα άνανδρο.
Ο Άχαμπ, από την άσπρη φάλαινα που κυνηγούσε.
Στα Κλασικά εικονογραφημένα όλοι οι αγαπημένοι μου ήρωες, στο τέλος έπεφταν νεκροί. Άφοβα, εκούσια, όλοι ταγμένοι σε ένα ανώτερο σκοπό που τους αφάνιζε.
Τα βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος, τους μάζευα όλους δίπλα μου να μου διηγηθούν την ιστορία τους ξανά. Κι ονειρευόμουνα μετά πως κάποτε, όπως κι εκείνοι, θα έχω ένα ιδανικό να υπηρετήσω, τόσο ευγενικό που θα μπορούσα πρόθυμα ακόμα και να πέθαινα γι’ αυτό.
Αλλά ήμουν μικρός τότε, στην πλάτη μου είχα ακόμα δυο φτερούγες, κάτω απ’ το κρεβάτι μου έναν καλικάντζαρο, και τα μάτια μου έβλεπαν με ακτίνες Χ τη νύχτα.
Συχνά ερχόταν κι ένας απρόσκλητος. Βρεγμένα τα μαλλιά και οι μακριές του φαβορίτες, τα ρούχα του έσταζαν βρωμόνερα. Με μοχθηρό το βλέμμα, σκυθρωπός. Έστεκε παράμερα αυτός, μακριά από τους άλλους. Κανείς δεν ήθελε σχέση μαζί του. Μα εμένα, αν και τρομακτικός στην όψη, κάπως με γοή
τευε.
Ο Ιαβέρης. Το καπέλο και το μπαστούνι του παρατημένα στην όχθη του Σηκουάνα. Η σκοτεινή φιγούρα του να πέφτει στο ποτάμι, να βουλιάζει.
Κι αυτός ταγμένος στο καθήκον ήταν. Κι αυτός ένα σκοπό είχε βάλει στη ζωή του και τον υπηρέτησε έντιμα και σταθερά ώς το τέλος. Μόνο που αυτός κάποια στιγμή κοίταξε πίσω και είδε πως όλα ήταν λάθος.
Η κατάληξη, ίδια.
Σκέφτομαι τώρα μήπως έκανα καλά όταν τον άφηνα να έρχεται με τους άλλους. Μήπως πραγματικά εκεί ήταν η θέση του. Θα ήταν κάπως βολικό αυτό. Παρηγοριά θα ήταν. Να ξέρεις πως ήρωας είναι κι εκείνος ο θεόστραβος που παίρνει ένα δρόμο και πάει και πάει ευθεία ώς το τέλος, αρκεί να παραδεχτεί στο τέρμα του, καθώς θα βροντάει στον τοίχο απότομα, πως τόσο καιρό βάδιζε σε αδιέξοδο.