«Μπορώ να έχω λίγο νερό;»
«Περίμενε, πάω να σου φέρω».
Ούτε να μπει στο σπίτι δεν τον άφηνε, από τότε που χώρισαν. Κρατήθηκε να μην της πει καμιά βαριά κουβέντα, τράβηξε το παιδί από το χέρι και πήγαν στο αυτοκίνητο. Η μαλακισμένη! Καθώς τον τακτοποιούσε στο κάθισμα, την είδε να προβάλλει στην πόρτα με το ποτήρι.
«Άστο καλύτερα, μη στο στερήσω!» της φώναξε ειρωνικά.
Του πήρε ένα κουλούρι και κάθισαν σε ένα παγκάκι δίπλα στη λιμνούλα. Ο θυμός του δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει.
«Μπαμπά, ποια πάπια λες να είναι ο Ντάφυ;»
Μια πάπια μα ποια πάπια.
«Ε;»
«Το παπάκι μας, ο Ντάφυ. Δεν το θυμάσαι;»
Ναι, το θυμήθηκε. Ένα παπάκι που του είχε πάρει εκείνη από το πανηγύρι. Άλλη μια ανοησία εκ μέρους της. «Έκλαιγε», του είχε δικαιολογηθεί τότε, τι να έκανε; Τι να έκανες; Να τον τράβαγες, έξυπνη, να φεύγατε κι ας έκλαιγε, θα του περνούσε. Μωρό ήταν!
«Θυμάμαι, ναι. Δεν ξέρω, μοιάζουν όλες».
Ο μικρός πήγε κοντά στην όχθη της λιμνούλας με το κουλούρι του.
«Ντάφυ! Ντάφυ!» φώναζε.
Οι πάπιες έτρεχαν να αρπάξουν τα ψίχουλα που τους πέταγε κι έφευγαν μακριά.
«Κοίτα μπαμπά, αυτή εκεί είναι ο Ντάφυ».
«Ναι; Πώς τον γνώρισες;»
«Έχει ένα μαύρο σημαδάκι στο κεφάλι. Γιατί δεν έρχεται που του φωνάζω όμως;»
«Δεν θα είναι αυτός. Απλή ομοιότης. Μπορεί και να φοβάται με τόσο κόσμο».
«Μάλλον φοβάται. Θυμάσαι πώς φοβότανε τους κρότους;»
Ναι, το ηλίθιο, σε κάθε θόρυβο έτρεχε να κρυφτεί κάτω από τα κρεβάτια.
Τον φώναξε να κάτσει στο παγκάκι δίπλα του.
«Είσαι μεγάλος πια, δεν είσαι; Αντράκι!»
«Είμαι!»
«Δεν είσαι πια μωρό, ε;»
«Όχι, δεν είμαι!»
«Μπράβο! Έτσι σε θέλω. Ήρθε ο καιρός, λοιπόν, να μάθεις την αλήθεια για τον Ντάφυ».
«Ποια αλήθεια;»
«Θυμάσαι που κλείσαμε τον Ντάφυ στην ταράτσα; Κι εσύ έκλαιγες;»
«Θυμάμαι. Τον ήθελα στο δωμάτιό μου. Τον αγαπούσα. Κι ο Ντάφυ μ’ αγαπούσε και μ’ ακολουθούσε όπου πήγαινα. Δεν ήθελα να είναι μοναχός του στην ταράτσα να στενοχωριέται».
«Ούτε κι εγώ ήθελα. Η μαμά όμως έχει μανία με την καθαριότητα. Τι να κάνουμε. Έχει τις ιδιοτροπίες της».
«Η μαμά δεν τον αγαπούσε».
«Όχι, μην το λες αυτό, δεν ξέρω. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, δεν κουτσούλαγε και τόσο πολύ ο Ντάφυ, μια τόση δα κουτσουλίτσα έκανε πότε πότε. Αλλά άμα της μπει κάτι της μαμάς σου στο μυαλό… Τέλος πάντων, εγώ δεν ήθελα, αλλά αφού επέμενε η μαμά, τον βγάλαμε στην ταράτσα».
