"Τι θα κάνεις την Πρωτοχρονιά;"
"Έχω κανονίσει με κάτι φίλους".
Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, πλάι σε έναν ασημένιο δίσκο και σ' ένα κομπολόι από κεχριμπάρι, ήταν ακουμπισμένη η σκακιέρα. Αποδεκατισμένοι οι δυο στρατοί, μόνο με μερικούς στρατιώτες κι ένα άλογο γύρω απ' το βασιλιά του ο καθένας, στέκονταν ήρεμοι και αποφασισμένοι. Σε ένα άλλο τραπεζάκι, στη γωνία, ένα μπρούτζινο αμπαζούρ, με μπλε κρύσταλλο σε σχήμα κρίνου, έριχνε το θαμπό του φως και, σχηματίζοντας μακριές σκιές από τα πιόνια, πιότερο μπέρδευε παρά φώτιζε το πεδίο της μάχης.
Οι δυο άντρες που κάθονταν αντικριστά ήταν σκεφτικοί. Εδώ και ώρα είχαν σωπάσει. Ο πιο ηλικιωμένος, έβγαζε κάθε τόσο τα γυαλιά του, τα σκούπιζε με ένα λευκό πανάκι κι αφού τα επιθεωρούσε στο φως, τα ξαναφόραγε. Ήτανε η σειρά του να παίξει, όμως καθυστερούσε επίτηδες.
Μια κίνηση υπήρχε, την είχε δει εδώ και ώρα. Μια κίνηση και ματ… Εν τούτοις κοίταζε σιωπηλός τα πιόνια, και κάθε τόσο σκούπιζε και ξανασκούπιζε τα γυαλιά του.
Ο νέος απέναντί του ανυπομονούσε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του κι ύστερα επιθεώρησε αφηρημένα το δωμάτιο. Δίπλα στη λάμπα ήταν παραταγμένες μερικές φωτογραφίες. Άλλες χρωματιστές, άλλες ασπρόμαυρες, μερικές με ασημένια κορνίζα, οι περισσότερες απλά πιασμένες ανάμεσα σε δυο κομμάτια τζάμι. Οι πεθαμένοι πλάι στους ζωντανούς.
Τώρα οι πεθαμένοι είναι περισσότεροι από τους ζωντανούς, σκέφτηκε.
Τόσα χρόνια στριμωγμένα σε ένα μικρό κομμάτι γης, σε ένα δωμάτιο. Με τα καφεκίτρινα ίχνη του χρόνου πάνω στους τοίχους, τα βιβλία και τα αντικείμενα.
Ο χρόνος δεν περνάει, σκέφτηκε, μένει ακίνητος δίπλα και γύρω μας, διογκώνεται με κάθε μας ανάσα, τρέφεται από τις σάρκες μας. Μαζεύει αποσπάσματα ζωής στο σκονισμένο σεντούκι του, τα τυλίγει με τις ξεθωριασμένες κουρτίνες και τα κρύβει βαθιά κάτω από το παιδικό κρεβάτι.
Ο χρόνος κυλάει και χάνεται όταν κανένας δεν θυμάται. Αυτός θυμόταν. Και ο πατέρας; Αυτός, μόνο θυμόταν.
Κοίταξε το χαλί. Κάτω από τα πόδια τους κυλούσε σαν χρωματιστό ποτάμι. Άσπρο, κόκκινο και μαύρο, ξεφύτρωνε λίγο πιο κει, θα 'λεγες μέσα από τις μαρμάρινες γκρι πλάκες κι έφτανε ως το σβησμένο τζάκι όπου χανόταν πάλι απότομα. Κοιτούσε αφηρημένος τα σχέδια στο χαλί κι ονειρευόταν. Του ήταν αφόρητη η σιωπή. Όμως τι θα 'πρεπε να πει; Το μυαλό του είχε αδειάσει από λέξεις. Όσα δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους δεν θα μπορούσαν ποτέ πια να ειπωθούν. Ας κάνει την κίνηση επιτέλους, σκεφτόταν. Δεν μπορεί να μην την είδε.
Τον περιεργάστηκε κρυφά. Φαινόταν απορροφημένος από το παιχνίδι. Βαθιές ρυτίδες σχηματίζονταν ανάμεσα στα μάτια του. Πως να απλώσει το χέρι να βοηθήσει; Τώρα πια ήταν αργά.
