Πρόβαλε στην κορφή της δημοσιάς και έμοιαζε σαν να σέρνει εκείνος με ένα αόρατο σκοινί τα μαύρα σύννεφα που έρχονταν πίσω του.
Το βήμα του ήταν γοργό, σε μερικά λεπτά είχε φτάσει. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα και κάθισε να πάρει ανάσα.
“Ωραία είσαι εδώ στην ερημιά”, είπε μετά.
Μου ζήτησε ένα κρύο νερό και του έφερα από την πηγή.
“Αν και εγώ δεν θα άντεχα ούτε μια μέρα”, μονολόγησε.
“Με τι ασχολείσαι εσύ, αν επιτρέπεται;” τον ρώτησα.
“Συνταξιούχος είμαι. Μόνη μου ασχολία, τα περασμένα”.
“Τι σε φέρνει στα μέρη μας; Κανείς δεν έρχεται πια εδωπέρα. Προτιμούν εκείνο το ξενοδοχείο, δίπλα στη θάλασσα. Κλείνονται εκεί κι όταν τελειώσουν οι μέρες τους, φεύγουν”.
“Ψάχνω έναν τόπο. Ρωτάω όποιον συναντήσω μήπως κι έχει βρεθεί σε αυτόν τον τόπο”.
Μου έδειξε την καρέκλα δίπλα του και κάθισα να ακούσω.
“Ταξίδεψα πολύ στη ζωή μου. Με αυτοκίνητα, καράβια, τραίνα, αεροπλάνα. Περπάτησα τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Γνώρισα τόσα μέρη που, όταν πέρασαν τα χρόνια και η μνήμη άρχισε κάπως να μπατάρει, οι αναμνήσεις μπλέχτηκαν. Τα πρόσωπα, τα μέρη, τα τοπία, οι μυρωδιές, οι ήχοι, ο χρόνος. Όλα έγιναν ένας αχταρμάς, ένας σωρός από ακατάληπτες στιγμές και εικόνες. Και δεν θυμάμαι πια πού ήταν ο τόπος αυτός που ψάχνω, ούτε και το όνομά του”.
“Μπορείς να μου τον περιγράψεις;”
“Θυμάμαι μια δημοσιά. Ένα καφενείο. Μικρό, δυο τρία τραπέζια. Πίσω του ένα βουνό. Στο βράχο δίπλα είχε μια μικρή σπηλιά και μέσα εκεί έρρεε μια πηγή με δροσερό νερό. Στη βάση της πηγής, σε μια ρηχή πέτρινη στέρνα, έβαζε ο καφετζής τις λεμονάδες να παγώσουν. Γύρω δεν είχε σπίτια. Ερημιά ήταν. Θάλασσα δεν θυμάμαι να φαινόταν”.
Κοίταξα γύρω μα εκείνος δεν παρακολούθησε το βλέμμα μου. Τα μάτια του ήταν στραμμένα μέσα του. Ήξερα για ποιο μέρος μου μιλούσε. Μα δίσταζα ακόμα να του πω.
“Και πώς σκοπεύεις να τον ξαναβρείς αυτόν τον τόπο; Έτσι, γυρνώντας στα τυφλά; Οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ σου”.
“Το ξέρω, μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα τον αναγνωρίσω, όμως. Μόλις φτάσω κοντά, θα καταλάβω. Θα τον νιώσω”.
“Τί το ιδιαίτερο έχει;”
“Κάτι υπέροχο είχε γίνει εκεί. Μη μου ζητήσεις να σου πω ακριβώς, μου είναι αδύνατο να το περιγράψω. Κάτι απροσδιόριστο. Ένα θαύμα, ίσως. Ναι, ένα θαύμα! Δεν το είχα αντιληφθεί τότε σε όλη του την έκταση, ήμουν νέος, μα ξέρω πως σε εκείνο τον τόπο είχε συντελεστεί κάτι θαυμάσιο”.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από το νερό και του έφερα άλλο.
“Ίσως, πάλι, τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβη, δεν παίρνω όρκο. Ίσως αρκούσε μόνο η παρουσία σ’ αυτόν τον τόπο, η αρμονία του χρόνου με το χώρο, η συγκυρία. Όμως, η αίσθηση εκείνη, ο αθάνατος απόηχός της! Έχω ακόμα τα σημάδια στην καρδιά μου. Μόνο που, όσο περνούν τα χρόνια, ξεθωριάζουν. Δεν βγάζω νόημα πια. Γι’ αυτό και βιάζομαι να ξαναβρώ τον τόπο εκείνο κι όσα έζησα τότε εκεί. Να καταλάβω. Πριν τα σημάδια επουλωθούν για πάντα”.
