Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΑΣ ΜΑΓΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ




Πρόβαλε στην κορφή της δημοσιάς και έμοιαζε σαν να σέρνει εκείνος με ένα αόρατο σκοινί τα μαύρα σύννεφα που έρχονταν πίσω του.
    Το βήμα του ήταν γοργό, σε μερικά λεπτά είχε φτάσει. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα και κάθισε να πάρει ανάσα.
    “Ωραία είσαι εδώ στην ερημιά”, είπε μετά.
    Μου ζήτησε ένα κρύο νερό και του έφερα από την πηγή.
    “Αν και εγώ δεν θα άντεχα ούτε μια μέρα”, μονολόγησε.
    “Με τι ασχολείσαι εσύ, αν επιτρέπεται;” τον ρώτησα.
    “Συνταξιούχος είμαι. Μόνη μου ασχολία, τα περασμένα”.
    “Τι σε φέρνει στα μέρη μας; Κανείς δεν έρχεται πια εδωπέρα. Προτιμούν εκείνο το ξενοδοχείο, δίπλα στη θάλασσα. Κλείνονται εκεί κι όταν τελειώσουν οι μέρες τους, φεύγουν”.
    “Ψάχνω έναν τόπο. Ρωτάω όποιον συναντήσω μήπως κι έχει βρεθεί σε αυτόν τον τόπο”.
    Μου έδειξε την καρέκλα δίπλα του και κάθισα να ακούσω.
    “Ταξίδεψα πολύ στη ζωή μου. Με αυτοκίνητα, καράβια, τραίνα, αεροπλάνα. Περπάτησα τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Γνώρισα τόσα μέρη που, όταν πέρασαν τα χρόνια και η μνήμη άρχισε κάπως να μπατάρει, οι αναμνήσεις μπλέχτηκαν. Τα πρόσωπα, τα μέρη, τα τοπία, οι μυρωδιές, οι ήχοι, ο χρόνος. Όλα έγιναν ένας αχταρμάς, ένας σωρός από ακατάληπτες στιγμές και εικόνες. Και δεν θυμάμαι πια πού ήταν ο τόπος αυτός που ψάχνω, ούτε και το όνομά του”.
    “Μπορείς να μου τον περιγράψεις;”
    “Θυμάμαι μια δημοσιά. Ένα καφενείο. Μικρό, δυο τρία τραπέζια. Πίσω του ένα βουνό. Στο βράχο δίπλα είχε μια μικρή σπηλιά και μέσα εκεί έρρεε μια πηγή με δροσερό νερό. Στη βάση της πηγής, σε μια ρηχή πέτρινη στέρνα, έβαζε ο καφετζής τις λεμονάδες να παγώσουν. Γύρω δεν είχε σπίτια. Ερημιά ήταν. Θάλασσα δεν θυμάμαι να φαινόταν”.
    Κοίταξα γύρω μα εκείνος δεν παρακολούθησε το βλέμμα μου. Τα μάτια του ήταν στραμμένα μέσα του. Ήξερα για ποιο μέρος μου μιλούσε. Μα δίσταζα ακόμα να του πω.
    “Και πώς σκοπεύεις να τον ξαναβρείς αυτόν τον τόπο; Έτσι, γυρνώντας στα τυφλά; Οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ σου”.
    “Το ξέρω, μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα τον αναγνωρίσω, όμως. Μόλις φτάσω κοντά, θα καταλάβω. Θα τον νιώσω”.
    “Τί το ιδιαίτερο έχει;”
    “Κάτι υπέροχο είχε γίνει εκεί. Μη μου ζητήσεις να σου πω ακριβώς, μου είναι αδύνατο να το περιγράψω. Κάτι απροσδιόριστο. Ένα θαύμα, ίσως. Ναι, ένα θαύμα! Δεν το είχα αντιληφθεί τότε σε όλη του την έκταση, ήμουν νέος, μα ξέρω πως σε εκείνο τον τόπο είχε συντελεστεί κάτι θαυμάσιο”.
    Ήπιε την τελευταία γουλιά από το νερό και του έφερα άλλο.
    “Ίσως, πάλι, τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβη, δεν παίρνω όρκο. Ίσως αρκούσε μόνο η παρουσία σ’ αυτόν τον τόπο, η αρμονία του χρόνου με το χώρο, η συγκυρία. Όμως, η αίσθηση εκείνη, ο αθάνατος απόηχός της! Έχω ακόμα τα σημάδια στην καρδιά μου. Μόνο που, όσο περνούν τα χρόνια, ξεθωριάζουν. Δεν βγάζω νόημα πια. Γι’ αυτό και βιάζομαι να ξαναβρώ τον τόπο εκείνο κι όσα έζησα τότε εκεί. Να καταλάβω. Πριν τα σημάδια επουλωθούν για πάντα”.
    “Ίσως ο τόπος έχει αλλάξει μετά από τόσα χρόνια”.
    “Θα τον αναγνωρίσω”, επέμεινε. “Δεν είναι σαν τους άλλους”.
    Πήρα μια λεμονάδα από την στέρνα με το κρύο νερό και του την έδωσα.
    “Να, πιες”.
    Του έδειξα γύρω.
    “Δες”, του είπα. “Κοίτα γύρω σου. Εδώ είναι ο τόπος που γυρεύεις. Εγώ είμαι ο καφετζής που ψάχνεις. Εγώ είμαι ο φύλακας του τόπου σου”.
    Γέλασε.
    “Όχι”, μου είπε, “δεν είσαι εσύ. Δεν είναι ετούτος ο ξερότοπος αυτός που ψάχνω. Πού είναι η συγκίνηση εκείνη που θυμάμαι; Πού είναι εκείνη η αίσθηση του αιώνιου, η ερημιά, η γαλήνη, ο έρωτας, το θαυμαστό, το μεγαλειώδες και το απλό συγχρόνως; Όχι, θα το είχα νιώσει”.

