Έχει σαπίσει το σεντούκι μου. Έχει ξεκαρφωθεί και παλαντζάρει όπως το σέρνω. Ακούω καμιά φορά με φρίκη να σπάνε μέσα γυαλικά και πορσελάνες. Κι ας το προσέχω σαν τα μάτια μου καθώς το ανεβοκατεβάζω από το υπόγειο στη σοφίτα. Το ανοίγω κάποτε να ψάξω, να βρω εκείνα τα κομμάτια που θα ανασυνθέσουν ένα γεγονός και βρίσκω μόνο θρύψαλα. Το παστώνω τότε με ό,τι βρω πρόχειρο μπροστά μου, στήνοντας ένα κατασκεύασμα λειψό κι ανάπηρο, ένα εξάμβλωμα. Πότε έτσι, πότε αλλιώς, ανάλογα με τι υλικά το συμπληρώνω.
Είναι απομεσήμερο θυμάμαι, άνοιξη. Γνωριστήκαμε μόλις χθες βράδυ. Στη ντισκοτέκ χορέψαμε μπλουζ. Το ένα χέρι στη μέση, το άλλο στον ώμο. Όχι πολύ σφιχτά, ίσα να ακουμπάνε τα κεφάλια μας. Τώρα καθισμένοι πλάι πλάι στο πεζούλι, στην αλάνα δίπλα από το φροντιστήριο, χαζεύουμε το εξώφυλλο του Teaser and the Firecat. Σιγοτραγουδάμε το Morning has broken. Δίπλα είναι ακουμπισμένα τα βιβλία μας. Τα πόδια μας αγγίζουν. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Γυρίζω να την κοιτάξω. Γυρίζει κι αυτή. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Φιλιόμαστε. Είμαστε ερωτευμένοι.
Λες κι είναι τρύπιο το μυαλό μου. Μια στέρνα ραγισμένη. Με μια διαρροή κρυφή που όλο και μεγαλώνει. Ένα σιγανό ύπουλο ρέμα κυλάει και θολώνει τα νερά. Διαβρώνει τη μεγάλη εικόνα, αφαιρεί κομμάτια και τη λειαίνει. Σηκώνει λάσπη από το βυθό κι ανακατώνει τις ψηφίδες, τις παρασέρνει και τις θάβει κάτω από άλλες και τότε μένουν τα οράματα κούφια κι αδύναμα. Κι απ' τα κομμάτια αυτά, άλλα κατακάθονται στον πάτο, με την ελπίδα να ξαναβγούν στην επιφάνεια κάποτε, άλλα παρασέρνονται και χάνονται για πάντα.
Ίσα μπροστά μας φαίνεται η θάλασσα. Το όνομά της το θυμάμαι. Και το πρόσωπό της. Ωχρό, σχεδόν λευκό. Και τα μαλλιά της είναι μαύρα και ίσια. Όμως όταν γυρνά και μου μιλάει δεν ακούω τίποτα. Το στόμα της ανοιγοκλείνει μα ο ήχος της φωνής της έχει σβήσει. Τα μεγάλα μάτια της δεν έχουν χρώμα. Τα μακριά δάχτυλά της που χαϊδεύουν τα δικά μου εξαϋλώνονται. Το σώμα της δεν έχει βάρος ούτε ζέστα. Κι εκείνο το φιλί δεν έχει γεύση πια, έχει ξεθυμάνει.
Τόνοι γεωλογικών σχηματισμών και παγετώνες σέρνονται πάνω μας και μας συντρίβουν, καθώς μας ταξιδεύουν όλο και πιο μακριά από τον αρχικό κοινό πυρήνα. Και μένει από εμάς μόνο ένα κενό απολιθωμένο τσόφλι, ένα όνομα, μια σκιά, ένα παρελθόν σε κώμα, κάτι απροσδιόριστο που έρπει σε ξένα σεντούκια και ίσως κάποτε αναδυθεί και εκπλήξει κάποιον άλλον πολύ μακριά. Για να ανακαλύψουμε έτσι πως σε μια άλλη διάσταση δεν κάναμε ούτε ένα βήμα και ταξιδεύουμε κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό μας.
Που να 'ναι τώρα; Δεν έχω ιδέα. Οι δρόμοι των ανθρώπων διασταυρώνονται κι ύστερα ξεμακραίνουν. Πώς να είναι; Θα τη γνωρίσω αν ποτέ τη συναντήσω; Δεν έχει σημασία. Κάποτε υπήρξε εκείνο το κορίτσι, πάντα θα είναι αυτή που κάποτε υπήρξε εκείνο το κορίτσι.
Μακάρι να ήξερε όμως πως στο σαθρό σεντούκι μου υπάρχει αυτή η εικόνα που την περιέχει. Και κάποτε ανασύρθηκε, έστω λειψή, με αγάπη.
Ίσως, τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, εντελώς ξαφνικά, στη μνήμη της γυναίκας που κάποτε ήταν αυτό το κορίτσι, αναδύεται εκείνο το απομεσήμερο. Ίσως προσπαθεί τώρα κι αυτή να ανασυνθέσει την εικόνα μου και, έστω κάπως θολά, το καταφέρνει. Και διαισθάνεται πως κι εγώ εκείνη τη στιγμή κάνω το ίδιο. Κι έτσι βρισκόμαστε ξανά μαζί και συμπληρώνουμε μαζί τις λεπτομέρειες που λείπουν και ξέρουμε τώρα πως, όσα χιλιόμετρα κι αν νομίζαμε πως έχουμε διανύσει σε αντίθετη κατεύθυνση, έχουμε μείνει εκεί, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι καθισμένα σε εκείνο το πεζούλι, για πάντα.
Μακρυά
ΑπάντησηΔιαγραφήΘάθελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει —
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.
Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.
Υπέροχο, Έφη. Ευχαριστώ...
Διαγραφήπολύ ωραίο
ΑπάντησηΔιαγραφήχαιρετισμούς ;)
Σε ευχαριστώ πολύ :)
Διαγραφή