Νόμιζαν πως η Τίνα ήταν νεκρή. Της είχαν χώσει όμως μια οδοντογλυφίδα στην καρδιά αντί για παλούκι. Αυτηνής της ήρθε μόνο μια λιγοθυμιά κι εκείνοι νόμιζαν πως αποδήμησε. Μέχρι και την κηδεία είχαν κανονίσει κι έστειλαν αντιπροσωπεία με στέφανα και καντηλέρια. Στον επικήδειο έγραψαν κατάρες κι ετοίμαζαν γλέντι πάνω από τον τάφο της. Ξόρκια και κόλλυβα και σκόρδα και επινίκια άσματα.
Κι αυτή η αφορισμένη καραδοκούσε μέσα στο φέρετρο. Χαμογελούσε καταχθόνια κι ως έπεσε η πρώτη φτυαριά κλώτσησε το μαύρο καπάκι και πετάχτηκε έξω. Βούτηξε την πρώτη παρθένα που έτυχε μπροστά της και της δάγκωσε το λαιμό. Η Αφροδίτη ήταν αυτή. Κι έτρεξε αίμα στα χορτάρια και σκόρπισαν όλοι ποδοπατώντας τα λουλούδια, πηδώντας πάνω από τους τάφους να κρυφτούν στον καφενέ. Εκεί κλειστήκαν κι έτρεξε το γκαρσόνι πρόθυμο να φέρει τους καφέδες της παρηγοριάς κι ένα κομμάτι ξερό κέικ. Και κλείσανε καλά τις πόρτες και κοίταζαν από τα παράθυρα λαχανιασμένοι την Τίνα να αλωνίζει ψάχνοντας για καινούργιο θύμα.
Δεν πειράζει, είπαν κάποιοι, αφού καταφέραμε να την τσιμπήσουμε λιγάκι, αυτό σημαίνει πως δεν είναι άτρωτη. Όλοι συμφώνησαν, ήτανε μια παρηγοριά κι αυτό. Φταίει που δεν βοήθησαν κι οι άλλοι, έλεγαν μετά. Κι έτσι δικαιολογούσανε τη γκάφα τους και μάσαγαν τα λόγια τους.
Και κοιταχτήκανε κρυφά και μετρηθήκανε και βρέθηκαν μικροί και λίγοι, μα δεν το είπαν. Απ' έξω, στο προαύλιο, οι λακέδες της Τίνας την πήρανε στους ώμους και ζητωκραύγαζαν και τραγουδούσαν εθνικά εμβατήρια. Κι ο κόσμος παρακολουθούσε μουδιασμένος.
"Η Τίνα ποτέ δεν πεθαίνει
δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά..."
Και σέρνανε με αλυσίδες την Αφροδίτη και τους άλλους και τους φτύνανε και λοιδωρούσαν όσους έμεναν κρυμμένοι πίσω από τη τζαμαρία. Κι ανέμιζαν μπροστά στα τρομαγμένα μάτια τους ευρώ, ισολογισμούς, επιδόσεις και στατιστικές.
Ένα τραίνο είχε έρθει με τα σφυρίγματα και τους καπνούς του και στεκόταν έξω από τον καφενέ. Κάποιος, που αυτοσυστήθηκε ως Βαν Χέλσινγκ ο πολύ νεότερος, σηκώθηκε από τη γωνιά όπου ως τότε καθόταν σιωπηλός και πήρε το λόγο:
"Δεν είναι η Τίνα απέθαντη. Φταίνε εκείνοι που δειλιάζουν. Κι όσοι νομίζουν πως αρκούν οι προσευχές και οι διαπραγματεύσεις για να την ξορκίσουν. Χρειάζεται κότσια να σταθεί κανείς πάνω από το φέρετρο όπου αναπαύεται, με χέρια που δεν τρέμουν, κρατώντας ένα μυτερό παλούκι ίσαμε το μπόι του. Πελεκημένο στη φωτιά όπου πριν λαμπάδιαζαν τα ματωμένα της ευρώ.
Χρειάζεται να έχουμε μελετήσει καλά τους χάρτες από πριν, να είμαστε έτοιμοι να πάρουμε το δρόμο που βγάζει έξω από αυτή τη θλιβερή επικράτεια. Να κλείσουμε τα αυτιά μη μας τρομάξουν τα ουρλιαχτά της. Κι ας προετοιμαστούμε. Μόλις μπήξουμε το παλούκι βαθιά στη σάπια καρδιά της, ο κόσμος θα σειστεί, ο ουρανός θα σκοτεινιάσει και θα σκιστεί το καταπέτασμα των χρηματιστηρίων. Όσοι λοιπόν φοβούνται το σκοτάδι ας κάνουν πίσω.
Το τραίνο περιμένει απ' έξω.
Το τραίνο αυτό δεν έχει μηχανοδηγό, ούτε σταθμάρχη.
Το τραίνο αυτό δεν έχει ράγες, τις ράγες θα τις στήνουμε μονάχοι μας καθώς θα προχωράμε. Αν ξεκινήσουμε ποτέ. Γιατί όσο μένουμε εδώ, οι μηχανές σκουριάζουν από το αίμα".