Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ!


Μακριά από μένα, απατεώνα. Στα τσακίδια. Χάσου και ξεχάσου. Χρόνε τρισάθλιε, δίσεκτε, φαρμακωμένε. Τέρας με τα τριακόσια εξήντα έξι δύσμορφα κεφάλια. Λερναία ύδρα, καταβόθρα. Που είχε το θράσος το πρώτο-πρώτο σου κεφάλι να με κοροϊδέψει. "Να, κέρδισες το φλουρί", μου χαμογέλασες. Στη βασιλόπιτα. Και πίστεψα στην τύχη μου, o μαλάκας. Θα πάει καλά η χρονιά. Ουστ από δω, κακοχρονιά συφοριασμένη. Στο πυρ το εξώτερο. Ψεύτη, τροϊκανέ, μαγκούφη, φορομπήχτη, ροπαλοφόρε, κοστουμάκια, λαοπλάνε, μοχθηρέ, αδίστακτε, αριβίστα. Τι μου έφερες αχρείε καραγκιόζη; Ένα χρόνο παραπάνω μου έφερες κι έφαγες κι άλλα τρία τουλάχιστον χρονάκια της ζωής μου από το άγχος. Σχέδια στην καραντίνα κι όνειρα στην κατάψυξη. Χρέη, φόροι, τέλη, εισφορές και χρυσαυγίτες. Στον αγύριστο. Μη σε πετύχω πουθενά, θα σε μαδήσω μήνα μήνα. Εξαφανίσου πάραυτα, εσύ και το φλουρί σου. Φύγε και κλείσε πίσω σου την πόρτα. Κι αν σε αντικαταστήσει κάποιος σαν τα μούτρα σου, πες του καλύτερα να μη τολμήσει να φανεί μπροστά μου. Καλύτερα έχω να παγώσω εδώ, να μείνω στήλη άλατος όταν γυρίσω για να δω τους λεπτοδείκτες σου να σταματούν καθώς ψοφάς, παρά να δω ξανά ένα αγύρτη σαν και σένα να στέκει στο κατώφλι μου. Με το φλουρί του και τις μαλακίες του.

(Η Χριστουγεννιάτικη κάρτα είναι του Terry Gilliam)

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΧΟΡΟΕΣΠΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ


Κι εμείς δύσκολα μεγαλώσαμε. Από χωριά δίχως ηλεκτρικό, μας έφεραν μωρά στις πόλεις. Μα η φτώχεια ήταν δημοκρατική, η φτώχεια μας είχε αξιοπρέπεια. Με ένα μαγκάλι ζεσταινόμασταν, το ίδιο εμείς κι οι φίλοι μας. Κι όλο και καλυτέρευε σιγά σιγά η ζωή μας κι οι πατεράδες μας δεν αγόραζαν πια τσιγάρα χύμα, παίρνανε ολόκληρο πακέτο και πριν ανάψουν χτύπαγαν το τσιγάρο πάνω του με στυλ. Τους βλέπαμε και κάναμε όνειρα, σεμνά, στα μέτρα μας.
Αυτά όμως τα παιδιά τα έχουν διαλύσει. Τα ανάθρεψαν και τα μεγάλωσαν ταΐζοντάς τα με σκουπίδια. Η Ελλάδα του Mall, που έχει ταλέντο, χορεύει με τους σταρς κι επιβιώνει στο σπίτι του Μεγάλου Αδελφού. Σκυλάδικα και καφετέριες και κινητά και πόζες. Κι ύστερα ξαφνικά ένα πρωί τους είπαν στοπ. Μέχρις εδώ τα αστεία.
Τώρα τα σπίτια κάποιων από τα παιδιά αυτά είναι παγωμένα. Βγαίνουν στη γύρα για να βρουν παλιόξυλα να κάψουν. Ο πατέρας του ενός απολυμένος, του άλλου υπό απόλυση. Ο τρίτος σε προσωρινή εργασία, με ελαστικό ωράριο, δουλεύει και δεν δουλεύει, παίρνει μηνιάτικο όσα του δίνουν. Χωρίς περίθαλψη, όλοι με χρέη. Οι μάνες τους μια απ' τα ίδια, σπάνε το κεφάλι τους να βρούνε τι θα βάλουν στο τσουκάλι κάθε μέρα. Παιδιά που μεγαλώνουν με την προσταγή "να ξεχάσουν όσα ξέρανε" χωρίς ακόμα να καταλαβαίνουν ακριβώς σε τι και γιατί έφταιξαν, διδάσκονται σε αίθουσες κρύες σαν τις ψυχές τους πως προορίζονται να κουβαλούν για πάντα ένα καλάθι ζητιανιάς για να το γεμίζουν και να το επιδεικνύουν στους εργοδότες. Διπλώματα και ενδιαφέροντα και εξειδικευμένες γνώσεις. Γυρνούν στο σπίτι τους το βράδυ μετά το φροντιστήριο και χώνονται στις κουβέρτες για έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.
Τώρα νοιώθουν το μέλλον να ζαρώνει και να χάνεται. Ακούνε τους μεγάλους: να φύγει αυτή η χρονιά, να βγάλουμε το μήνα, να περάσει κι αυτή η βδομάδα, να βραδιάσει γρήγορα. Που να ακουμπήσουν; Που να στηριχτούν; Οι ίδιοι οι γονείς τους ετοιμόρροποι, αν ακουμπήσουν πάνω τους θα σωριαστούν κατάχαμα.
Δεν ξέρουνε τι φταίει τα παιδιά. Δεν έχουνε τον τρόπο να το βρουν. Αυτό το εφόδιο δεν φρόντισε κανείς να τους το δώσει. Ακόμα αντηχούν στα αυτιά τους τα τελευταία χειροκροτήματα, τα μάτια τους είναι θαμπά ακόμα από τους προβολείς. Ο κόσμος είναι ένα άλυτο αίνιγμα για αυτά. Και μόνο απορούν καθώς βλέπουν τη ζωή να υποβιβάζεται σε έργο δυσβάσταχτο.
Μα πρέπει να προσαρμοστούν. Να παίξουν στη ζωή με τους κανόνες που τους όρισαν. Γιατί αυτοί είναι, δεν αλλάζουν.
"Πατέρα, καλή τύχη. Σου εύχομαι να είσαι εσύ ο τυχερός".

