Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΣΚΑΚΙ



"Τι θα κάνεις την Πρωτοχρονιά;"
"Έχω κανονίσει με κάτι φίλους".

Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, πλάι σε έναν ασημένιο δίσκο και σ' ένα κομπολόι από κεχριμπάρι, ήταν ακουμπισμένη η σκακιέρα. Αποδεκατισμένοι οι δυο στρατοί, μόνο με μερικούς στρατιώτες κι ένα άλογο γύρω απ' το βασιλιά του ο καθένας, στέκονταν ήρεμοι και αποφασισμένοι. Σε ένα άλλο τραπεζάκι, στη γωνία, ένα  μπρούτζινο αμπαζούρ, με μπλε κρύσταλλο σε σχήμα κρίνου, έριχνε το θαμπό του φως και, σχηματίζοντας μακριές σκιές από τα πιόνια, πιότερο μπέρδευε παρά φώτιζε το πεδίο της μάχης.

Οι δυο άντρες που κάθονταν αντικριστά ήταν σκεφτικοί. Εδώ και ώρα είχαν σωπάσει. Ο  πιο ηλικιωμένος, έβγαζε κάθε τόσο τα γυαλιά του, τα σκούπιζε με ένα λευκό πανάκι κι αφού τα επιθεωρούσε στο φως, τα ξαναφόραγε. Ήτανε η σειρά του να παίξει, όμως καθυστερούσε επίτηδες.
Μια κίνηση υπήρχε, την είχε δει εδώ και ώρα. Μια κίνηση και ματ… Εν τούτοις κοίταζε σιωπηλός τα πιόνια, και κάθε τόσο σκούπιζε και ξανασκούπιζε τα γυαλιά του.
Ο νέος απέναντί του ανυπομονούσε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του κι ύστερα επιθεώρησε αφηρημένα το δωμάτιο. Δίπλα στη λάμπα ήταν παραταγμένες μερικές φωτογραφίες. Άλλες χρωματιστές, άλλες ασπρόμαυρες, μερικές με ασημένια κορνίζα, οι περισσότερες απλά πιασμένες ανάμεσα σε δυο κομμάτια τζάμι. Οι πεθαμένοι πλάι στους ζωντανούς.
Τώρα οι πεθαμένοι είναι περισσότεροι από τους ζωντανούς, σκέφτηκε.

Τόσα χρόνια στριμωγμένα σε ένα μικρό κομμάτι γης, σε ένα δωμάτιο. Με τα καφεκίτρινα ίχνη του χρόνου πάνω στους τοίχους, τα βιβλία και τα αντικείμενα.
Ο χρόνος δεν περνάει, σκέφτηκε, μένει ακίνητος δίπλα και γύρω μας, διογκώνεται με κάθε μας ανάσα, τρέφεται από τις σάρκες μας. Μαζεύει αποσπάσματα ζωής στο σκονισμένο σεντούκι του, τα τυλίγει με τις ξεθωριασμένες κουρτίνες και τα κρύβει βαθιά κάτω από το παιδικό κρεβάτι.
Ο χρόνος κυλάει και χάνεται όταν κανένας δεν θυμάται. Αυτός θυμόταν. Και ο πατέρας; Αυτός, μόνο θυμόταν.

Κοίταξε το χαλί. Κάτω από τα πόδια τους κυλούσε σαν χρωματιστό ποτάμι. Άσπρο, κόκκινο και μαύρο, ξεφύτρωνε λίγο πιο κει, θα 'λεγες μέσα από τις μαρμάρινες γκρι πλάκες κι έφτανε ως το σβησμένο τζάκι όπου χανόταν πάλι απότομα. Κοιτούσε αφηρημένος τα σχέδια στο χαλί κι ονειρευόταν. Του ήταν αφόρητη η σιωπή. Όμως τι θα 'πρεπε να πει; Το μυαλό του είχε αδειάσει από λέξεις. Όσα δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους δεν θα  μπορούσαν ποτέ πια να ειπωθούν. Ας κάνει την κίνηση επιτέλους, σκεφτόταν. Δεν μπορεί να μην την είδε.

