Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου "Ατμολέβητες", της Σχολής Μηχανικών στο Λιμάνι όπου φοιτούσα, υπήρχε ένα σκίτσο μου. Ποιος το είχε σχεδιάσει; Ποιο χέρι είχε πιάσει το μολύβι ενώ είχα παρατήσει το βιβλίο κάπου ή, ίσως ακόμα, ενώ κοιτούσα αφηρημένος τη θάλασσα από το παράθυρο -όπως τόσο συχνά έκανα στο σπίτι ή ακόμα και στην τάξη όταν το μάθημα ήταν βαρετό- κι έκανε βιαστικά αυτό το σχέδιο, κακότεχνο αλλά αρκετά πιστό σ’ αυτό που ήμουν; Ποτέ δεν έμαθα, κανείς δεν μου είχε πει. Έτσι κι αλλιώς, μετά από λίγο, το σκίτσο αυτό ξεχάστηκε. Τέλειωσα τη σχολή και μπάρκαρα, και το βιβλίο έμεινε παρατημένο σε μια κούτα μαζί με άλλα, στο υπόγειο.
Χρόνια αργότερα, όταν παράτησα τη θάλασσα, γύρισα για να ξαναπιάσω -και να τελειώσω μάλλον- τη ζωή μου εκεί όπου την είχα αφήσει, στο σπίτι μας στη Χώρα. Άδειο από ανθρώπους πια το πατρικό μου, γεμάτο όμως ασφυκτικά από αναμνήσεις που το στοίχειωναν και που, αν δεν απαλλασσόμουν γρήγορα απ' αυτές, θα με δυνάστευαν για πάντα.
Καθάριζα το υπόγειο από το ρημαδιό, όταν μια σάπια από την υγρασία κούτα διαλύθηκε στα χέρια μου και το περιεχόμενο άδειασε στο τσιμέντο. Σήκωσα το βιβλίο, κιτρινισμένο και σαθρό, και το άνοιξα εκεί που θυμόμουν. Το σχέδιο ήταν ακόμα εκεί, μα ίσα που ξεχώριζαν αχνά οι γραμμές του, μισοχαμένες στους λεκέδες που είχαν απλώσει στο χαρτί, σαν παιδική ακουαρέλα δίχως θέμα, η υγρασία κι ο χρόνος. Κάποιος ανήξερος δύσκολα θα υποψιαζόταν πως αυτά τα ελάχιστα ίχνη σχημάτιζαν κάποτε τα χαρακτηριστικά ενός νεανικού προσώπου. Μα ποιος νοιάζεται. Μάζεψα τα βιβλία όπως όπως και τα κουβάλησα πλάι στον κάδο. Μαζί τους κι όλο το σκουπιδαριό κι όλες τις κούτες με κάθε λογής, άχρηστα πια για μένα, χαρτιά και παλιοπράματα, που μόνο επιφανειακά ερεύνησα το περιεχόμενό τους. Η ολοκληρωτική απαλλαγή από τα παλιά, θα με ελευθέρωνε με κάποιο τρόπο. Έτσι πίστευα.
Σηκώθηκα νωρίς την άλλη μέρα. Ο ουρανός ήταν μουντός και ψιλόβρεχε. Κοιτώντας στο δρόμο από το παράθυρο, είδα μια ψηλόλιγνη γυναίκα να περνά, να κοντοστέκεται πλάι στον κάδο και ύστερα να σκύβει πάνω από τα πράγματα που είχα πετάξει. Ξεδιάλεξε κάποια από αυτά και τα έχωσε σε μια μεγάλη τσάντα. Καθώς, κάπως ενοχλημένος, σκεφτόμουν με ποιο τρόπο να αντιδράσω, η γυναίκα έστρεψε τα μάτια προς το μέρος μου και, όταν με διέκρινε να την παρατηρώ πίσω από το τζάμι, σηκώθηκε. Διστακτικά στην αρχή, πιο αποφασιστικά μετά, βάδισε προς το σπίτι. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσει, πρόλαβα και της άνοιξα την πόρτα.