Ήταν αργά, έπρεπε να είχε ήδη φύγει.
Ήταν αργά, έπρεπε να είχε ήδη φύγει.
Πόσο βαθιά ήταν τα νερά και ποιων πνιγμένων οι φιγούρες διαγράφονταν αχνά κάτω απ' τις πλέξεις και τους κόμπους; Πράσινα γλοιώδη φύκια αναδεύτηκαν και άσπρες, σαν χέρια κοριτσιού, ρίζες απλώθηκαν, σύρθηκαν στην όχθη και τυλίχτηκαν στα πόδια του ως τα γόνατα. Πάνω από το ποτάμι, ό,τι απέμενε από ένα αρχαίο γεφύρι στηριζόταν με τέσσερα ασταθή πόδια που τα έτρωγε υπομονετικά το ορμητικό νερό. Στις άσπρες και μαύρες πλάκες του κάποιες παράξενες φιγούρες στέκονταν ακίνητες και αφουγκράζονταν με φόβο τη βοή του ποταμού.
Τότε, το άκουσε ο γέρος. Το ρολόι στον τοίχο πίσω του ήταν. Τικ τακ, τικ τακ, χωρίς σταματημό. Ένα πελώριο έντομο καρφωμένο πίσω του. Ένας αλλόκοτος εσταυρωμένος με τα απαίσια τριχωτά του πόδια να σέρνονται στο σβέρκο και τους ώμους του. Κάνε την κίνηση επιτέλους, ψιθύριζε στο αυτί του. Πόσο θα το αναβάλλεις; Τι νόημα έχουν πέντε ή δέκα λεπτά παραπάνω;
Ναι, η κίνηση ήταν αναπότρεπτη κι έτσι θα τέλειωνε απότομα η παρτίδα. Μετά, τα βήματα στο διάδρομο, το άνοιγμα της πόρτας, και ο αμήχανος αποχαιρετισμός, λίγο πριν απλωθούν δυο χέρια και μια αγκαλιά ανοίξει.
Μόλις μπορέσω θα ξανάρθω, και τα λοιπά.
Είδε κι ο νέος το ρολόι. Ένα όρνιο είδε που ξαφνικά αποσπάστηκε από τον τοίχο κι όρμησε καταπάνω τους, με τις πελώριες φτερούγες του να τους σκεπάζουν.
Τινάχτηκε τρομαγμένος. Το ποτάμι φούσκωνε. Το ετοιμόρροπο γεφύρι πήγαινε κι ερχόταν, και ήταν πια αρκετή η - αδέξια; ηθελημένη; - βίαιη κίνηση ενός γιγάντιου ποδιού, που επιτέλους κατάφερε να απαλλαγεί από τις ρίζες που το τραβούσαν στο βυθό, για να αδειάσει η σκακιέρα από τα πιόνια που κύλησαν κακήν κακώς στο τραπεζάκι και βούτηξαν στο αφρισμένο χαλί.
Ψιθυρίζοντας αδέξιες συγγνώμες, ο νέος γονάτισε στο χαλί για να μαζέψει τα πνιγμένα πιόνια.
"Δεν είναι ανάγκη", του είπε ο γέρος και τον έπιασε απ' το χέρι. "Θα τα μαζέψω εγώ. Πήγαινε στη δουλειά σου".
Στο διάδρομο, εκεί χωρούσε, έστεκε το δεντράκι με τα λαμπάκια του αναμένα.
"Χρόνια πολλά".
"Χρόνια πολλά".
Τον παρακολούθησε από το παράθυρο να κατεβαίνει τα σκαλιά, να μπαίνει στο αυτοκίνητό του και να φεύγει. Γυρνώντας πίσω στο σαλόνι, σταμάτησε στην πόρτα. Δίπλα στο τραπεζάκι, είχε κατέβει τώρα το όρνιο. Το είδε. Γαντζωμένο στο χαλί με τα γαμψά του νύχια ανοιγόκλεινε τις φτερούγες του σκυφτό κι ετοιμαζόταν να ριχτεί στη λεία του. Έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε με τα κίτρινα μάτια του κι ύστερα έκρωξε απειλητικά.
Έσβησε το φως, έκλεισε την πόρτα κι έσυρε σιγά τα βήματά του ως το υπνοδωμάτιο. Δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω, μα ήταν σίγουρος πως τον ακολουθούσε.