Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

ΤΕΛΟΣ




Οι εποχές αλλάζουν. Οι αναγνώστες αλλάζουν. Εμείς αλλάζουμε.
Ας το παραδεχτούμε.

Το ιστολόγιο αυτό τελειώνει εδώ. Ψιθυριστά όπως άρχισε.
Νέες αναρτήσεις δεν θα υπάρξουν. Οι προηγούμενες δεν θα είναι πλέον διαθέσιμες.

Αν έμαθα κάτι σ' αυτό το ταξίδι είναι ότι αν θες να διαβάσεις κάτι που θα σε αγγίξει είναι καλύτερα να το γράψεις εσύ ο ίδιος. Αν το καταφέρεις, ίσως αγγίξει και κάποιους άλλους. Νομίζω πως μερικές φορές το κατάφερα.

Ευχαριστώ, φίλες και φίλοι, για την αγάπη σας. Από καρδιάς.
Αν είναι να συναντηθούμε πάλι, θα συναντηθούμε.


Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΕΝΑ ΡΟΛΟΓΙΑ





Απ' όλα τα ρολόγια, πιο πολύ αγαπώ τα χαλασμένα. Να κρέμονται χαλαροί οι δείχτες τους, ώστε γυρνώντας τα να δείχνουν ό,τι τύχει. Ή ακόμα καλύτερα, βγαλμένοι από τον άξονά τους, πεθαμένοι, να κείτονται στον πάτο, πίσω από το τζάμι, σαν καναρίνι ή κοράκι που βρίσκεις ψόφιο στο κλουβί του, ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωί.

Τα αγαπούσα από παιδί. Τα ζωντανά ρολόγια τα φοβόμουν. Αν κάποιο αργούσε να χαλάσει, το σκούνταγα -τυχαία- περνώντας, μέχρι από κάποια πτώση να έρθει το τέλος του. Μου ανήκε τότε. Το διέλυα σχολαστικά ως το τελευταίο γρανάζι, ελπίζοντας κάποτε να βρω το πλάσμα εκείνο που άκουγα την καρδιά του να χτυπάει ρυθμικά όταν το κούρδιζα. Να το αιχμαλωτίσω, κι αφού το αναγκάσω να μου πει τα μυστικά του, να φτιάξω τη δική μου Μηχανή του Χρόνου.

Αν από απροσεξία βάλεις στο αυτί σου -αντί για εκείνο το κοχύλι που μάζεψες μαζί της σε μια παραλία που δεν θυμάσαι- ένα ρολόι χαλασμένο, ακούς τον ωκεανό του χρόνου που έφυγε. Τρομάζεις τότε, αν δεν ξέρεις. Κοιτώντας γύρω δεν αναγνωρίζεις τίποτα από το παρόν. Πρέπει να κλείσεις σφαλιστά τα μάτια αμέσως και να περιμένεις μέχρι να συνηθίσουν στο σκοτάδι πριν τα ξανανοίξεις. Αλλιώς μένεις για πάντα φυλακισμένος σε αναμνήσεις. Δικές σου ή -ακόμα χειρότερα- άλλων.

Αν θέλετε στο σπίτι σας ένα ρολόι χαλασμένο, θα χρειαστεί να το εξημερώσετε. Το βάζετε αρχικά δίπλα σε κάποιο που δουλεύει. Επικεντρωμένοι στο παρόν ή αν θέλετε στο μέλλον, περνάτε και ξαναπερνάτε δίπλα του σαν να μην υπάρχει. Μετά στρέφεστε και το κοιτάτε επίμονα. Αν χαμηλώσει υπάκουα τα μάτια, όλα θα πάνε καλά. Εκείνο που μετρούσε ξέφυγε και περπατάει χώρια του.
Αν όμως ανταποδίδει θαρραλέα το βλέμμα, και οι δείκτες του συστρέφονται απειλητικά σαν ουρά σκορπιού ή πλοκάμια, και στο μυαλό σας ξαφνικά εφορμούν τα περασμένα, τότε δεν πρόκειται να εξημερωθεί ποτέ. Το γυρνάτε μπρούμυτα και το παραχώνετε σε μια κούτα στο πατάρι ή το στρέφετε να κοιτάει μόνιμα τον τοίχο. Σκληρό αλλά αναγκαίο μέτρο. Για το καλό σας.