Φίλε ταξιδευτή, πώς να το νιώσεις; Αυτός ο τόπος είναι εδώ μα δεν υπάρχει πια. Όχι όπως πριν. Όχι για μας. Μπορούν μονάχα να τον δουν -κι αυτός να τους μαγέψει- τα μάτια των αγνών, των διψασμένων. Εσύ κι εγώ έχουμε ξεδιψάσει. Είδαμε όσα προλάβαμε να δούμε ώσπου θόλωσαν τα μάτια και αμβλύνθηκαν οι αισθήσεις μας. Αλλάξαμε. Και η καρδιά γέμισε τόσο, που είναι σαν άδεια. Με τις μικρές σταγόνες ομορφιάς που πίναμε σαν δόσεις δηλητήριου ώσπου τη συνηθίσαμε, δεν έμεινε ομορφιά, χάθηκε μέσα στην ασχήμια όπου ήταν διαλυμένη και εκείνος ο χυλός μας σκότωσε. Σε μέτρια φωτιά, σε χλιαρές διαχύσεις, συγκαταβατικές χειρονομίες, η σκόνη τόσων χρόνων κατακάθισε κι έσβησε την ορμή μας, έσβησε τα ίχνη μας, πίσω δεν έχει μείνει τίποτα καθαρό, άδειασε ο κόσμος από θαύματα. Πώς να μετρήσεις τα χαμένα πια, πώς να ζυγιάσεις τα παλιά, τα τελειωμένα, πώς να μιλήσεις, πώς να δείξεις, πώς να δεις, με την καρδιά σου τίποτα πια να μη χωρά. Η μνήμη; Η μνήμη ξεψυχάει σε μια χωματερή από παιδικά παιχνίδια. Σβήνουμε, πάμε, φεύγουμε, η αγωνία μας από τίποτα δεν μπορεί να κρατηθεί.
    Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, μια λάμψη από εκείνη τη μαγεία που είχα κι εγώ ξεχάσει, αναδύθηκε. Γρήγορα έσβησε. Άνοιξα τα μάτια.
    “Ίσως έχεις δίκιο”, του είπα. “Μπορεί να κάνω λάθος. Δεν είναι αυτός ο τόπος. Ποτέ δεν ήταν”.
    Δεν ήθελα να τον απογοητεύσω.

Με αποχαιρέτησε και κίνησε να φύγει. Μα ίσως κάποιες αμφιβολίες είχαν αρχίσει να τον τρώνε. Γιατί το βήμα του ήταν τώρα αργό, διστακτικό. Έρμαιο ακόμα της ελπίδας και της άγνοιας, οι προσδοκίες του εξακολουθούσαν να τον κυβερνούν. Έγερνε όμως τώρα, ίσως, προς μιαν αποδοχή του κύκλου που έκλεινε χωρίς να περικλείει εκείνον, καθώς, εξορισμένος στο κενό της μάταιης αναζήτησής του, δεν μπορούσε πια να  επιστρέψει, ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον.
Πίσω του, καθώς ξεμάκραινε, τα άνθη μαραίνονταν, τα φύλλα στρούφιζαν και έπεφταν ξερά, το χώμα πλάι στο δρόμο σβόλιαζε, η άσφαλτος άνοιγε, τα πουλιά βουβαίνονταν. Η πηγή στέρεψε μεμιάς κι ο βράχος έγειρε να σφαλίσει τη σπηλιά. Κι όταν χάθηκε στη στροφή, πίσω από το βουνό, τα σύννεφα τον ακολούθησαν.


Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ

 


Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου "Ατμολέβητες", της Σχολής Μηχανικών στο Λιμάνι όπου φοιτούσα, υπήρχε ένα σκίτσο μου. Ποιος το είχε σχεδιάσει; Ποιο χέρι είχε πιάσει το μολύβι ενώ είχα παρατήσει το βιβλίο κάπου ή, ίσως ακόμα, ενώ κοιτούσα αφηρημένος τη θάλασσα από το παράθυρο -όπως τόσο συχνά έκανα στο σπίτι ή ακόμα και στην τάξη όταν το μάθημα ήταν βαρετό- κι έκανε βιαστικά αυτό το σχέδιο, κακότεχνο αλλά αρκετά πιστό σ’ αυτό που ήμουν; Ποτέ δεν έμαθα, κανείς δεν μου είχε πει. Έτσι κι αλλιώς, μετά από λίγο, το σκίτσο αυτό ξεχάστηκε. Τέλειωσα τη σχολή και μπάρκαρα, και το βιβλίο έμεινε παρατημένο σε μια κούτα μαζί με άλλα, στο υπόγειο.

Χρόνια αργότερα, όταν παράτησα τη θάλασσα, γύρισα για να ξαναπιάσω -και να τελειώσω μάλλον- τη ζωή μου εκεί όπου την είχα αφήσει, στο σπίτι μας στη Χώρα. Άδειο από ανθρώπους πια το πατρικό μου, γεμάτο όμως ασφυκτικά από αναμνήσεις που το στοίχειωναν και που, αν δεν απαλλασσόμουν γρήγορα απ' αυτές, θα με δυνάστευαν για πάντα.

Καθάριζα το υπόγειο από το ρημαδιό, όταν μια σάπια από την υγρασία κούτα διαλύθηκε στα χέρια μου και το περιεχόμενο άδειασε στο τσιμέντο. Σήκωσα το βιβλίο, κιτρινισμένο και σαθρό, και το άνοιξα εκεί που θυμόμουν. Το σχέδιο ήταν ακόμα εκεί, μα ίσα που ξεχώριζαν αχνά οι γραμμές του, μισοχαμένες στους λεκέδες που είχαν απλώσει στο χαρτί, σαν παιδική ακουαρέλα δίχως θέμα, η υγρασία κι ο χρόνος. Κάποιος ανήξερος δύσκολα θα υποψιαζόταν πως αυτά τα ελάχιστα ίχνη σχημάτιζαν κάποτε τα χαρακτηριστικά ενός νεανικού προσώπου. Μα ποιος νοιάζεται. Μάζεψα τα βιβλία όπως όπως και τα κουβάλησα πλάι στον κάδο. Μαζί τους κι όλο το σκουπιδαριό κι όλες τις κούτες με κάθε λογής, άχρηστα πια για μένα, χαρτιά και παλιοπράματα, που μόνο επιφανειακά ερεύνησα το περιεχόμενό τους. Η ολοκληρωτική απαλλαγή από τα παλιά, θα με ελευθέρωνε με κάποιο τρόπο. Έτσι πίστευα.

Σηκώθηκα νωρίς την άλλη μέρα. Ο ουρανός ήταν μουντός και ψιλόβρεχε. Κοιτώντας στο δρόμο από το παράθυρο, είδα μια ψηλόλιγνη γυναίκα να περνά, να κοντοστέκεται πλάι στον κάδο και ύστερα να σκύβει πάνω από τα πράγματα που είχα πετάξει. Ξεδιάλεξε κάποια από αυτά και τα έχωσε σε μια μεγάλη τσάντα. Καθώς, κάπως ενοχλημένος, σκεφτόμουν με ποιο τρόπο να αντιδράσω, η γυναίκα έστρεψε τα μάτια προς το μέρος μου και, όταν με διέκρινε να την παρατηρώ πίσω από το τζάμι, σηκώθηκε. Διστακτικά στην αρχή, πιο αποφασιστικά μετά, βάδισε προς το σπίτι. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσει, πρόλαβα και της άνοιξα την πόρτα.

Με κοίταξε εξεταστικά με τα γαλάζια μάτια της κι ένα χαμόγελο φώτισε κάπως το πρόσωπό της.

