Ο βράχος κρέμεται πάνω από το γκρεμό. Το δέντρο γέρνει πάνω από το βράχο. Ένα λειψό φεγγάρι τους φωτίζει.
Ο άνθρωπος που κάθεται στο βράχο σκέφτεται. Οι σκέψεις του είναι τα πουλιά που τον κοιτάνε από το δέντρο. Οι σκέψεις των πουλιών είναι τα ψίχουλα που πέφτουν στο γκρεμό όταν δαγκώνει το κουλούρι.
Το σύμπλεγμα είναι μελαγχολικό. Σηκώνει το κουλούρι του ψηλά, λειψό όπως το φεγγάρι. Τα δάκτυλά του το θρουλίζουν και τότε τα πουλιά πετούν στους ώμους του και τον τσιμπολογάνε. Δεν θα γλυτώσει. Οι σκέψεις του είναι αχόρταγες.
Ο αστυνομικός που καταφθάνει ασθμαίνοντας δεν έχει λόγο να φοβάται. Σκέφτεται μόνο τη γυναίκα του και το ζεστό φαΐ το βράδυ και τα ανοιχτά της πόδια στο κρεββάτι. Το ρόπαλο που κρέμεται στη ζώνη του, τον βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο.
Ο άνθρωπος πάνω από το γκρεμό έχει λόγους να φοβάται. Αίφνης, το δέντρο σκύβει πάνω του και τον κοιτάζει. Με όλα τα φύλλα του και τα πουλιά του και τις σκέψεις, τον κοιτάζει. Πετάει το κουλούρι μακρυά. Ψίχουλα λάμπουν στα χορτάρια και τότε τα πουλιά του κυνηγούν αστέρια.
Αυτός ο άνθρωπος πενθεί μονίμως. Κανείς δεν ξέρει να πενθεί όπως αυτός. Όταν σηκώνει το βλέμμα, τα μάτια του ανοίγουν σαν παράθυρα και όποιος κοιτάξει μέσα τους πετρώνει.
Ο αστυνομικός στέκει μακρυά του. Τον αναγνωρίζει τώρα. "Σήκω και φύγε επιτέλους, κάνε κάτι", του λέει με κακεντρέχεια. "Οι δικοί σου άρχισαν να σε ξεχνούν. Ο κόσμος σου βουλιάζει. Οι σκέψεις σου δεν θα σε σώσουν".
Ο άνθρωπος στο βράχο ήταν κάποτε παιδί, θυμάται. Ύστερα ξαφνικά όλα μοιάζουν ψέμα. Τινάζει τα ψίχουλα από το παντελόνι του και σηκώνεται. Από πάνω του φτεροκοπάνε τα πουλιά και πέφτουν άψυχα στα πόδια του.
Κάπου μακρυά, ένας θηριοδαμαστής διασχίζει τότε μιαν αλέα. Το βάδισμά του είναι χορευτή. Το μαστίγιό του είναι μια μαύρη ομπρέλα. Αν δεν βρέξει, χαμένος ο κόπος του. Αυτό δεν ενδιαφέρει όμως κανένα.