Καθόμουν στην αυλή όταν,
μες
στη δυσοίωνη
ησυχία, άκουσα
βήματα. Ο δρόμος ήταν έρημος, κανένας
δεν φαινόταν. Όμως τα βήματα εξακολουθούσαν
να αντηχούν, χωρίς να
σταματούν, χωρίς να σβήνουν.
Κοίταξα τότε
γύρω τα φυτά. Τα είδα ξαφνικά να
μεγαλώνουν, χλωρούς
βλαστούς να ξεπετάγονται, να ανοίγουν,
να γυρνούν στο φως, όπως μπορεί κανείς
να δει τον λεπτοδείχτη στο ρολόι να
γυρνά, νύχτα, λίγο πριν
τον εφιάλτη. Ο χρόνος ήταν. Περνούσε κι
έφευγε, περνούσε κι έφευγε κι εγώ καθόμουν
κι άκουγα τα βήματά του,
κι όπως βάραινε πάνω μου η μελαγχολία
κι όλα τα σχέδιά μου έμοιαζαν άτοπα,
παρακάλεσα τον γέροντα
να είναι τουλάχιστον
ευγενικός με
τα παιδιά μας, να δείξει
καλοσύνη και να τα αφήσει
να ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο.