Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΦΑΨΙΑΣ



Τα χρόνια εκείνα, κανείς από την τσογλανοπαρέα μας δεν είχε τηλεόραση στο σπίτι του. Φτωχαδάκια ήμασταν όλοι και οι τηλεοράσεις ήταν ακόμα πολυτέλεια στη Χώρα. Έτσι όταν θέλαμε να δούμε κανένα ντέρμπι ή κάποιο άλλο σπουδαίο γεγονός, όπως, ας πούμε, τότε που κατέβηκαν οι Αμερικάνοι στο φεγγάρι, παίρναμε τους δρόμους ώσπου να βρούμε ένα μαγαζί με ηλεκτρικά και τηλεοράσεις. Την αράζαμε μπρος στη βιτρίνα, εμείς κι άλλοι πολλοί φτωχομπινέδες, μικροί μεγάλοι, κι ήμασταν μια χαρά. Ώσπου ένιωθε κάποιος από εμάς το χέρι αυτού του τύπου να τον πασπατεύει κι άλλαζε θέση. Κι όλοι οι πιτσιρικάδες αρχίζαμε σιγά σιγά να αλλάζουμε θέσεις και πηγαινοερχόμασταν προσπαθώντας από τη μια να δούμε τον αγώνα κι από την άλλη να αποφύγουμε τις θωπείες του, ώσπου οι πιο μεγάλοι, εκνευρισμένοι, μας έδιωχναν βρίζοντας και φεύγαμε για άλλη βιτρίνα.

Ο τύπος ήτανε φυσιογνωμία, ήτανε πανταχού παρών. Δεν του ξεφεύγαμε με τίποτα. Συνέχεια τον βρίσκαμε μπροστά μας ή μάλλον πίσω μας, να απλώνει επιδέξια τα χέρια του, ανάλαφρα σαν πεταλούδες.
Όταν κατεβαίναμε στο Γκρεμό ή ανηφορίζαμε στο Λόφο να κυνηγήσουμε με τις σφεντόνες μας πουλάκιακαι να χαζέψουμε τις καπότες στις πευκοβελόνες, εμφανιζότανε κι αυτός πίσω από ένα δέντρο. Μας έδειχνε ένα φανταστικό πουλί στα πιο ψηλά κλαριά με το ένα χέρι και με το άλλο μας έσπρωχνε απαλά, δήθεν για να βρεθούμε στην κατάλληλη θέση για να το πετύχουμε.
Όταν χωνόμασταν κλεφτά στο Φρούριο να περιπλανηθούμε στα μπουντρούμια, βρισκότανε κι αυτός εκεί. Ερχόταν δίπλα μας στις πολεμίστρες και μας έδειχνε ένα καράβι στον ορίζοντα. Όσο εμείς δεν το βλέπαμε, τόσο αυτός επέμενε. Πάντα υπήρχε ο αφελής που στύλωνε πεισματικά τα μάτια, καμιά φορά νόμιζε πως το ‘βλεπε κιόλας το καράβι, μέχρι που καταλάβαινε πως του 'πιαναν τον κώλο κι έφευγε τρέχοντας, ούτε καράβι ούτε τίποτα.
Στο γήπεδο, δίπλα στον Τάφο του Συγγραφέα, στηνόμασταν μπροστά στην είσοδο κι εκλιπαρούσαμε εν χορώ “Θείο, θα με βάλεις;” γιατί όποιος είχε εισιτήριο είχε το δικαίωμα να βάλει κι ένα μικρό μαζί του. Εμφανιζότανε κι αυτός με εισιτήριο κι όσο μας προσκαλούσε έναν έναν, τόσο εμείς αίφνης σωπαίναμε και γυρνάγαμε αλλού λες και μας κόπηκε απότομα η επιθυμία να δούμε αγώνα.

Όταν πια μεγαλώσαμε λιγάκι και δεν ντρεπόμασταν, αρχίσαμε να του αγριεύουμε. Στην αρχή μόνο φραστικά, μόλις πήγαινε να κάνει καμιά απρεπή χειρονομία, ύστερα τον παίρναμε στο ψιλό μόλις τον βλέπαμε από μακριά ή του πετούσαμε και καμιά πέτρα. Κάποτε μάλιστα ένας μας τον πέτυχε κατακέφαλα και τον μάτωσε μα αυτός δεν γκρίνιαξε, μόνο έφυγε σκυφτός κι αμίλητος.
Κάποια στιγμή εξαφανίστηκε. Ίσως να βρήκε άλλες παρέες με άλλα στέκια. Πάντως, η αλήθεια είναι πως δεν έκανε κακό σε κανένα, κι ούτε κανείς μας πούστεψε, εξ αιτίας του, απ' όσο ξέρω.