“Γύρισες, λοιπόν”, κι ύστερα, “Δεν με θυμάσαι, ε;”

Την είχα αναγνωρίσει βέβαια. Μα η συγκίνηση δεν με άφηνε να αρθρώσω λέξη.

Έχωσε το χέρι της στη τσάντα με εκείνα που είχε ξεδιαλέξει και τράβηξε μια ξεπλυμένη από χρώματα φωτογραφία. Μια παρέα νεαρών δίπλα στη θάλασσα. Μου έδειξε με το δάκτυλο.

“Αυτή είμαι εγώ. Αυτός εκεί είσαι εσύ”.

“Μα βέβαια σε θυμάμαι. Πώς γίνεται να το ρωτάς;” κατάφερα να πω.

“Τι κάνεις; Ξεφορτώνεσαι το παρελθόν σου;”

Δεν είχα συνέλθει ακόμα. Της είπα να περάσει, της έδειξα τον καναπέ.

“Θέλεις καφέ;”

“Όχι, δεν θα μείνω πολύ”.

Κάθισε και ακούμπησε την τσάντα πλάι στα πόδια της.

“Εγώ, αντίθετα, συλλέγω αναμνήσεις”, μου είπε και γέλασε θλιμμένα. Ήταν ακόμα όμορφη.

Μιλήσαμε για τους παλιούς μας φίλους, τους γνωστούς, τους γείτονες, θυμηθήκαμε ιστορίες, κι ύστερα είπαμε για εμάς. Μόνο για όσα δεν ξέραμε, όμως. Αποφύγαμε κι οι δυο τα δύσκολα. Παράτησε τις σπουδές της και παντρεύτηκε, είχε και δυο παιδιά, μεγάλα πια, φευγάτα.

Μείναμε αμίλητοι μετά. Όσα δεν είχαν ειπωθεί τότε που έπρεπε, θα έμεναν για πάντα ανείπωτα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Η βροχή είχε δυναμώσει, το ίδιο και η μελαγχολία μου. Παλιά από εδώ έβλεπα τη θάλασσα. Τώρα δεν φαινόταν πια, την έκρυβαν οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν μπροστά της. 

Όταν γύρισα να τη δω είχε σηκωθεί.

“Πάντα έτσι σε θυμάμαι. Να κοιτάς από το παράθυρο και να ξεχνιέσαι”.

Πήγε προς την πόρτα.

“Να σου δώσω μια ομπρέλα, βρέχει πολύ”, της είπα.

“Όχι, μετά θα πρέπει να στην επιστρέψω. Καλύτερα όχι”.

Στην πόρτα, πριν βγει στη βροχή, σταμάτησε.

“Το παρελθόν γίνεται βάρος, μερικές φορές. Μα δεν το διώχνεις με τεχνάσματα, το ξέρω καλά αυτό. Θα σε βαραίνει πάντα”.

Περίμενα μέχρι που χάθηκε στη στροφή. Έμενε μερικούς δρόμους παραπάνω. Γυρνώντας, είδα στο τραπεζάκι τους "Ατμολέβητες" και παραδίπλα ένα μολύβι.

Το άνοιξα ξανά στην τελευταία σελίδα. Είδα το σκίτσο μου να έχει αναδυθεί από τους λεκέδες, με τις γραμμές του τονισμένες πεντακάθαρα, όπως πρώτα. Μα τώρα ήταν το σκίτσο ενός μεσήλικα, με πρόσωπο σκαμμένο από τον ήλιο, την αρμύρα, τις φουρτούνες. Με την ψυχή του τσακισμένη από τη μοναξιά κι έναν παλιό, ανεκπλήρωτο έρωτα.




***

Πριν λίγες μέρες καταλογογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, ο βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο "διά τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών". Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξωφύλλου και του σκίτσου στο fb προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό...

Συμμετέχουν:

https://vivliothekarios.blogspot.com/

http://tsalapetinos.blogspot.com/

https://rubycloud.blogspot1

https://rubycloud.blogspot2

https://agrampelli.blogspot.com/


Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Ο ΠΑΡΗΣ

 