Τον περιεργάστηκε κρυφά. Φαινόταν απορροφημένος από το παιχνίδι. Βαθιές ρυτίδες σχηματίζονταν ανάμεσα στα μάτια του. Πως να απλώσει το χέρι να βοηθήσει; Τώρα πια ήταν αργά.
 Ήταν αργά, έπρεπε να είχε ήδη φύγει.

Πόσο βαθιά ήταν τα νερά και ποιων πνιγμένων οι φιγούρες διαγράφονταν αχνά κάτω απ' τις πλέξεις και τους κόμπους; Πράσινα γλοιώδη φύκια αναδεύτηκαν και άσπρες, σαν χέρια κοριτσιού, ρίζες απλώθηκαν, σύρθηκαν στην όχθη και τυλίχτηκαν στα πόδια του ως τα γόνατα. Πάνω από το ποτάμι, ό,τι απέμενε από ένα αρχαίο γεφύρι στηριζόταν με τέσσερα ασταθή πόδια που τα έτρωγε υπομονετικά το ορμητικό νερό. Στις άσπρες και μαύρες πλάκες του κάποιες παράξενες φιγούρες στέκονταν ακίνητες και αφουγκράζονταν με φόβο τη βοή του ποταμού.

Τότε, το άκουσε ο γέρος. Το ρολόι στον τοίχο πίσω του ήταν. Τικ τακ, τικ τακ, χωρίς σταματημό. Ένα πελώριο έντομο καρφωμένο πίσω του. Ένας αλλόκοτος εσταυρωμένος με τα απαίσια τριχωτά του πόδια να σέρνονται στο σβέρκο και τους ώμους του. Κάνε την κίνηση επιτέλους, ψιθύριζε στο αυτί του. Πόσο θα το αναβάλλεις; Τι νόημα έχουν πέντε ή δέκα λεπτά παραπάνω;
Ναι, η κίνηση ήταν αναπότρεπτη κι έτσι θα τέλειωνε απότομα η παρτίδα. Μετά, τα βήματα στο διάδρομο, το άνοιγμα της πόρτας, και ο αμήχανος αποχαιρετισμός, λίγο πριν απλωθούν δυο χέρια και μια αγκαλιά ανοίξει.

Μόλις μπορέσω θα ξανάρθω, και τα λοιπά.

Είδε κι ο νέος το ρολόι. Ένα όρνιο είδε που ξαφνικά αποσπάστηκε από τον τοίχο κι όρμησε καταπάνω τους, με τις πελώριες φτερούγες του να τους σκεπάζουν.
Τινάχτηκε τρομαγμένος. Το ποτάμι φούσκωνε. Το ετοιμόρροπο γεφύρι πήγαινε κι ερχόταν, και ήταν πια αρκετή η - αδέξια; ηθελημένη; - βίαιη κίνηση ενός γιγάντιου ποδιού, που επιτέλους κατάφερε να απαλλαγεί από τις ρίζες που το τραβούσαν στο βυθό, για να αδειάσει η σκακιέρα από τα πιόνια που κύλησαν κακήν κακώς στο τραπεζάκι και βούτηξαν στο αφρισμένο χαλί.

Ψιθυρίζοντας αδέξιες συγγνώμες, ο νέος γονάτισε στο χαλί για να μαζέψει τα πνιγμένα πιόνια.
"Δεν είναι ανάγκη", του είπε ο γέρος και τον έπιασε απ' το χέρι. "Θα τα μαζέψω εγώ. Πήγαινε στη δουλειά σου".
Στο διάδρομο, εκεί χωρούσε, έστεκε το δεντράκι με τα λαμπάκια του αναμένα.

"Χρόνια πολλά".
"Χρόνια πολλά".

Τον παρακολούθησε από το παράθυρο να κατεβαίνει τα σκαλιά, να μπαίνει στο αυτοκίνητό του και να φεύγει. Γυρνώντας πίσω στο σαλόνι, σταμάτησε στην πόρτα. Δίπλα στο τραπεζάκι, είχε κατέβει τώρα το όρνιο. Το είδε. Γαντζωμένο στο χαλί με τα γαμψά του νύχια ανοιγόκλεινε τις φτερούγες του σκυφτό κι ετοιμαζόταν να ριχτεί στη λεία του. Έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε με τα κίτρινα μάτια του κι ύστερα έκρωξε απειλητικά.