«Και μετά, τον πήρατε μια μέρα και τον φέρατε εδώ, στη λίμνη. Να μην είναι μοναχός του, να έχει παρέα τις άλλες πάπιες».
«Χμ, όχι ακριβώς. Έτσι σου είπαμε. Δηλαδή η μαμά σκέφτηκε να σου το πούμε αυτό, δική της ιδέα ήταν».
«Τι, δηλαδή, δεν τον φέρατε εδώ;»
«Δεν σου το είπαμε τότε για να μη στενοχωρηθείς. Τώρα που μεγάλωσες, είναι καιρός να μάθεις την αλήθεια. Είσαι γενναίος, δεν είσαι; Δεν είσαι το αντράκι μου;» και του έδωσε μια χαϊδευτική γροθιά στο μπράτσο.
Έγνεψε καταφατικά.
«Ο Ντάφυ έπεσε από την ταράτσα και σκοτώθηκε».
«Τι;»
«Δηλαδή, όχι αμέσως. Πήγε κούτσα κούτσα στο δρόμο, πέρασε ένα αυτοκίνητο και τον πάτησε. Λιώμα τον έκανε».
«Μπαμπά!»
Του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και αναστέναξε.
«Έτσι είναι. Πρέπει να ξέρεις την αλήθεια, τώρα που μεγάλωσες. Να σου πω και πώς έπεσε; Η μαμά ανέβηκε στην ταράτσα, άνοιξε απότομα την πόρτα –κρααακ! ξέρεις πώς κάνει αυτή η πόρτα– πανικοβλήθηκε ο Ντάφυ ο καημένος, έτρεξε να γλυτώσει, κι έπεσε».
Τα μάτια του μικρού είχαν βουρκώσει.
«Δηλαδή η μαμά φταίει;»
«Εντάξει, δεν το έκανε επίτηδες. Δεν μπορώ να το πω αυτό. Θα μπορούσε βέβαια να είχε ανοίξει πιο ήσυχα την πόρτα, αυτό είναι αλήθεια. Δεν το σκέφτηκε, μάλλον. Ίσως και δεν την ένοιαζε, τι να σου πω».
Πέταξε κάτω το κουλούρι και ξέσπασε σε λυγμούς. Τον πήρε στην αγκαλιά του μέχρι που ηρέμησε.
«Είναι κακιά η μαμά. Επίτηδες το έκανε».
«Λες; Όχι, δεν νομίζω. Είναι φοβερό αυτό που λες. Μπα. Δεν νομίζω. Δεν ξέρω κιόλας, βέβαια».
Στη διαδρομή προς το σπίτι, ο μικρός δεν έβγαλε μιλιά. Λίγο πριν φτάσουν, έκανε στην άκρη και σταμάτησε.
«Τώρα που είσαι μεγάλος, μπορείς να κρατήσεις μυστικά, έτσι δεν είναι; Οι άντρες κρατάνε μυστικά».
«Ναι».
«Λοιπόν, το μυστικό μας θα είναι αυτό. Μη μάθει η μαμά ότι στα είπα όλα αυτά για το παπάκι. Θα την αφήσουμε να νομίζει ότι δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό που έκανε, εντάξει; Μην την στενοχωρήσουμε. Θα μείνει μεταξύ μας. Έλα να δώσουμε τα χέρια. Σαν άντρες».
Έσφιξαν τα χέρια.
Περίμενε στο αυτοκίνητο μέχρι που ο μικρός μπήκε στο σπίτι. Εκείνη του έκανε νόημα να περιμένει και ήρθε προς το μέρος του.
«Γιατί είναι μουτρωμένος;»
«Α, τίποτα, είδε τις πάπιες στη λιμνούλα και θυμήθηκε εκείνο το παπί. Μην του κάνεις ποτέ κουβέντα γι’ αυτό, καλύτερα να το ξεχάσει».
«Εννοείται, δεν είμαι καμιά αναίσθητη. Τι να του πω εξάλλου, τα ίδια ψέματα, ότι το πήγαμε δήθεν στη λίμνη; Ή ότι ο καλός του ο μπαμπάς τού έριξε κλωτσιά επειδή έμπλεκε στα πόδια του και το πέταξε από την ταράτσα;»