Ένα μικρό δεντράκι είχαμε για τα Χριστούγεννα, το ίδιο πάντα. Το είχε κλεισμένο στην κασέλα η μάνα μου και το έβγαζε κάθε χρονιά, μαζί με τα μπαμπάκια του, τη φάτνη από χαρτόνι που ξεδίπλωνε και γίνονταν τρισδιάστατη, τις μπάλες, τα στολίδια, το αστέρι. Το ίδιο δέντρο, το ίδιο μπαμπάκι που είχε με τα χρόνια κιτρινίσει και σβολιάσει, οι ίδιες μπάλες, όλα ίδια κι απαράλλαχτα για όσα χρόνια έζησα εκεί. Ίσως να είναι ακόμα φυλαγμένο κάπου, εκεί που θα το άφησε την τελευταία φορά η μάνα μου πριν χρόνια, με προσεκτικά διπλωμένα τα κλαδιά του, μαζί με τα στολίδια του τυλιγμένα σε παλιές εφημερίδες. Κι η φάτνη ίσως να υπάρχει, μισοσκισμένη, μουχλιασμένη. Κάπου, στο παλιό μου σπίτι.
Έφηβος έφυγα από εκεί. Πήρα το δρόμο και ξεμάκρυνα. Είδα άλλα πράγματα και τόπους, γνώρισα κόσμο, μεγάλωσα, την ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκε, φτιάξαμε το δικό μας σπίτι. Χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμως, δεν μπήκε εκεί για χρόνια. Είχαμε τρόπους να γιορτάζουμε, δεν χρειαζόμασταν να πορευτούμε με τους άλλους. Ο καταναλωτισμός των εορτών, λέγαμε, απασχολημένοι να ξεθάψουμε την αμμουδιά κάτω από το πλακόστρωτο, να πιούμε τη ζωή μας μονορούφι. Πώς να ταιριάξει ο Ίγγυ με τους άγγελους και οι Βέλβετς με το Θείο βρέφος.
Μετά από χρόνια, ήρθαν τα παιδιά. Μαζί τους επέστρεψε στη ζωή μας και το δέντρο. Θριαμβευτικά. Κάθε χρονιά καινούργιο, ζωντανό, τόσο ψηλό που κόβαμε την κορυφή για να χωράει στο σαλόνι. Μπάλες, στολίδια και λαμπάκια σε αφθονία. Μαζί και γράμματα στον Άι Βασίλη, δώρα, κάλαντα. Γελούσαν τα παιδιά, γλύκαινε η ζωή μας.
Ύστερα, ήρθανε τα δύσκολα. Οι πρώτες απώλειες. Οι νέοι μεγαλώνουν, οι μεγάλοι γερνούν. Πού κέφι για γιορτές. Κι απανωτά η κρίση που μας διέλυσε. Μετράμε τρία Χριστούγεννα τώρα δίχως δέντρο.
Κι άλλοι πολλοί φαντάζομαι. Γυρνώ τα βράδια κι η γειτονιά είναι κατασκότεινη. Σε ελάχιστα παράθυρα αναβοσβήνουν τα λαμπάκια κάποιου δέντρου. Τα φώτα τους, έτσι μοναχικά που νεύουν στους διαβάτες, μου μοιάζουνε συχνά με φώτα καραβιών που παλεύουν με τα κύματα πριν βυθιστούν.
Απόψε, μια σκέψη σηκώνει από το χώμα το νήμα της ζωής μου απαλά, το δένει κόμπο σε όσα σημεία έχει κοπεί και με οδηγεί σε αυτό το σκοτεινό λαβύρινθο που περιπλανιέμαι. Η σκέψη πως στο παλιό μου σπίτι, που τώρα έρημο και ακατοίκητο το τρώει η υγρασία, στη ντουλάπα του διαδρόμου, αν στέκει ακόμα όρθια, ή στην αρχαία κασέλα, το δεντράκι μου κοιμάται με διπλωμένα τα κλαδιά του και με περιμένει. Να το σηκώσω σαν μωρό από την κούνια του και να το στήσω στη γωνιά του. Να το στολίσω όμορφα, με τα μπαμπάκια και τις μπάλες του, να του φορέσω στην κορφή το αστέρι, να ανοίξω στη βάση του τη φάτνη, να ανάψω τα λαμπάκια του. Και τότε θα φωτίσει, λέει, ξαφνικά, ολόκληρη η ζωή μου και θα φανεί ολοκάθαρα πως ο λαβύρινθος δεν ήταν παρά ένας κύκλος.