Μετά από χρόνια, τον πέτυχα ξανά. Σε μιαν αλάνα όπου κάτι πιτσιρίκια παίζανε ποδόσφαιρο, τον είδα, γερασμένο πια, καθισμένο σε ένα παγκάκι, να παρακολουθεί τον αγώνα, στηρίζοντας το κεφάλι στο μπαστούνι του. Κάποια στιγμή η μπάλα κύλισε στα πόδια του. Έσκυψε με κόπο και την έπιασε μα δεν την πέταξε πίσω. Περίμενε ώσπου να έλθει ένα παιδί και του την έδωσε στα χέρια. Το ένα του χέρι τρέμοντας απλώθηκε να αγγίξει μα έπιασε τον αέρα καθώς ο μάγκας, ψυλλιασμένος ίσως, το 'σκασε στα γρήγορα. Σηκώθηκε τότε ο γέρος κι έφυγε αργά σέρνοντας τα πόδια του.   

Προχθές κάλεσα σπίτι την παλιοπαρέα, όπως κάνω κάθε τόσο. Ήτανε όλοι τους εκεί. Ο Γιάννης που τον βρήκανε νεκρό από ηρωίνη σ' ένα πεζοδρόμιο, ο Μήτσος που σκοτώθηκε με τη μηχανή του κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού, ο Νίκος που έφυγε Αμερική για να δουλέψει στο βενζινάδικο ενός θείου του και χάθηκε, κι όλοι οι υπόλοιποι, ζωντανοί ή πεθαμένοι δεν το ξέρω. Φάγαμε κι ήπιαμε, καπνίσαμε και τα τσιγάρα μας. Ύστερα έκανα μια πρόποση για τον εφαψία κι έβγαλα ένα λογύδριο. Μίλησα με θέρμη για το ταλέντο του, για τη μοναδική αφοσίωση κι επιμονή στο πάθος του, για την προσήλωση στο έργο του και, εν τέλει, την αυτοθυσία του που μόνο σε ήρωες και άγιους συναντάμε. Είπα πως έπρεπε να τον τιμήσουμε.
Η ανταπόκριση ήταν συγκινητική. Μέσα σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ο Γιάννης πρότεινε να τον ανακηρύξουμε Άγιο. Ο Νίκος, πάντα υπερβολικός, υπερθεμάτισε υποστηρίζοντας πως είχε διακρίνει στις παλάμες του σημάδια από καρφιά κι ότι ίσως οι θωπείες του τον ανακούφιζαν από τον πόνο. Τελικά επικράτησε η μετριοπάθεια, αφού αναλογιστήκαμε και τις πιθανές αντιδράσεις της Εκκλησίας. Έτσι, ομόφωνα, του απονεμήθηκε ο τίτλος του Μεγάλου. Να πάνε να γαμηθούν οι ιστορικοί, είπαμε, αυτοί δεν ξέρουνε που παν' τα τέσσερα.
Στρίψαμε ακόμα ένα τσιγάρο κι ύστερα, με ξαλαφρωμένη την καρδιά μας, αποχαιρετιστήκαμε.


Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

ΣΕΜΝΟΙ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ


"Να είστε σεμνοί και ταπεινοί όταν μου μιλάτε"
λέει
το αφεντικό στους εργάτες, ο προϊστάμενος στους υπάλληλους, ο λοχίας στους φαντάρους, ο μπάτσος στους διαδηλωτές, ο τραπεζίτης στους χρεωμένους, ο φασίστας στους μετανάστες, ο δικαστής στους κατηγορούμενους, ο δεσμοφύλακας στους κατάδικους, ο λύκος στα πρόβατα,
ο δυνατός, ο ιδιοκτήτης, το λαμόγιο, ο νταβατζής
"να είστε σεμνοί και ταπεινοί όταν μου μιλάτε"
μπορεί και λέει
ο κάθε τζουτζές, το κάθε τίποτα, το κάθε ψώνιο, η κάθε εξουσία
"να είστε σεμνοί και ταπεινοί όταν μου μιλάτε"
μπορεί και λέει
ακόμα
ο βουλευτής
με το μαύρο γυαλί
και το σακάκι του ριγμένο ανέμελα στον ώμο
χασκογελώντας.


Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Η ΑΒΥΣΣΟΣ



 
Στην αρχή ήταν μια αδιόρατη ρωγμή που παρατήρησα εντελώς τυχαία, όταν ένα κέρμα κύλισε από την τσέπη μου κι εξαφανίστηκε. Έσκυψα να το ψάξω και την είδα. Δεν ανησύχησα τότε. Όμως σταδιακά η ρωγμή διευρύνθηκε κι έφτασε τώρα να είναι ένας απότομος γκρεμός που η απέναντι πλευρά όλο ξεμακραίνει κι ο πάτος του δεν φαίνεται.

Έχω χάσει πολλά πράγματα εκεί μέσα· όσα αγαπούσα πιο πολύ, όσα χρειαζόμουν, πάνε, τα ρούφηξε το ανήλιο βάραθρο. Γιατί όσο περνούν τα χρόνια, η αφηρημάδα μου αυξάνεται και τα χέρια μου δεν σφίγγουν τόσο δυνατά όπως πρώτα, με την αποφασιστικότητα που απαιτούν οι περιστάσεις.
    Το έχω πάρει απόφαση: όσα έπεσαν εκεί, καμιά ελπίδα δεν έχω να τα ξαναβρώ, αν και συχνά νομίζω πως τ’ ακούω να βαριανασαίνουν. Άλλοτε πάλι φτάνουν αχνοί ψίθυροι στ’ αυτιά μου. Να είναι άραγε ακόμα ζωντανά; Καμιά φορά σκύβω και αφήνω μια κραυγή μα, αντί ν’ ακούσω απάντηση ή την ηχώ της να ανεβαίνει ανάλαφρη, σβήνει και χάνεται στα βάθη, λες κι ένα βάρος την τραβάει.