“Ίσως ο τόπος έχει αλλάξει μετά από τόσα χρόνια”.
“Θα τον αναγνωρίσω”, επέμεινε. “Δεν είναι σαν τους άλλους”.
Πήρα μια λεμονάδα από την στέρνα με το κρύο νερό και του την έδωσα.
“Να, πιες”.
Του έδειξα γύρω.
“Δες”, του είπα. “Κοίτα γύρω σου. Εδώ είναι ο τόπος που γυρεύεις. Εγώ είμαι ο καφετζής που ψάχνεις. Εγώ είμαι ο φύλακας του τόπου σου”.
Γέλασε.
“Όχι”, μου είπε, “δεν είσαι εσύ. Δεν είναι ετούτος ο ξερότοπος αυτός που ψάχνω. Πού είναι η συγκίνηση εκείνη που θυμάμαι; Πού είναι εκείνη η αίσθηση του αιώνιου, η ερημιά, η γαλήνη, ο έρωτας, το θαυμαστό, το μεγαλειώδες και το απλό συγχρόνως; Όχι, θα το είχα νιώσει”.
Φίλε ταξιδευτή, πώς να το νιώσεις; Αυτός ο τόπος είναι εδώ μα δεν υπάρχει πια. Όχι όπως πριν. Όχι για μας. Μπορούν μονάχα να τον δουν -κι αυτός να τους μαγέψει- τα μάτια των αγνών, των διψασμένων. Εσύ κι εγώ έχουμε ξεδιψάσει. Είδαμε όσα προλάβαμε να δούμε ώσπου θόλωσαν τα μάτια και αμβλύνθηκαν οι αισθήσεις μας. Αλλάξαμε. Και η καρδιά γέμισε τόσο, που είναι σαν άδεια. Με τις μικρές σταγόνες ομορφιάς που πίναμε σαν δόσεις δηλητήριου ώσπου τη συνηθίσαμε, δεν έμεινε ομορφιά, χάθηκε μέσα στην ασχήμια όπου ήταν διαλυμένη και εκείνος ο χυλός μας σκότωσε. Σε μέτρια φωτιά, σε χλιαρές διαχύσεις, συγκαταβατικές χειρονομίες, η σκόνη τόσων χρόνων κατακάθισε κι έσβησε την ορμή μας, έσβησε τα ίχνη μας, πίσω δεν έχει μείνει τίποτα καθαρό, άδειασε ο κόσμος από θαύματα. Πώς να μετρήσεις τα χαμένα πια, πώς να ζυγιάσεις τα παλιά, τα τελειωμένα, πώς να μιλήσεις, πώς να δείξεις, πώς να δεις, με την καρδιά σου τίποτα πια να μη χωρά. Η μνήμη; Η μνήμη ξεψυχάει σε μια χωματερή από παιδικά παιχνίδια. Σβήνουμε, πάμε, φεύγουμε, η αγωνία μας από τίποτα δεν μπορεί να κρατηθεί.
Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, μια λάμψη από εκείνη τη μαγεία που είχα κι εγώ ξεχάσει, αναδύθηκε. Γρήγορα έσβησε. Άνοιξα τα μάτια.
“Ίσως έχεις δίκιο”, του είπα. “Μπορεί να κάνω λάθος. Δεν είναι αυτός ο τόπος. Ποτέ δεν ήταν”.
Δεν ήθελα να τον απογοητεύσω.
Με αποχαιρέτησε και κίνησε να φύγει. Μα ίσως κάποιες αμφιβολίες είχαν αρχίσει να τον τρώνε. Γιατί το βήμα του ήταν τώρα αργό, διστακτικό. Έρμαιο ακόμα της ελπίδας και της άγνοιας, οι προσδοκίες του εξακολουθούσαν να τον κυβερνούν. Έγερνε όμως τώρα, ίσως, προς μιαν αποδοχή του κύκλου που έκλεινε χωρίς να περικλείει εκείνον, καθώς, εξορισμένος στο κενό της μάταιης αναζήτησής του, δεν μπορούσε πια να επιστρέψει, ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον.
Πίσω του, καθώς ξεμάκραινε, τα άνθη μαραίνονταν, τα φύλλα στρούφιζαν και έπεφταν ξερά, το χώμα πλάι στο δρόμο σβόλιαζε, η άσφαλτος άνοιγε, τα πουλιά βουβαίνονταν. Η πηγή στέρεψε μεμιάς κι ο βράχος έγειρε να σφαλίσει τη σπηλιά. Κι όταν χάθηκε στη στροφή, πίσω από το βουνό, τα σύννεφα τον ακολούθησαν.