Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Αλλά...


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ, Ο επιστάτης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 433

http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2020/09/blog-post_2.html#more


Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας κινείται σε δύο αδιαχώριστα και ταυτοχρόνως ασύμβατα επίπεδα που ορίζουν την γεωμετρία του σύγχρονου χάους. Παρουσιάζει μια κανονικότητα που θα μπορούσε να είναι παρήγορη και καθησυχαστική, έναν έρωτα παθιασμένο και ζωογόνο, μια νεανική ανδρική φιλία αρραγή και ελπιδοφόρο, ένα ήσυχο νησί παραδείσιο τόπο καταφυγής, μια πόλη ασφαλή, φιλόξενη και ανοικτή στις ετερογένειες, για να τα ανατρέψει όλα ευθύς εξαρχής, σφυρηλατώντας με δύναμη μια δραματική, βίαιη και αδιέξοδη συνθήκη. Καθόσον η πλοκή του μυθιστορήματος, ακροβατώντας ριψοκίνδυνα και πεισματικά στην μεθόριο ενός «αλλά», ακυρώνει κάθε ελπίδα για ένα ευοίωνο μέλλον και μέσα από απρόβλεπτα γεγονότα, δυσοίωνες καταστάσεις και γκρίζες ζοφερές εικόνες, καθηλώνει απότομα τον αναγνώστη σε μια ασφυκτική δυστοπία εγκλεισμού και απόγνωσης. Σε μια κατάσταση ηθικής και κοινωνικής παραλυσίας όπου οι έννοιες και τα συναισθήματα έχουν χάσει το νόημα τους, ενώ οι ήρωες μηχανορραφούν, εγκληματούν ή παρασύρονται απαθείς, ενδεείς και χωρίς αντιστάσεις εδώ κι εκεί, ακολουθώντας τη ροή του χρήματος, τις ανάγκες της διαπλοκής ή τις επιταγές της εξουσίας.
Τρεις νέοι άντρες, διαφορετικοί από κάθε άποψη, πηγαίνουν να κατασκηνώσουν σε ένα νησί για να συσφίξουν τους δεσμούς της παιδιόθεν φιλίας τους μετά την αποφυλάκιση του ενός από αυτούς. Μαζί τους και η αδελφή του εμπνευστή της εκδρομής, κρυφά ερωτευμένη με τον κεντρικό ήρωα. Και ενώ όλα θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μια καλοκαιρινή περιπέτεια με όλα τα κλισέ σε χρήση και παράθεση να σκηνογραφούν με ανακλητική δυναμική την θερινή ραστώνη και την νεανική υπεροψία και αυταρέσκεια (ήλιος, άμμος, θάλασσα, ερωτισμός και υπαρξιακές αναζητήσεις), όλα καταλήγουν σε μια αδιανόητη και αδυσώπητη πανωλεθρία.

Η ιστορία του Μανώλη Λυδάκη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστυνομική αφού έχει όλα τα στοιχεία του είδους: αναπάντητα ερωτήματα, μυστηριώδεις δολοφονίες, ατιμώρητους ενόχους και επίμονους οξυδερκείς αστυνομικούς. Επίσης θρίλερ, αφού έχει αγωνία, σασπένς, πτώματα χωρίς ταυτότητα, βίαιες εξελίξεις, απρόσμενες ανατροπές, θύτες που είναι θύματα και αντιστρόφως. Αν δεν υπήρχε διάχυτη σε όλη την αφήγηση η αίσθηση μιας υφέρπουσας γενικευμένης κρίσης αξιών να υπονομεύει το αυτονόητο, το κοινωνικό και το πολιτικό και να εμπλέκει ανεπίγνωστα στον ιστό της, όχι μόνο τα πρόσωπα της πλοκής, αλλά και τον ίδιο τον αναγνώστη.
Η ερωτική ιστορία μένει μετέωρη με όλα τα ερωτήματα ανοιχτά και χωρίς αίσιο τέλος, οι ήρωες αποδεικνύονται πιόνια σε μια στημένη παρτίδα που αφήνονται να παραπλανηθούν, να δυστυχήσουν ή να εξαγοραστούν. Οι επιλογές και οι πράξεις τους σκηνοθετημένες από άλλους, η εκδρομή μηχανορραφία, η φιλία πρόσχημα, ο φόνος κάλπικος, ο αστυνομικός φαύλος να διαπλέκεται και να χρηματίζεται, τα εγκλήματα διατεταγμένες στρατηγικές κινήσεις από τους ισχυρούς με στόχο το συμφέρον ή το κέρδος, το ειδυλλιακό νησί τόπος εγκλεισμού των μεταναστών που ξεβράζει η θάλασσα, η πόλη ανοχύρωτος χώρος της απάθειας των νοικοκυραίων και του φόβου που οι ομάδες  των φασιστών σπέρνουν στους απόκληρους και τους αδύναμους.
Η αφήγηση οργανώνεται σε εννέα μέρη, με σύντομα κεφάλαια που λειτουργούν με τον ειρμό και την λογική των κινηματογραφικών σκηνών, καθώς ανατρέπεται συχνά η γραμμικότητα της ροής των γεγονότων, εναλλάσσονται οι αφηγητές και οι χώροι. Η πλοκή είναι καταιγιστική και πολυδιάστατη, ο λόγος ασθματικός και η γλώσσα σκληρή και άμεση. Κρατώ στο μυαλό μου την εικόνα του έρημου οικοπέδου που βρισκόταν πριν την καταστροφή το πατρικό σπίτι του ήρωα και τον μικρό του αδελφό, που δεν πρόλαβε να γίνει αρχιτέκτονας, να χαράζει με τα χέρια την κάτοψη στο χώμα, ξεριζώνοντας τα ξερόχορτα και κατοικώντας με πείσμα τον κενό χώρο. Ή την εικόνα των μεταναστών που κτίζουν στην παραλία έναν τοίχο σαν παραπέτασμα για να κρύψουν την θάλασσα. 
Ο συγγραφέας σχεδόν μέχρι το τέλος κλείνει πεισματικά όλες τις διόδους διαφυγής για τα πρόσωπα του έργου του αναπαριστώντας επίμονα έναν ανάπηρο κόσμο, χωρίς αξίες και ιδανικά. Μέχρι να αφήσει να πέσει μια ισχνή χαραμάδα φωτός στην διαλυμένη ζωή του ήρωα του. Η ανιδιοτελής φιλία, η γνώση και κυρίως η αγάπη ανάμεσα σε πατέρα και γιο θα πλέξουν ένα δίχτυ ασφαλείας. Και κάπου εκεί με την βοήθεια συγγραφέα και αναγνώστη η αφήγηση μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή. Αλλά…


Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ 229921




Διακόσια είκοσι εννιά - εννιακόσια είκοσι ένα. Ηράκλειο, οδός Λασιθίου. Μια ζεστή, καλοκαιριάτικη μέρα, ένα πιτσιρίκι αποφασίζει χωρίς λόγο να αποστηθίσει τον αριθμό της πινακίδας ενός Opel Caravan και να μην τον ξεχάσει ποτέ. Πενήντα τόσα χρόνια μετά, θυμάμαι ακόμα αυτόν τον αριθμό, όπως θυμάμαι κι εκείνο το παιδί που με κοιτάει από το παρελθόν σαν να επιθυμούσε εκείνη η μέρα να μείνει στη μνήμη του άντρα που θα γίνει κάποτε, έτσι ώστε αυτό το μυστικό που μοιραζόμαστε να γίνει η απόδειξη ότι είμαστε ένα. Είναι ακόμα εκεί και με κοιτάει και χαίρεται που δεν το ξέχασα. Έδωσε μια υπόσχεση στο μέλλον και την κράτησε.

Σήμερα, όπως καθόμουν στην αυλή, μια άσπρη πεταλούδα πέρασε μπροστά μου, φτερούγισε άτσαλα στα γιασεμιά κι ύστερα χάθηκε. Είχα στα χέρια μου την κάμερα μα δεν την φωτογράφισα. Προτίμησα να εντυπώσω στο μυαλό μου τη στιγμή με κάθε λεπτομέρεια. Την κίνησή της, τα δροσερά φυλλώματα που γυάλιζαν στο φως, την ησυχία στο δρόμο, το αεράκι. Δεν θα σβηστεί ποτέ από το μυαλό μου αυτή η στιγμή, αποφάσισα. Ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν. Διασχίζοντας τις εποχές θα φτάσει και σε εκείνη τη ζεστή μέρα. Και τότε το παιδί που χάρη σε έναν αριθμό ζει μέσα μου για πάντα, κάθε που βλέπει την άσπρη πεταλούδα που φτερούγισε μπροστά στα μάτια μας, θα θυμάται μια άλλη καλοκαιριάτικη μέρα και τον άντρα που θα γίνει κάποτε, κι εγώ θα χαίρομαι που ούτε κι αυτό με έχει ξεχάσει, μετά από τόσα χρόνια. 

Διακόσια είκοσι εννιά - εννιακόσια είκοσι ένα. Ο αριθμός αυτός είναι το πέταγμα μιας πεταλούδας. Εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
























Καθόμουν στην αυλή όταν, μες στη δυσοίωνη ησυχία, άκουσα βήματα. Ο δρόμος ήταν έρημος, κανένας δεν φαινόταν. Όμως τα βήματα εξακολουθούσαν να αντηχούν, χωρίς να σταματούν, χωρίς να σβήνουν. Κοίταξα τότε γύρω τα φυτά. Τα είδα ξαφνικά να μεγαλώνουν, χλωρούς βλαστούς να ξεπετάγονται, να ανοίγουν, να γυρνούν στο φως, όπως μπορεί κανείς να δει τον λεπτοδείχτη στο ρολόι να γυρνά, νύχτα, λίγο πριν τον εφιάλτη. Ο χρόνος ήταν. Περνούσε κι έφευγε, περνούσε κι έφευγε κι εγώ καθόμουν κι άκουγα τα βήματά του, κι όπως βάραινε πάνω μου η μελαγχολία κι όλα τα σχέδιά μου έμοιαζαν άτοπα, παρακάλεσα τον γέροντα να είναι τουλάχιστον ευγενικός με τα παιδιά μας, να δείξει καλοσύνη και να τα αφήσει να ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο.