Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη γυρισμένη,
δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει.
Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε τρία γουρουνάκια. Αυτά τα γουρουνάκια ήτανε οι βασιλιάδες του δάσους. Κυβερνούσαν όπως ήθελαν, γιατί τους είχαν εκλέξει δημοκρατικά τα άλλα ζώα και ως εκ τούτου έπρεπε έκτοτε να βγάλουν όλοι το σκασμό.
Στο δάσος ζούσε κι ένας λύκος, ρέμπελος κι αλανιάρης. Δεν ήθελε δουλειά αυτός, μόνο να τριγυρνάει ανέμελος και να ουρλιάζει στο φεγγάρι, κι από φαΐ έτρωγε μόνο κοκκινοσκουφίτσες, που τότε ήταν είδος σε αφθονία. Κανέναν δεν ενοχλούσε κατά τα άλλα.
Όμως ένα πρωί η γουρουνοφρουρά χτύπησε άγρια την πόρτα της σπηλιάς του.
"Πρέπει να φύγεις", του είπανε. "Εδώ που έχεις το σπίτι σου θα χτίσουμε ξενοδοχείο για ανθρώπους".
"Ανθρώπους;" φρύαξε ο λύκος. Και ανατρίχιασε γιατί μόνο κακά είχε να θυμάται από δαύτους.
"Σκασμός και δίνε του στα γρήγορα!"
Τον διώξαν κλωτσηδόν, κι ύστερα μπάζωσαν την τρύπα του, κόψανε όλα τα δέντρα εκεί γύρω και ισοπέδωσαν το λόφο. Και χτίσανε ένα όμορφο ξενοδοχείο κι έρχονταν οι άνθρωποι και πέρναγαν ωραία στα μπαλκόνια τους. Στις τηλεοράσεις τα γουρουνάκια θριαμβολογούσαν: επενδύσεις, ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα. Απ' έξω ο λύκος θαύμαζε.
Και, τι να κάνει, δεν βαριέσαι, πήγε και έφτιαξε άλλη τρύπα παρακάτω, σε ένα ξέφωτο.
Πάλι όμως ένα πρωί, τον ξύπνησαν χαράματα.
"Φύγε", του είπανε, "εδώ θα φτιάξουμε ένα γκολφ".
Και φτιάξανε λοιπόν το γήπεδο του γκολφ να έρχονται οι άνθρωποι από το ξενοδοχείο να παίζουν κι ο λύκος ο καημένος πήγε να φτιάξει τη φωλιά του παραπέρα, δίπλα στο ποτάμι, να έχει να πίνει δροσερό νερό και να παρηγοριέται. Και πήγαινε συχνά και παρακολουθούσε το παιχνίδι, κι άραζε στο γρασίδι κι άκουγε γουρουνάκια στο τρανζίστορ μασουλώντας κοκκινοσκουφίτσες.
Να μη σας τα πολυλογώ, τον διώξαν κι από εκεί, από παντού τον διώχνανε. Τη μια γιατί είχαν να ποτίσουν το γκαζόν, την άλλη για να σκάψουν για να βρουν χρυσάφι, να βάλουν ανεμογεννήτριες, να βάλουν φωτοβολταϊκά, να χτίσουνε στρατόπεδα και φυλακές, να φτιάξουν δρόμους, σήραγγες, χωματερές και φράγματα...Τα τρία γουρουνάκια ξεσαλώσανε.
Ώσπου ξύπνησε ένα πρωί ο λύκος και δάσος δεν υπήρχε. Ούτε δέντρο! Και κοκκινοσκουφίτσα ούτε για δείγμα. Γύρω του μαζεμένα τα άλλα ζώα, τα μικρότερα, κοιτούσαν σαν χαμένα.
"Πού είσασταν τόσο καιρό;" τα ρώτησε, "δεν βλέπατε τι γίνεται;"
"Κι εσύ πού ήσουνα", του είπαν αυτά, "εσύ, δηλαδή, γιατί δεν έβλεπες, που είσαι και μεγαλύτερος; Βολεύτηκες με τις κοκκινοσκουφίτσες σου κι άφησες τα γουρουνάκια να αλωνίζουν".
Έπεσε τότε σιωπή και μεγάλη στεναχώρια. Με βαριά βήματα πήγανε στη χωματερή που έκοβε λίγο το κρύο, κι ας βρώμαγε, κι αρχίσανε να συζητάνε τι να κάνουν. Καθένα με τον πόνο του.
Κι αν τύχει να περάσετε από εκεί κανένα βράδυ, θα τα ακούσετε να συζητάνε ακόμα, να ρίχνουνε το φταίξιμο το ένα στο άλλο και μερικά να κλαίνε με λυγμούς και τον λύκο να ουρλιάζει πότε πότε στο φεγγάρι.
Και ζήσανε αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.