Για μια εξάμηνη σύμβαση στα Lidl. Ο τυχερός...


Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ



Ένα μικρό δεντράκι είχαμε για τα Χριστούγεννα, το ίδιο πάντα. Το είχε κλεισμένο στην κασέλα η μάνα μου και το έβγαζε κάθε χρονιά, μαζί με τα μπαμπάκια του, τη φάτνη από χαρτόνι που ξεδίπλωνε και γίνονταν τρισδιάστατη, τις μπάλες, τα στολίδια, το αστέρι. Το ίδιο δέντρο, το ίδιο μπαμπάκι που είχε με τα χρόνια κιτρινίσει και σβολιάσει, οι ίδιες μπάλες, όλα ίδια κι απαράλλαχτα για όσα χρόνια έζησα εκεί. Ίσως να είναι ακόμα φυλαγμένο κάπου, εκεί που θα το άφησε την τελευταία φορά η μάνα μου πριν χρόνια, με προσεκτικά διπλωμένα τα κλαδιά του, μαζί με τα στολίδια του τυλιγμένα σε παλιές εφημερίδες. Κι η φάτνη ίσως να υπάρχει, μισοσκισμένη, μουχλιασμένη. Κάπου, στο παλιό μου σπίτι.

Έφηβος έφυγα από εκεί. Πήρα το δρόμο και ξεμάκρυνα. Είδα άλλα πράγματα και τόπους, γνώρισα κόσμο, μεγάλωσα, την ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκε, φτιάξαμε το δικό μας σπίτι. Χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμως, δεν μπήκε εκεί για χρόνια. Είχαμε τρόπους να γιορτάζουμε, δεν χρειαζόμασταν να πορευτούμε με τους άλλους. Ο καταναλωτισμός των εορτών, λέγαμε, απασχολημένοι να ξεθάψουμε την αμμουδιά κάτω από το πλακόστρωτο, να πιούμε τη ζωή μας μονορούφι. Πώς να ταιριάξει ο Ίγγυ με τους άγγελους και οι Βέλβετς με το Θείο βρέφος.

Μετά από χρόνια, ήρθαν τα παιδιά. Μαζί τους επέστρεψε στη ζωή μας και το δέντρο. Θριαμβευτικά. Κάθε χρονιά καινούργιο, ζωντανό, τόσο ψηλό που κόβαμε την κορυφή για να χωράει στο σαλόνι. Μπάλες, στολίδια και λαμπάκια σε αφθονία. Μαζί και γράμματα στον Άι Βασίλη, δώρα, κάλαντα. Γελούσαν τα παιδιά, γλύκαινε η ζωή μας.

Ύστερα, ήρθανε τα δύσκολα. Οι πρώτες απώλειες. Οι νέοι μεγαλώνουν, οι μεγάλοι γερνούν. Πού κέφι για γιορτές. Κι απανωτά η κρίση που μας διέλυσε. Μετράμε τρία Χριστούγεννα τώρα δίχως δέντρο.
Κι άλλοι πολλοί φαντάζομαι. Γυρνώ τα βράδια κι η γειτονιά είναι κατασκότεινη. Σε ελάχιστα παράθυρα αναβοσβήνουν τα λαμπάκια κάποιου δέντρου. Τα φώτα τους, έτσι μοναχικά που νεύουν στους διαβάτες, μου μοιάζουνε συχνά με φώτα καραβιών που παλεύουν με τα κύματα πριν βυθιστούν.

Απόψε, μια σκέψη σηκώνει από το χώμα το νήμα της ζωής μου απαλά, το δένει κόμπο σε όσα σημεία  έχει κοπεί  και με οδηγεί σε αυτό το σκοτεινό λαβύρινθο που περιπλανιέμαι. Η σκέψη πως στο παλιό μου σπίτι, που τώρα έρημο και ακατοίκητο το τρώει η υγρασία, στη ντουλάπα του διαδρόμου, αν στέκει ακόμα όρθια, ή στην αρχαία κασέλα, το δεντράκι μου κοιμάται με διπλωμένα τα κλαδιά του και με περιμένει. Να το σηκώσω σαν μωρό από την κούνια του και να το στήσω στη γωνιά του. Να το στολίσω όμορφα, με τα μπαμπάκια και τις μπάλες του, να του φορέσω στην κορφή το αστέρι, να ανοίξω στη βάση του τη φάτνη, να ανάψω τα λαμπάκια του. Και τότε θα φωτίσει, λέει, ξαφνικά, ολόκληρη η ζωή μου και θα φανεί ολοκάθαρα πως ο λαβύρινθος δεν ήταν παρά ένας κύκλος.