Τα τωρινά ρολόγια είναι σκάρτα, όπως κι ο χρόνος που μετράνε. Έχουν μια μπαταρία για καρδιά. Ούτε γρανάζια, ούτε ελάσματα, ούτε βίδες. Κούφια και άδεια, τίποτα δεν κρατάνε μέσα τους.
Δεν τα αγαπάω καθόλου αυτά τα ρολόγια. Τι να χαλάσεις από δαύτα;


Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΒΡΟΧΗ




Όσα συνέβησαν εκείνη την άνοιξη θα στοιχειώνουν για πάντα αυτούς που τα έζησαν. Όποτε τολμούν τα μικρά παιδιά να ζητήσουν από τους παππούδες τους να τους διηγηθούν όσα θυμούνται από τότε, εκείνοι σταματούν απότομα ό,τι κι αν κάνουν. Ζαρώνουν το μέτωπο κι όταν σηκώνουν το κεφάλι τα παιδιά τρέχουν να κρυφτούν μακρυά από το αγριεμένο βλέμμα τους.
Στις 12 Απρίλη του 2019 λένε πως ο ουρανός συννέφιασε. Οι άνθρωποι σηκώνοντας ανήσυχοι τα μάτια είδαν τη μαυρίλα να κατεβαίνει με μπουμπουνητά από τα βουνά. Μερικοί προνοητικοί άρχισαν να τρέχουν προς τα σπίτια τους. Άλλοι έπαιρναν τηλέφωνο τους δικούς τους για να τους πουν να φυλαχτούν. Οι φήμες γρήγορα διαδόθηκαν: θα βρέξει. Πλήθη κατέκλυσαν τις στοές και τους σταθμούς του μετρό. Τα σουπερμάρκετ άδειασαν αμέσως, τα μαγαζιά κατέβασαν ρολά.

Και τότε ξαφνικά άρχισε πραγματικά να βρέχει. Έντρομοι οι άνθρωποι, κοιτούσαν τις υγρές σταγόνες που έρχονταν από τον ουρανό και έπεφταν επί δικαίων και αδίκων. Σε λίγο όλα είχαν βραχεί. Οι λακκούβες στο δρόμο γέμισαν νερό. Ρυάκια άρχισαν να σχηματίζονται στις άκρες και σύντομα έγιναν μικρά ποτάμια. Περνούσαν τα φρεάτια που μάταια πάσχιζαν να τα κρατήσουν και παρασέρνοντας όσα σκουπίδια έβρισκαν μπροστά τους συνέχιζαν, μακρυά, ως κάτω εκεί που έβλεπε το μάτι. Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες είπαν μετά πως τα είδαν να χύνονται στη θάλασσα. Η αξιοπιστία τους αμφισβητήθηκε από πολλούς.
Οι σταγόνες κυλούσαν αργά και βασανιστικά στα τζάμια. Κάποιες απ' αυτές πάσχιζαν να μπούνε μέσα, αλλά αυτά ήτανε καλά κλεισμένα. Με σκούπες και σφουγγαρόπανα στα χέρια οι νοικοκυραίοι επαγρυπνούσαν, παραφύλαγαν στις μπαλκονόπορτες, έδιωχναν τα νερά στα λούκια, με κίνδυνο κάθε στιγμή να γίνουν μούσκεμα.
Κάποιοι άτυχοι δεν πρόλαβαν να βρουν καταφύγιο. Τους πέτυχε η βροχή στο δρόμο. Βράχηκαν. Ναι. Τα ρούχα τους και τα μαλλιά τους κι ότι είχε μείνει ακάλυπτο στο σώμα τους. Κάποιοι άλλοι, στην προσπάθεια να διασχίσουν το δρόμο, τόλμησαν να τσαλαβουτήσουν μέσα στα νερά. Η έκφραση της απελπισίας στα μάτια τους, διηγούνται κάποιοι ανατριχιάζοντας, ήταν κάτι ανείπωτο. Οι περισσότεροι έφτασαν σώοι  στα σπίτια τους, μα η εμπειρία αυτή τους έχει σημαδέψει για πάντα.
Ήταν κάτι τρομερό, διηγούνται, και θέλουν να ξεχάσουν. Η θέα των βρεγμένων τοίχων, τα φυλλώματα που έγερναν βαριά από τη βροχή, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος...
Κι ο ήχος της, ο μονότονος ήχος της βροχής να πέφτει, στο δρόμο, στην ταράτσα, στις λαμαρίνες. Οι άνθρωποι έκλειναν τα αυτιά τους για να μην ακούν. Μάταια.

