"Ούτε λεπτό μη μείνεις. Πέρνα από εκεί αν θες, μα αν είναι νύχτα μη σηκώσεις το κεφάλι, μη ρίξεις ούτε μια ματιά τριγύρω, φύγε!"
Τα λόγια του ηχούσαν στο μυαλό μου καθώς στο έμπα του χωριού είχα σταθεί και κοίταζα τα ερειπωμένα σπίτια.
"Μέσα σε μια βραδιά, χάθηκαν όλοι. Άφαντοι!"
Για το χωριό μου μίλαγε. Που είχα να πάω πενήντα χρόνια.
Φύσηξε ένας δυνατός βοριάς και ήχησε η καμπάνα. Ξερά τα δέντρα ανασάλεψαν κι έσεισαν τα γυμνά κλαδιά τους, χέρια που γύρευαν να αρπάξουν αν τύχαινε να φτερουγίσει κάτι ανάμεσα. Μα δεν πετούσε τίποτα εκεί. Μόνο στην πλαγιά απέναντι ακούστηκε ένας γκιώνης, ύστερα σώπασε κι αυτός.
"Μόνο ένα παιδί έμεινε, λένε οι ιστορίες. Το παιδί αυτό τρελάθηκε από την ερημιά. Μόνο την πλάτη του έχουν δει, τη σκιά του καθώς τρέχει να κρυφτεί από όσους τύχει να περνάνε. Δεν μεγαλώνει, παιδί έχει μείνει τόσα χρόνια. Γυρνάει στους δρόμους και ζωγραφίζει με την κιμωλία πάνω στις πόρτες των σπιτιών αυτούς που έμεναν κάποτε εκεί. Για να ΄χει συντροφιά; Ποιος ξέρει".
Ήθελα να του πω πως κάνει λάθος. Δεν με άφησε. Ο αφηγητής μου, ένας γέρος βοσκός, που ήρθε και κάθισε απρόσκλητος μαζί μου, όταν στο καφενείο ξεστόμισα ποιος ήμουν και πού πάω, επέμεινε.
"Μπορείς να δεις τις ζωγραφιές στις πόρτες. Όταν τις σβήνει η βροχή, πάει και τις ξαναφτιάχνει. Και απο πάνω έχει γράψει τα αρχικά του καθενός".
Πήρα τον δρόμο που θυμόμουν, κατάσπαρτο τώρα με ασφοδίλια. Δεξιά κι αριστερά είδα τις πόρτες των σπιτιών, άλλες σφαλιστές κι άλλες ορθάνοιχτες να τις φυσάει ο αέρας αποκαλύπτοντας το ρημαγμένο μέσα τους, και πάνω στα σανίδια τους τις ζωγραφιές που μου είχε πει. Εδώ ένας άντρας μόνος του, πιο πέρα μια γυναίκα, αλλού μια ολόκληρη φαμίλια. Άτεχνα σχέδια, παιδικά.
"Όσοι ξενητεμένοι σαν και σένα γύρισαν να επισκεφτούν τον τόπο τους, έφυγαν σκιαγμένοι και δεν γύρισαν ποτέ. Δυο απ' αυτούς που ξώμειναν εκεί, δεν τους ξανάδε άνθρωπος".
Πέρασα ανατριχιάζοντας το μαυρισμένο ερείπιο στην πλατεία, με βήμα γρήγορο και το κεφάλι κάτω, πήρα την ανηφόρα, βρέθηκα μπρος στο σπίτι μου. Πάτησα στο κατώφλι του, εκεί που είχα σταθεί να τους κοιτάξω τελευταία φορά, τότε που για μια χούφτα λίρες με έδωσαν σ' αυτούς που θα έλεγα πια μάνα και πατέρα. "Για το καλό σου", μου είχαν πει, "δεν έχει προκοπή εδώ". Είδα στην πόρτα το σχεδιασμένο πάνω της με κιμωλία ζευγάρι και από πάνω τα αρχικά τους. Την έσπρωξα να ανοίξει και οι μεντεσέδες στρίγγλισαν. Μέσα, όλα τα πράγματα στη θέση τους, θαμμένα κάτω από τη σκόνη.
"Κι αν νυχτωθείς εκεί, όσο κουρασμένος νά 'σαι, μη διανοηθείς να κοιμηθείς. Πάει, χάθηκες".
Έκλεισα την πόρτα, κάθισα κατάχαμα ακουμπώντας την πλάτη μου στο ντουβάρι και σφάλισα τα μάτια.
"Πάει, χάθηκες!"
Τη νύχτα εκείνη, χρόνια πριν, σαν άνοιξα τα μάτια είδα, σκυμμένο πάνω μου να με σκουντάει, τον πατέρα μου. Με έντυσε βιαστικά, με έσυρε από το χέρι και κατηφορίσαμε προς την πλατεία απ’ όπου ο αέρας έφερνε φωνές, μαύρους καπνούς κι αποκαΐδια. Οι φλόγες τύλιγαν το σπίτι εκείνο και η νύχτα έφεγγε σαν μέρα. Μπροστά στην αυλόπορτα, πεσμένοι στα γόνατα, σκυφτοί, ο άντρας και η γυναίκα. Γύρω τους είχε μαζευτεί όλο το χωριό. "Σκυλιά! Βρωμοεβραίοι!" φώναζαν και τους έφτυναν. Βουβοί και φοβισμένοι εκείνοι, έτρεμαν σύγκορμοι. Το χέρι μου πόνεσε από το σφίξιμο και έστρεψα το κεφάλι να τον δω. Άγριο γυάλιζε το μάτι του καθώς φώναζε κι αυτός μαζί τους. Με έπιασε και με σήκωσε να δω καλύτερα. Υψώθηκε ένα στειλιάρι κι έπεσε βαρύ. Ύστερα κι άλλο. Κάποιος έφερε σέρνοντας ένα παιδί, το έριξε πάνω στο ζευγάρι, κι αυτοί το αγκάλιασαν να το φυλάξουν. Ο πατέρας μου με άφησε κάτω, έσκυψε κι έβαλε στο χέρι μου μια πέτρα, με έσπρωξε μπροστά. "Ρίξε!" μου είπε. Σήκωσα το χέρι. Το αγόρι με κοιτούσε. "Ρίξε! Ρίξε!"
"Καταραμένο το χωριό σου, καλύτερα που ερήμωσε. Οι άνθρωποί του ήταν θηρία. Χωρίς καρδιά, χωρίς στάλα συμπόνοια", μου είχε πει ο βοσκός πριν φύγει.
Με πήρε, εκεί κατάχαμα, ο ύπνος και ονειρεύτηκα πως ήμουν στο σχολείο. Εκείνο το αγοράκι έγραφε με την κιμωλία στον πίνακα. Γεμάτος με ονόματα ήταν. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, και είδα το πρόσωπό του μαύρο από αίμα και καπνιά. Σέρνοντας αργά την κιμωλία στον πίνακα μου έδειξε εκεί που είχε γράψει, τελευταίο, το όνομά μου.
Σαν σούρσιμο φιδιού ακούστηκε τότε έξω και με ξύπνησε. Πετάχτηκα όρθιος και, δίχως να σκεφτώ, πήγα και άνοιξα την πόρτα. Κανείς, μόνο ο κρύος αέρας χάιδευε, πλαγιάζοντάς τα ελαφρά, τα ασφοδίλια. Κοίταξα πάνω το φεγγάρι που πρόβαλλε από ένα μαύρο σύννεφο. Τότε, μεμιάς, άδειασα από ζωή. Σωριάστηκα βαρύς στις πλάκες.
"Σου το 'χα πει. Δε μ' άκουσες", άκουσα πάλι το βοσκό.
Έστεκε από πάνω μου. Πίσω του είδα που είχε βγει ο ήλιος.
Πεσμένος όπως ήμουν, το βλέμμα μου έπεσε στο μαυρισμένο ερείπιο. Φάνηκε στο παράθυρο μια σκιά κι ύστερα χάθηκε. Δοκίμασα να σηκωθώ. Δεν είχα δύναμη, ένα κομμάτι κούτσουρο ήμουν. Μόνο το αριστερό μου χέρι ένιωθα. Και το μυαλό μου είχε γίνει ένα κουβάρι όπου έρχονταν κι έφευγαν σκέψεις αλλόκοτες.
Δεν γύρευε συντροφιά εκείνο το παιδί. Εκδίκηση έψαχνε. Κι εγώ, τη λύτρωση. Αυτό ήταν που ήθελα να του πω.
"Κοίταξε εκεί".
Μου έπιασε το κεφάλι και το γύρισε όπως έπρεπε, να δω.
Στην πόρτα σχεδιασμένο ένα παιδάκι κρατιόταν τώρα με το δεξί του χέρι από το χέρι του άντρα. Από πάνω, είχε γραμμένα τα αρχικά μου. Μισοτελειωμένο ήταν. Το κεφάλι μου έμενε ένας άδειος κύκλος και το αριστερό μου χέρι έλειπε. Η τιμωρία έμεινε μισή, και αρπάχτηκα από αυτό τον κόσμο λίγο πριν με τραβήξει στο δικό του.
Τώρα, καθηλωμένος στο κρεβάτι, μισερός, με το μυαλό να αγωνιά φυλακισμένο -πότε πενήντα χρόνια πριν, στη νύχτα εκείνη του θανάτου, πότε στην άλλη νύχτα, του χαμού μου- εύχομαι να είχε προλάβει το παιδί. Να είχε τελειώσει η ζωγραφιά μου, να ησυχάσω.
---
(Με αφορμή μια ιστορία που άκουσα από φίλους για ένα χωριό στην Αμοργό)