Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Ο ΠΑΡΗΣ

 


στη μνήμη του

Ξημέρωνε Χριστούγεννα σε λίγο. Της φάνηκε πως άκουσε το  στερνοπαίδι της να τη φωνάζει και ξύπνησε με τη λαχτάρα  του, πλάι στην άδεια στέρνα. 
    «Πάρη! Πού είσαι παιδί μου; Πάρη!» 
    Στο κάλεσμά της τα πουλιά φουρφούρισαν ανήσυχα κι ο όφις σύρθηκε και κρύφτηκε στα κατσοπρίνια. 
    Κοίταξε γύρω. Το πηγάδι είχε στερέψει, όλα ξερά. Η καρυδιά, η αχλαδιά, η καστανιά, η συκιά, τα κλήματα. Πώς βρέθηκε  στα Νερούτσικα, δεν ήξερε να πει. 
    «Μάνα!» άκουσε πάλι τη φωνή του, πιο μακριά. 
    Κατέβηκε, έφτασε στον ποταμό, πήγε προς τον Πετρά. Έτρεχε ξυπόλητη και ούτε που ένιωθε στα πόδια της πέτρες κι αγκάθια. Γλιστρώντας στο σκοτάδι ανάλαφρα με τα φτερά  του ανέμου, πέρασε το γεφύρι. 
    Στην άκρη του χωριού, στο τελευταίο σπίτι, είδε τη μεγάλη αδερφή της να κάθεται στη χαρουπιά. 
    «Βεργενία, είδες τον Πάρη μου;» 
    «Τον είδα τον έρμο. Γλακούσε κι είπε πως σε ψάχνει». Πιο κάτω η ξαδέρφη της στεκόταν πλάι στην παραστιά.
    «Αντριάνη, είδες το γιο μου;» 
    Αυτή δεν της απάντησε, μόνο γύρισε αλλού το πρόσωπο  και είπε σιγά μια μαντινάδα. 
    «Όντε βαρούν τον άνθρωπο οι πίκρες κι η οδύνη, στση μάνας του την αγκαλιά γυρεύγει τη γαλήνη».
    «Πάρη! Ε, Πάρη!» φώναξε πάλι στον κατάμαυρο ουρανό. Ξεπρόβαλε στην πόρτα απέναντι κι ο Γιώργης, ο πιο μικρός  της αδερφός, που ανέβαινε από το κελάρι. 
    «Γιώργη, το γιο μου γυρεύγω, κατέχεις πού είναι;» «Εδά πέρασε και πάει, λέει, να σε βρει». 
    Έτρεξε να ρωτήξει και τ’ άλλα αδέρφια της. Να η Ελένη στο μπαλκονάκι της. Να κι ο Μανώλης με την καλή στολή του, του  ντραγάτη, στην αυλή. Μόνο η Σοφία, η πιο μικρή, δεν φάνηκε. 
    «Μανώλη, Ελένη, το Παρουλιό μου ψάχνω. Ήκουσα που με  φώναζε και τρέμω μην του ’τυχε πράμα κακό». 
    «Εσένα ψάχνει, ετσά μας είπε μόνο». 
    «Δεν κάνει δίχως σου, το κακορίζικο, Κατίνα». 
    «Αχ, το παιδί μου, πόσα έχει τραβηγμένα! Να μπόριουνα να  το συντράμω μια ολιά». 
    «Εδά, Κατίνα, ήντα να κάνεις. Το βόηθησες όντε μπορούσες. Σαν τσι θυσίες σου, δεν ήκανε κιανείς». 
    «Μάνα!» ακούστηκε τότε ξανά σαν κλάμα ο γιος της.
    Πήρε την κατηφόρα. Φτάνοντας στην πλατεία, κρύος αέρας φύσηξε. Η καμπάνα του Άη-Γιώργη χτύπησε μόνη της και  γύρω από τον πλάτανο χόρεψαν οι σκιές. Από τους ζωντανούς  κανείς. Έρημοι οι δρόμοι, σφαλιστές οι πόρτες, όλα τα σπίτια  σκοτεινά. 
    Κατέβηκε το στενό και μπήκε στην αυλή του. Το σπίτι του  κλειστό κι αυτό, πιο σκοτεινό από τ’ άλλα.
    «Πάρη! Πάρη!» 
    «Μάνα!» η φωνή του αντήχησε στις Φλέγες. 
    Έφτασε στον αμαξιτό και ανηφόρισε για την Αγία Τριάδα. Όταν μπήκε στο νεκροταφείο, τον είδε. Γερμένο πάνω στον  τάφο της, στραγγισμένο από ζωή. Το αίμα που είχε τρέξει από  τις φλέβες του είχε λεκιάσει το άσπρο μάρμαρο, εκεί που ήταν  σκαλισμένο τ’ όνομά της. 
    «Μάνα!» 
    «Παιδάκι μου καλό, βασανισμένο, εδώ είμαι, μη φοβάσαι». Τον πήρε από το χέρι και βάδισαν μαζί στο φως που έλουζε  εκτυφλωτικά τα κυπαρίσσια. Πίσω ακολουθούσαν, σε πομπή,  τα αδέρφια της και οι άλλες σκιές.