Σάββατο 20 Απριλίου 2013

ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ


Μια φωτογραφία αρκεί, μια καρτ ποστάλ ασπρόμαυρη, για να αρχίσει η νοσταλγία να γυρνά τα σκουριασμένα γρανάζια της χρονομηχανής της.
Στον Κούλε έκανα τα πρώτα μου τσιγάρα. Από τις πολεμίστρες του κοίταζα ώρες ατέλειωτες τα καράβια να έρχονται και να φεύγουν. Κολύμπησα παιδί στα βρώμικα νερά του λιμανιού κι επέζησα.
Η θάλασσα που απλωνόταν μπροστά μου ήταν ένας δρόμος που ήξερα ότι κάποτε θα πάρω. Ανυπομονούσα. Κι όταν ήρθε η μέρα που ανέβηκα, μαζί με λίγους φίλους, σε εκείνο το καράβι που θα με έπαιρνε μακριά, θυμάμαι ακόμα το συναίσθημα: ένιωθα έτοιμος να κατακτήσω όλο τον κόσμο.
Τίποτα δεν κατάκτησα. Τα άφησα όλα μισά. Κι αν στέριωσα εδώ, η ψυχή μου δεν στέριωσε, δεν έχει αναπαμό. Θα είμαι πάντα ένας μέτοικος.
Τώρα όποτε κοιτάω τη θάλασσα δεν βλέπω δρόμο, βλέπω έναν αγεφύρωτο γκρεμό. Είμαι κάποιος που έκλεισε την πόρτα του σπιτιού του κι έφυγε ξεχνώντας μέσα τα κλειδιά.
Υπάρχουν τριών ειδών καράβια. Αυτά που παίρνεις για να φύγεις, αυτά που παίρνεις για να γυρίσεις κι αυτά που δεν θα πάρεις ποτέ.


Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ



Άργησε να με πάρει κι είχα ανησυχήσει. Άραγε της συνέβη τίποτα; σκεφτόμουν. Να είναι όλοι καλά στην οικογένειά της; Μια και δεν ξέρω τίποτα για αυτήν, περνούσαν χίλια δυο από το μυαλό μου. Κάποιο ατύχημα, μια αρρώστια, πολλά μπορούν να συμβούν.
Προσπαθώ να μαντέψω από τη φωνή της την εμφάνισή της. Πρέπει να είναι όμορφη. Φοράει άσπρο πουκάμισο και τζιν. Μαύρα εσώρουχα. Μαλλιά καστανά, σπαστά, μάτια βαμμένα. Μάλλον μικροκαμωμένη. Σκουλαρίκια. Καπνίζει κρυφά στις τουαλέτες. Πίνει καφέ με γάλα. Γελάει δυνατά.
Κάθε φορά που μιλάμε, η συνομιλία μας τελειώνει απότομα, με την υπόσχεση όμως ότι θα με ξαναπάρει. Πάντα τηρεί την υπόσχεσή της. Εγώ θα ήθελα όμως να μιλούσαμε λίγο ακόμα. Να τη ρωτήσω πάλι πως τη λένε, γιατί όλο το ξεχνάω. Κι επίσης τί μουσική της αρέσει, τί διαβάζει, αν πάει σινεμά ή θέατρο, αν είναι ερωτευμένη. Αν έχει κάποιον να την παίρνει τακτικά τηλέφωνο όπως αυτή, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε. Για τους έρωτές της, τα όνειρά της. Πράγματα που θα έπρεπε να λένε οι κανονικοί άνθρωποι όταν μιλάνε. Αντί για αυτό σωπαίνω κι όταν αυτή γίνεται αυστηρή γιατί, όπως μου λέει, είμαι ασυνεπής, ψελλίζω δικαιολογίες κι υπόσχομαι πως θα επανορθώσω.
Η φωνή της είναι πάντα ήρεμη, σχεδόν τρυφερή. Αν και προς το τέλος της συνομιλίας μας κάπως σκληραίνει. Σαν να έχει κουραστεί και θέλει να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Μιλάει και νιώθω πως οι σκέψεις της τρέχουν αλλού. "Δεν περνάει η ώρα, κρύωσε ο καφές, τι θα φάμε το μεσημέρι, πρέπει να πάρω εκείνα τα παπούτσια". Ίσως κοιτάει εμπρός της τα κατάστιχα και τραβάει μια γραμμή με το στυλό και με διαγράφει από κάποια λίστα, βαριεστημένα, εξετάζοντας ήδη μηχανικά το επόμενο όνομα. Αυτό με κάνει να αμφιβάλλω αν θα ήταν σκόπιμο να της ζητήσω να τα πούμε από κοντά κάποια στιγμή, να γνωριστούμε καλύτερα.
Σήμερα με πήρε ξανά τηλέφωνο. Μου λέει πάντα το όνομά της μα δεν το συγκρατώ. Κόβονται τα πόδια μου όταν ακούω τη φωνή της. Κι αυτή υποκρίνεται πως δεν με ξέρει και με ρωτάει όνομα κι επώνυμο κι ύστερα το όνομα του πατέρα μου. Παίρνω από την Τράπεζα, μου λέει, και η συνομιλία μας καταγράφεται. Έχετε κάποιες ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Θα ήθελα να τη ρωτήσω αν της αρέσει αυτό που κάνει. Αν το μικρό κορίτσι που ήταν κάποτε είχε φανταστεί ποτέ πως θα έκανε, όταν μεγαλώσει, μια δουλειά σαν τη δική της. Αν έχει εξοφλήσει όλες τις οφειλές της σ' αυτό το κορίτσι και κοιμάται ήρεμη τις νύχτες ή την ξυπνάει συχνά το κουδούνισμα ενός γιγάντιου τηλέφωνου και μια παιδική φωνή στοιχειώνει τον ύπνο της.


Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΟΙ ΑΚΡΙΔΕΣ



Τον βγάλαμε κι αυτόν τον δύσκολο χειμώνα, αγαπητοί μου φίλοι. Ήρθε επιτέλους η άνοιξη. Τη νοιώθω να σκιρτάει μέσα μου, τη βλέπω γύρω μου. Στον κήπο ανθίζουν όλα τα φυτά. Οι αγγελικές, οι δάφνες, τα σκυλάκια. Λουλούδια ξεμυτίζουν από παντού. Τα γιασεμιά, που έχουν σκαρφαλώσει ως το μπαλκόνι, τεντώνονται να φτάσουν στην ταράτσα. Η γλυσίνα αγκαλιάζει τρυφερά τη μελία που ξύπνησε από τη χειμερία νάρκη. Η τριανταφυλλιά, που είχε ξεραθεί, πέταξε ένα καινούργιο πράσινο βλαστό και πάνω του τρυφερά φυλλαράκια ξεδιπλώνονται δειλά δειλά. Οι νεραντζιές, όταν φυσάει το αεράκι, σκεπάζουν το πεζοδρόμιο με ένα στρώμα άσπρα πέταλα. Η μυρωδιά σε πλαντάζει. Πεταλούδες, άλλες με κίτρινα φτερά και άλλες με κοκκινόμαυρα, πετούν από λουλούδι σε λουλούδι. Το βουητό από τις μέλισσες ηχεί στα αυτιά μου σαν θεία μουσική.

Είναι ωραία η άνοιξη. Ευλογημένη. Θα ήταν πιο ωραία αν δεν υπήρχαν οι γαμημένες οι ακρίδες.
Οι ακρίδες ξεπροβάλλουν από παντού. Είναι πολλές, μιλιούνια. Τινάζω τα κλαριά και σκοτεινιάζει ο ήλιος. Είναι απαίσιες. Είναι αδηφάγες. Μασούν τα φυλλαράκια μόλις ξεπροβάλλουν. Τίποτα δεν αφήνουν πίσω τους. Τα ρημάζουν όλα. Ούτε τσουκνίδα δεν θα μείνει έτσι.
Σφάλισα τα παράθυρα, όμως βρήκαν τρόπο και μπήκαν. Τώρα έχουν εγκατασταθεί για τα καλά στο σπίτι. Σκαλώνουν στις κουρτίνες. Πηδούν σε κατευθύνσεις απρόβλεπτες. Κρέμονται από τα μανίκια ή τα μαλλιά σου κι όσο κι αν τις τινάζεις δεν φεύγουν. Πηδούν πάνω μου όταν ανοίγω τα ντουλάπια στην κουζίνα, γαντζώνονται στα φωτιστικά και στα κάδρα, τις ακούω να χαρχαλεύουν στα συρτάρια.
Έκαναν τη φωλιά τους μέσα στην τηλεόραση. Εκεί γεννούν τα αυγά τους. Συχνά κάνουν παράσιτα και την απορυθμίζουν. Τρώνε ότι βρουν, τρώνε χαρτιά, καταβροχθίζουν τα χαρτονομίσματα. Ανοίγω εφημερίδες ή βιβλία και βρίσκω σελίδες μισοφαγωμένες. Κατά προτίμηση τις αδιάβαστες.
Κάθομαι και τις παρατηρώ με τις ώρες. Αυτές ανταποδίδουν άφοβα το βλέμμα μου. Κουνάνε τις κεραίες τους αργά, απειλητικά.
Αρχίζω να τις συνηθίζω. Συμβιβάστηκα, απελπίστηκα, δεν ξέρω. Τις αφήνω να κάθονται στο χέρι μου με τα αγκαθωτά πόδια τους και χαϊδεύω τη γκρίζα σκληρή τους πλάτη. Όταν αφανίσουν τον κήπο θα πρέπει να τους μαζεύω φύλλα από τους ξένους κήπους. Θα τους τα απλώνω πάνω στο τραπέζι και θα έρχονται πετώντας σαν σπουργίτια.
Είναι, διάβασα στον ονειροκρίτη, προμήνυμα συμφοράς να βλέπεις ακρίδες στον ύπνο σου. Στον ξύπνιο σου είναι η ίδια η συμφορά αυτοπροσώπως, η όγδοη πληγή του Φαραώ είναι.
Είχα σκοπό να σας καλέσω στον κήπο μου, τώρα την άνοιξη. Για ένα καφεδάκι, μια ρακή, οτιδήποτε. Καλύτερα να το αναβάλλουμε. Για καλύτερες μέρες.