Η πόρτα του σπιτιού μου ανοίγει κατευθείαν στον γκρεμό. Αυτό καθιστά ριψοκίνδυνη κάθε απόπειρα εξόδου. Όμως ενίοτε υπάρχουν εργασίες που δεν σηκώνουν αναβολή. Έτσι αναγκάζομαι να ξεπερνώ τους ενδοιασμούς μου. Φοράω στην πλάτη τις χάρτινες φτερούγες που έφτιαξα μονάχος μου, ειδικά για την περίσταση, από παλιά βιβλία, τετράδια και χάρτες, κλείνω τα μάτια και πηδάω. Στην αρχή πέφτω κατακόρυφα, περνώντας ξυστά από τα κοφτερά βράχια, μετά η πτώση επιβραδύνεται και σύντομα ανακτώ ύψος, κάνω δυο-τρεις κύκλους πάνω απ’ τον γκρεμό σαν όρνιο και πετάω μακριά.
    Είναι ωραίο έτσι το τοπίο. Αυτή η απειλητική ρωγμή δίνει έναν άλλο τόνο, που μ’ αρέσει. Συχνά παίρνω τον καφέ και τα τσιγάρα μου και κάθομαι στο χείλος του γκρεμού με τα πόδια μου να αιωρούνται στο κενό. Κοιτάω τη μαυρίλα κάτω επίμονα και δεν φοβάμαι τίποτα. Γιατί ένα πράγμα έχω μάθει τόσα χρόνια: όταν κοιτάς για πολύ την άβυσσο, τότε η άβυσσος στρέφει αλλού το βλέμμα της.


Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

ΟΥΤΟΠΙΑ


Ο αέρας μύριζε ακόμα χημικά. Ανέβηκα τα σκαλιά του Συντάγματος ανοίγοντας δύσκολα δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Πίσω από τις μάσκες και τα άσπρα από το μαλόξ πρόσωπα οι ξαγρυπνισμένοι άνθρωποι χαμογελούσαν. Από τα παράθυρα της Βουλής οι πολιορκημένοι αστυνομικοί κοιτούσαν έντρομοι. Πήρα την Πανεπιστημίου και κατέβηκα μέχρι την πλατεία Ταξίμ. Εκεί οι Τούρκοι σύντροφοι είχαν στήσει γλέντι. Χόρευαν χαρούμενοι γύρω από τις φωτιές και τραγουδούσαν. Μια ομάδα Πορτογάλων μπήκε στην πλατεία φωνάζοντας συνθήματα και αγκαλιάστηκαν με τους Τούρκους. Έφυγα από εκεί παρέα με κάτι χαροκόπους Βέλγους. Ανέβηκα από τη Σταδίου κι έστριψα στη Μεγάλη Οδό. Στο σημείο που συναντά την Πουέρτα ντελ Σολ, ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο, οι Ισπανοί, αποκαμωμένοι από τη μάχη, είχαν γείρει να ξεκουραστούν. Μαύρες και κόκκινες σημαίες ανέμιζαν. Κάποιος φώναξε πως οι Ιταλοί χρειάζονται βοήθεια και χιλιάδες κόσμος έτρεξε κι ανέβηκε τη Σόλωνος. Πήγα μαζί τους. Στην Πιάτσα Σάντι Απόστολι μερικοί αστυνομικοί πρόβαλαν την τελευταία αντίσταση. Σύντομα, περικυκλωμένοι από Ιρλανδούς, Γερμανούς και Άγγλους αγωνιστές πέταξαν τις ασπίδες και τα ρόπαλα και παραδόθηκαν. Ξαναγύρισα στο Σύνταγμα, πήρα τη Φιλελλήνων και βρέθηκα στην Πλατεία Βαστίλης όπου οι Γάλλοι ζητωκραύγαζαν σκαρφαλωμένοι στα οδοφράγματα. Κοίταξα γύρω μου. Οι άνθρωποι, νικητές, άφηναν τα μετερίζια τους και έσμιγαν με τους άλλους. Όλες οι γλώσσες, όλες οι εθνικότητες συγχέονταν. Όλες οι ηλικίες. Το πλήθος με παρέσυρε κι ανέβηκα τη σκάλα. Εκεί, από την ταράτσα του σπιτιού μου φαίνονταν οι πλατείες όλου του κόσμου να λάμπουν από τις φωτιές. Ο αέρας έπαιρνε μακριά το σύννεφο από τα δακρυγόνα. Ξημέρωνε μια καινούργια μέρα.