Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΒΡΟΧΗ




Όσα συνέβησαν εκείνη την άνοιξη θα στοιχειώνουν για πάντα αυτούς που τα έζησαν. Όποτε τολμούν τα μικρά παιδιά να ζητήσουν από τους παππούδες τους να τους διηγηθούν όσα θυμούνται από τότε, εκείνοι σταματούν απότομα ό,τι κι αν κάνουν. Ζαρώνουν το μέτωπο κι όταν σηκώνουν το κεφάλι τα παιδιά τρέχουν να κρυφτούν μακρυά από το αγριεμένο βλέμμα τους.
Στις 12 Απρίλη του 2019 λένε πως ο ουρανός συννέφιασε. Οι άνθρωποι σηκώνοντας ανήσυχοι τα μάτια είδαν τη μαυρίλα να κατεβαίνει με μπουμπουνητά από τα βουνά. Μερικοί προνοητικοί άρχισαν να τρέχουν προς τα σπίτια τους. Άλλοι έπαιρναν τηλέφωνο τους δικούς τους για να τους πουν να φυλαχτούν. Οι φήμες γρήγορα διαδόθηκαν: θα βρέξει. Πλήθη κατέκλυσαν τις στοές και τους σταθμούς του μετρό. Τα σουπερμάρκετ άδειασαν αμέσως, τα μαγαζιά κατέβασαν ρολά.

Και τότε ξαφνικά άρχισε πραγματικά να βρέχει. Έντρομοι οι άνθρωποι, κοιτούσαν τις υγρές σταγόνες που έρχονταν από τον ουρανό και έπεφταν επί δικαίων και αδίκων. Σε λίγο όλα είχαν βραχεί. Οι λακκούβες στο δρόμο γέμισαν νερό. Ρυάκια άρχισαν να σχηματίζονται στις άκρες και σύντομα έγιναν μικρά ποτάμια. Περνούσαν τα φρεάτια που μάταια πάσχιζαν να τα κρατήσουν και παρασέρνοντας όσα σκουπίδια έβρισκαν μπροστά τους συνέχιζαν, μακρυά, ως κάτω εκεί που έβλεπε το μάτι. Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες είπαν μετά πως τα είδαν να χύνονται στη θάλασσα. Η αξιοπιστία τους αμφισβητήθηκε από πολλούς.
Οι σταγόνες κυλούσαν αργά και βασανιστικά στα τζάμια. Κάποιες απ' αυτές πάσχιζαν να μπούνε μέσα, αλλά αυτά ήτανε καλά κλεισμένα. Με σκούπες και σφουγγαρόπανα στα χέρια οι νοικοκυραίοι επαγρυπνούσαν, παραφύλαγαν στις μπαλκονόπορτες, έδιωχναν τα νερά στα λούκια, με κίνδυνο κάθε στιγμή να γίνουν μούσκεμα.
Κάποιοι άτυχοι δεν πρόλαβαν να βρουν καταφύγιο. Τους πέτυχε η βροχή στο δρόμο. Βράχηκαν. Ναι. Τα ρούχα τους και τα μαλλιά τους κι ότι είχε μείνει ακάλυπτο στο σώμα τους. Κάποιοι άλλοι, στην προσπάθεια να διασχίσουν το δρόμο, τόλμησαν να τσαλαβουτήσουν μέσα στα νερά. Η έκφραση της απελπισίας στα μάτια τους, διηγούνται κάποιοι ανατριχιάζοντας, ήταν κάτι ανείπωτο. Οι περισσότεροι έφτασαν σώοι  στα σπίτια τους, μα η εμπειρία αυτή τους έχει σημαδέψει για πάντα.
Ήταν κάτι τρομερό, διηγούνται, και θέλουν να ξεχάσουν. Η θέα των βρεγμένων τοίχων, τα φυλλώματα που έγερναν βαριά από τη βροχή, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος...
Κι ο ήχος της, ο μονότονος ήχος της βροχής να πέφτει, στο δρόμο, στην ταράτσα, στις λαμαρίνες. Οι άνθρωποι έκλειναν τα αυτιά τους για να μην ακούν. Μάταια.

Ύστερα, ξαφνικά όπως άρχισε, σταμάτησε. Δειλά-δειλά οι άνθρωποι άρχισαν να ξεμυτίζουν. Βγήκαν στους δρόμους που είχαν αρχίσει κιόλας να στεγνώνουν και μετρήθηκαν.
"Η βροχή ας μας γίνει μάθημα", είπε κάποιος πολιτικός, κραδαίνοντας μια ομπρέλα, και όλοι συμφώνησαν. "Η φύση είναι ύπουλη και εχθρική, δεν πρέπει να της έχουμε καμιά εμπιστοσύνη".