Έσβησε το φως, έκλεισε την πόρτα κι έσυρε σιγά τα βήματά του ως το υπνοδωμάτιο. Δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω, μα ήταν σίγουρος πως τον ακολουθούσε.


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

FAST TRACK


Μπούκαραν στο σπίτι του σπάζοντας την πόρτα.
"Όλα θα γίνουν γρήγορα. Ούτε που θα νοιώσετε τίποτα".
Τον έβγαλαν έξω και τον έγδυσαν.
Η νοσοκόμα χαμογέλασε ενθαρρυντικά καθώς του έδενε τα χέρια και τα πόδια.
"Δεν χρειάζεται αναισθητικό. Δεν θα χασομερήσουμε".
Ο αρχιχειρούργος ήταν πιο αυστηρός.
"Δεν έχει νόημα να παριστάνετε τον υγιή. Τα ψέμματα τελείωσαν".
Τον είχαν ξαπλώσει κατάχαμα. Γυάλιζαν τα εργαλεία τους στον ήλιο. Τα μυρμήγκια περπατούσαν πάνω του.
"Θα σε κάνουμε καλά".
Έπιασαν γρήγορα δουλειά. Έκοβαν κι έραβαν. Έβγαζαν και πετούσαν.
Στην αρχή πονούσε, όσο περνούσε όμως η ώρα το συνήθιζε. Μόνο κάπως στενάχωρα ένοιωθε.
"Έχουμε αργήσει", είπε ο αρχιχειρούργος. "Το μέλλον έρχεται". Κι έδειξε εκεί που έδυε ο ήλιος και σκοτείνιαζε.
Ήταν επιμελείς και αφοσιωμένοι στο έργο τους, αυτό το παραδέχτηκε. Κανένας δισταγμός, καμιά ολιγωρία. Δούλευαν σαν σκυλιά, δεν σήκωναν κεφάλι.
Και τακτικοί. Όλα τα τακτοποιούσαν όμορφα σε σωρούς. Μπόρεσε να κοιτάξει με την άκρη του ματιού του στα δεξιά.
Εκεί, σε μια μεριά είχαν σωριάσει όλες τις αμμουδιές του, και δίπλα τους λαγκάδια, μονοπάτια, δάση, ποτάμια, βροχές και σύννεφα. Κάποιος τα ψέκασε με απολυμαντικό. Ήρθανε γκρέιντερ και μπουλντόζες, σκάψανε ένα λάκκο και τα έχωσαν όλα μέσα, κι απάνω ρίξανε ασβέστη κι ύστερα τσιμέντο.
Έβγαζαν κι έβγαζαν, δεν είχε τελειωμό. Απόρησε κι ο ίδιος πως χώραγαν μέσα του όλα αυτά. "Είναι το λίπος", του είπε η νοσοκόμα, "τόσο καιρό σε βασανίζει, πρέπει να το κάψουμε".
Ένας σωρός οι μέρες του, άλλος οι νύχτες. Κι ένας ξεχωριστός με μικροπράγματα. Τα μηχανήματα δεν πρόφταιναν να σκάβουν. Έστησαν μια φωτιά μεγάλη, φώτισε ο τόπος και γύρω της χόρευαν οι τρεις γιατροί κι οι νοσοκόμες. Κι έριξαν μέσα κι έκαψαν κούτες με βιβλία, τετράδια, φωτογραφίες, επιστολές, ημερολόγια, κασέτες. Κουβάδες ξέχειλους με αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα και γέλια.
Ένας γραβατωμένος τα καταχωρούσε όλα επιμελώς σε ένα τεφτέρι.
Ύστερα του άνοιξαν το στόμα κι έβαλαν μέσα ένα τσιγγέλι κι έβγαλαν άγριες λέξεις και τις έχωσαν σε ένα σακί και το έδεσαν σφιχτά για να μη φύγουν. Μαζί με αυτές τράβηξαν κάποιες άναρθρες κραυγές. Δεν τους άρεσαν, τις ξανάριξαν μέσα του και τις στούμπωσαν με μπαμπάκι.
"Κάπου εδώ θα είναι", μονολογούσε ο αρχιχειρούργος κι έψαχνε σκάβοντας.
Τράβηξε από μέσα του ένα πλάσμα μέσα στα αίματα και τις βλέννες. Το πήραν και το ξέπλυναν με τη μάνικα μα δεν το αναγνώρισε. Το αμόλησαν, κι αυτό έφυγε μακριά, ξεθώριασε κι έσβησε στον ορίζοντα.
Όλα ξεθώριαζαν.
"Τον χάνουμε", φώναξε η νοσοκόμα κι έτρεξαν όλοι πάνω του κι ο νοσοκόμος του 'χωσε δυο ηλεκτρόδια στα αυτιά και γύρισε τέρμα τον διακόπτη.
"Δεν πρέπει να μας φύγει πριν τελειώσουμε", άκουσε που είπε κάποιος, "η δουλειά πρέπει να γίνει".
Εκτίμησε το ζήλο τους. Για το καλό του δούλευαν.
"Σύσκεψη!" φώναξε τότε ο αρχιχειρούργος. Κι έκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν πια να ξεδιαλέγουν, τους πίεζε ο χρόνος, όλον τον είχε καταλάβει η αρρώστεια, ήταν ολόκληρος μια κακοήθεια.
Κι έβγαζαν, έβγαζαν χωρίς σταματημό, ώσπου τίποτα δεν άφησαν κι έμεινε τόσο άδειος που δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Με το βραδάκι είχαν τελειώσει.
"Είσασταν υποδειγματικός ασθενής", του χαμογέλασε η νοσοκόμα. Συγχάρηκαν ο ένας τον άλλο, καθάρισαν τον τόπο κι έφυγαν.
Όταν κατάφερε να λύσει το ένα χέρι του έχωσε ένα δάχτυλο μέσα στο λαιμό του και ξέρασε τις λίγες λέξεις που είχαν ξεμείνει. Κι όταν ελευθερώθηκε εντελώς, ξένοιαστος και ανάλαφρος σαν αεράκι, πέταξε κι αιωρήθηκε πάνω από την πόλη. Ήταν πανέμορφη έτσι όπως φέγγιζαν μέσα στο σκοτάδι εδώ κι εκεί οι φωτιές. Μα αυτός δεν έβλεπε ούτε ένιωθε πια τίποτα.


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΖΕΣΤΗ


Κρυώνει, ξύλιασαν τα δάχτυλα, δύσκολα γράφει. Μα αυτό αντέχεται, θα πει, θα ρίξει μια κουβέρτα πάνω του, ύστερα ίσως άλλη μια, θα το ρυθμίσει. Όπως πέρασε ο περσινός έτσι θα φύγει και ο φετεινός χειμώνας. Μα ο άλλος θερμοστάτης ρέταρε, ο εσωτερικός, αυτός που ρυθμίζει τί αέρηδες φυσάνε στο μυαλό του και τον καιρό που κάνει στην ψυχή του και νιώθει κιόλας κρυάδες να ψαχουλεύουν με παγωμένα δάκτυλα το μέσα του καθώς φορούν το σώμα του σαν γάντι. Δεν έχει ζέστη εδώ, δεν έχει θαλπωρή κι ας πέσουνε λεφτά από τα σύννεφα κι ας κάψουν τα καλοριφέρ στο φουλ. Πάει απορρυθμίστηκε ο θερμοστάτης κι ίσα που ξεροβήχει το παλιομηχάνημα μαύρους καπνούς στα υπόγεια παλεύοντας να ξανάρθει στα ίσα του και φτύνει μόνο θολές εικόνες ζέστης. Προϊόντα ατελούς καύσης νοθευμένων από την πολυκαιρία καυσίμων.
Ζέστη σε καφενεία, αποχαυνωτική. Με την ξυλόσομπα να καίει αχόρταγη στη μέση. Με τα τζάμια αρκετά θαμπά από τους ατμούς για να μη βλέπει ούτε τη δικιά του εικόνα ούτε τον έξω κόσμο που πορεύεται με ομπρέλες στα τυφλά σε γλιστερά πεζοδρόμια. Στο καφενείο ενός χωριού όπου οι αιωνόβιοι παίζουν πρέφα λιγομίλητοι και οι ρακές ανάβουν δυνατές φωτιές στα σπλάχνα του. Ίσως σε καφενείο επαρχιακού σταθμού των ΚΤΕΛ, όπου περιμένει το λεωφορείο κι εύχεται να καθυστερήσει λίγο ακόμα ή να μη φτάσει ποτέ, ώστε να μείνει πάντα εκεί να περιμένει, στη ζέστη. Σε καφενεία λιμανιών μπροστά σε μια ερημική αποβάθρα περιμένοντας το πλοίο που θα έρθει μέσα από τη βροχή ειδικά για αυτόν, μόνο για αυτόν, για να τον πάρει και να πάει να τον αδειάσει πάλι εκεί από όπου μερικές μέρες πριν ξεκίνησε
Ζέστη, νύχτα στο θάλαμο όπου είναι ο μόνος ξύπνιος. Καθισμένος στο κρεβάτι κοιτάει απορημένος στα χέρια του τα κορδόνια από τα άρβυλα καθώς τινάζει τα όνειρα από πάνω του, όπως τινάζει το χιόνι από το αδιάβροχο, αναποφάσιστος για μια στιγμή αν μόλις γύρισε από τη σκοπιά ή αν τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα τον ρουφήξει το σκοτάδι
Σε παγωμένα σπίτια ακόμα, κι ας μπάζουν σφυρίζοντας οι χαραμάδες, κάτω από τις κουβέρτες, κι ας λέει μη μ' αγγίζεις, τα χέρια σου είναι κρύα, θα ζεσταθούν στο σώμα της και τα δικά της στο δικό σου, η πιο γλυκιά ζέστη από όλες
Ζέστη σε σπίτια πάνω στο βουνό, έξω λυσσομανάει, με αναμένο τζάκι όλη νύχτα, μπουκάλια άδεια, τασάκια γεμάτα, μασημένες κασέτες, ιστορίες μισοτελειωμένες
Ζέστη σε λεωφορεία, με το κεφάλι γερμένο στον διπλανό ώμο, στην εθνική άγνωστων χιλιομέτρων με λαϊκά τραγούδια, πουρνάρια, τρόχαλους, τρύπιες πινακίδες, γκρεμούς και εικονοστάσια
Ζέστη σε θάλαμους νοσοκομείων ξενυχτώντας άγρυπνος σε μια καρέκλα πάνω από ένα παιδί που του σφίγγει το χέρι ή δίπλα σε μια γριά κοιτώντας τους ορούς να στάζουν παράταση αποστειρωμένης ζωής
Σε αίθουσες συναυλιών και μπαρ όπου η κάπνα των τσιγάρων και η θολούρα του αλκοόλ κατατροπώνει την ομίχλη έξω στο δρόμο
Σε εκκλησίες ακόμα
Σε κινηματογράφους
Πιο πίσω ακόμα. Ζέστη γύρω από ένα μαγκάλι, με τα χρυσόχαρτα απλωμένα πάνω του όμορφα, όλη η φαμίλια μαζεμένη, οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, ποιος νοιάζεται για τις χιονίστρες όταν μέσα στη στάχτη σιγοψήνονται τα κάστανα
Αυτή τη ζέστη θέλει να θυμάται περισσότερο από όλες, αυτή δεν θέλει να ξεχάσει. Κι ας του παγώνει τώρα την καρδιά χειρότερα κι από τον πιο βαρύ χειμώνα, γιατί μόλις βρεθεί εκεί και πιάσει τη μασιά στο χέρι, ένα κοριτσάκι έρχεται να καθίσει δίπλα του και τον κοιτάει στα μάτια και τον αγγίζει κι είναι τα χεράκια του φτιαγμένα από πάγο. Κι ο θερμοστάτης τότε γίνεται κομμάτια.
Αυτή τη ζέστη θέλει να θυμάται. Κι αυτό το κοριτσάκι.