Με κοίταξε εξεταστικά με τα γαλάζια μάτια της κι ένα χαμόγελο φώτισε κάπως το πρόσωπό της.
Την είχα αναγνωρίσει βέβαια. Μα η συγκίνηση δεν με άφηνε να αρθρώσω λέξη.
Έχωσε το χέρι της στη τσάντα με εκείνα που είχε ξεδιαλέξει και τράβηξε μια ξεπλυμένη από χρώματα φωτογραφία. Μια παρέα νεαρών δίπλα στη θάλασσα. Μου έδειξε με το δάκτυλο.
“Αυτή είμαι εγώ. Αυτός εκεί είσαι εσύ”.
“Μα βέβαια σε θυμάμαι. Πώς γίνεται να το ρωτάς;” κατάφερα να πω.
“Τι κάνεις; Ξεφορτώνεσαι το παρελθόν σου;”
Δεν είχα συνέλθει ακόμα. Της είπα να περάσει, της έδειξα τον καναπέ.
“Θέλεις καφέ;”
“Όχι, δεν θα μείνω πολύ”.
Κάθισε και ακούμπησε την τσάντα πλάι στα πόδια της.
“Εγώ, αντίθετα, συλλέγω αναμνήσεις”, μου είπε και γέλασε θλιμμένα. Ήταν ακόμα όμορφη.
Μιλήσαμε για τους παλιούς μας φίλους, τους γνωστούς, τους γείτονες, θυμηθήκαμε ιστορίες, κι ύστερα είπαμε για εμάς. Μόνο για όσα δεν ξέραμε, όμως. Αποφύγαμε κι οι δυο τα δύσκολα. Παράτησε τις σπουδές της και παντρεύτηκε, είχε και δυο παιδιά, μεγάλα πια, φευγάτα.
Μείναμε αμίλητοι μετά. Όσα δεν είχαν ειπωθεί τότε που έπρεπε, θα έμεναν για πάντα ανείπωτα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Η βροχή είχε δυναμώσει, το ίδιο και η μελαγχολία μου. Παλιά από εδώ έβλεπα τη θάλασσα. Τώρα δεν φαινόταν πια, την έκρυβαν οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν μπροστά της.
Όταν γύρισα να τη δω είχε σηκωθεί.
“Πάντα έτσι σε θυμάμαι. Να κοιτάς από το παράθυρο και να ξεχνιέσαι”.
Πήγε προς την πόρτα.
“Να σου δώσω μια ομπρέλα, βρέχει πολύ”, της είπα.
“Όχι, μετά θα πρέπει να στην επιστρέψω. Καλύτερα όχι”.
Στην πόρτα, πριν βγει στη βροχή, σταμάτησε.
“Το παρελθόν γίνεται βάρος, μερικές φορές. Μα δεν το διώχνεις με τεχνάσματα, το ξέρω καλά αυτό. Θα σε βαραίνει πάντα”.
Περίμενα μέχρι που χάθηκε στη στροφή. Έμενε μερικούς δρόμους παραπάνω. Γυρνώντας, είδα στο τραπεζάκι τους "Ατμολέβητες" και παραδίπλα ένα μολύβι.
Το άνοιξα ξανά στην τελευταία σελίδα. Είδα το σκίτσο μου να έχει αναδυθεί από τους λεκέδες, με τις γραμμές του τονισμένες πεντακάθαρα, όπως πρώτα. Μα τώρα ήταν το σκίτσο ενός μεσήλικα, με πρόσωπο σκαμμένο από τον ήλιο, την αρμύρα, τις φουρτούνες. Με την ψυχή του τσακισμένη από τη μοναξιά κι έναν παλιό, ανεκπλήρωτο έρωτα.
***
Πριν λίγες μέρες καταλογογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, ο βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο "διά τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών". Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξωφύλλου και του σκίτσου στο fb προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό...
Συμμετέχουν:
https://vivliothekarios.blogspot.com/
http://tsalapetinos.blogspot.com/
https://agrampelli.blogspot.com/