στη μνήμη του

Ξημέρωνε Χριστούγεννα σε λίγο. Της φάνηκε πως άκουσε το  στερνοπαίδι της να τη φωνάζει και ξύπνησε με τη λαχτάρα  του, πλάι στην άδεια στέρνα. 
    «Πάρη! Πού είσαι παιδί μου; Πάρη!» 
    Στο κάλεσμά της τα πουλιά φουρφούρισαν ανήσυχα κι ο όφις σύρθηκε και κρύφτηκε στα κατσοπρίνια. 
    Κοίταξε γύρω. Το πηγάδι είχε στερέψει, όλα ξερά. Η καρυδιά, η αχλαδιά, η καστανιά, η συκιά, τα κλήματα. Πώς βρέθηκε  στα Νερούτσικα, δεν ήξερε να πει. 
    «Μάνα!» άκουσε πάλι τη φωνή του, πιο μακριά. 
    Κατέβηκε, έφτασε στον ποταμό, πήγε προς τον Πετρά. Έτρεχε ξυπόλητη και ούτε που ένιωθε στα πόδια της πέτρες κι αγκάθια. Γλιστρώντας στο σκοτάδι ανάλαφρα με τα φτερά  του ανέμου, πέρασε το γεφύρι. 
    Στην άκρη του χωριού, στο τελευταίο σπίτι, είδε τη μεγάλη αδερφή της να κάθεται στη χαρουπιά. 
    «Βεργενία, είδες τον Πάρη μου;» 
    «Τον είδα τον έρμο. Γλακούσε κι είπε πως σε ψάχνει». Πιο κάτω η ξαδέρφη της στεκόταν πλάι στην παραστιά.
    «Αντριάνη, είδες το γιο μου;» 
    Αυτή δεν της απάντησε, μόνο γύρισε αλλού το πρόσωπο  και είπε σιγά μια μαντινάδα. 
    «Όντε βαρούν τον άνθρωπο οι πίκρες κι η οδύνη, στση μάνας του την αγκαλιά γυρεύγει τη γαλήνη».
    «Πάρη! Ε, Πάρη!» φώναξε πάλι στον κατάμαυρο ουρανό. Ξεπρόβαλε στην πόρτα απέναντι κι ο Γιώργης, ο πιο μικρός  της αδερφός, που ανέβαινε από το κελάρι. 
    «Γιώργη, το γιο μου γυρεύγω, κατέχεις πού είναι;» «Εδά πέρασε και πάει, λέει, να σε βρει». 
    Έτρεξε να ρωτήξει και τ’ άλλα αδέρφια της. Να η Ελένη στο μπαλκονάκι της. Να κι ο Μανώλης με την καλή στολή του, του  ντραγάτη, στην αυλή. Μόνο η Σοφία, η πιο μικρή, δεν φάνηκε. 
    «Μανώλη, Ελένη, το Παρουλιό μου ψάχνω. Ήκουσα που με  φώναζε και τρέμω μην του ’τυχε πράμα κακό». 
    «Εσένα ψάχνει, ετσά μας είπε μόνο». 
    «Δεν κάνει δίχως σου, το κακορίζικο, Κατίνα». 
    «Αχ, το παιδί μου, πόσα έχει τραβηγμένα! Να μπόριουνα να  το συντράμω μια ολιά». 
    «Εδά, Κατίνα, ήντα να κάνεις. Το βόηθησες όντε μπορούσες. Σαν τσι θυσίες σου, δεν ήκανε κιανείς». 
    «Μάνα!» ακούστηκε τότε ξανά σαν κλάμα ο γιος της.
    Πήρε την κατηφόρα. Φτάνοντας στην πλατεία, κρύος αέρας φύσηξε. Η καμπάνα του Άη-Γιώργη χτύπησε μόνη της και  γύρω από τον πλάτανο χόρεψαν οι σκιές. Από τους ζωντανούς  κανείς. Έρημοι οι δρόμοι, σφαλιστές οι πόρτες, όλα τα σπίτια  σκοτεινά. 
    Κατέβηκε το στενό και μπήκε στην αυλή του. Το σπίτι του  κλειστό κι αυτό, πιο σκοτεινό από τ’ άλλα.
    «Πάρη! Πάρη!» 
    «Μάνα!» η φωνή του αντήχησε στις Φλέγες. 
    Έφτασε στον αμαξιτό και ανηφόρισε για την Αγία Τριάδα. Όταν μπήκε στο νεκροταφείο, τον είδε. Γερμένο πάνω στον  τάφο της, στραγγισμένο από ζωή. Το αίμα που είχε τρέξει από  τις φλέβες του είχε λεκιάσει το άσπρο μάρμαρο, εκεί που ήταν  σκαλισμένο τ’ όνομά της. 
    «Μάνα!» 
    «Παιδάκι μου καλό, βασανισμένο, εδώ είμαι, μη φοβάσαι». Τον πήρε από το χέρι και βάδισαν μαζί στο φως που έλουζε  εκτυφλωτικά τα κυπαρίσσια. Πίσω ακολουθούσαν, σε πομπή,  τα αδέρφια της και οι άλλες σκιές.