Ύστερα, ξαφνικά όπως άρχισε, σταμάτησε. Δειλά-δειλά οι άνθρωποι άρχισαν να ξεμυτίζουν. Βγήκαν στους δρόμους που είχαν αρχίσει κιόλας να στεγνώνουν και μετρήθηκαν.
"Η βροχή ας μας γίνει μάθημα", είπε κάποιος πολιτικός, κραδαίνοντας μια ομπρέλα, και όλοι συμφώνησαν. "Η φύση είναι ύπουλη και εχθρική, δεν πρέπει να της έχουμε καμιά εμπιστοσύνη".



Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

ΨΙΧΟΥΛΑ




Ο βράχος κρέμεται πάνω από το γκρεμό. Το δέντρο γέρνει πάνω από το βράχο. Ένα λειψό φεγγάρι τους φωτίζει.

Ο άνθρωπος που κάθεται στο βράχο σκέφτεται. Οι σκέψεις του είναι τα πουλιά που τον κοιτάνε από το δέντρο. Οι σκέψεις των πουλιών είναι τα ψίχουλα που πέφτουν στο γκρεμό όταν δαγκώνει το κουλούρι.

Το σύμπλεγμα είναι μελαγχολικό. Σηκώνει το κουλούρι του ψηλά, λειψό όπως το φεγγάρι. Τα δάκτυλά του το θρουλίζουν και τότε τα πουλιά πετούν στους ώμους του και τον τσιμπολογάνε. Δεν θα γλυτώσει. Οι σκέψεις του είναι αχόρταγες.

Ο αστυνομικός που καταφθάνει ασθμαίνοντας δεν έχει λόγο να φοβάται. Σκέφτεται μόνο τη γυναίκα του και το ζεστό φαΐ το βράδυ και τα ανοιχτά της πόδια στο κρεββάτι. Το ρόπαλο που κρέμεται στη ζώνη του, τον βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο.

Ο άνθρωπος πάνω από το γκρεμό έχει λόγους να φοβάται. Αίφνης, το δέντρο σκύβει πάνω του και τον κοιτάζει. Με όλα τα φύλλα του και τα πουλιά του και τις σκέψεις, τον κοιτάζει. Πετάει το κουλούρι μακρυά. Ψίχουλα λάμπουν στα χορτάρια και τότε τα πουλιά του κυνηγούν αστέρια. 

Αυτός ο άνθρωπος πενθεί μονίμως. Κανείς δεν ξέρει να πενθεί όπως αυτός. Όταν σηκώνει το βλέμμα, τα μάτια του ανοίγουν σαν παράθυρα και όποιος κοιτάξει μέσα τους πετρώνει.

Ο αστυνομικός στέκει μακρυά του. Τον αναγνωρίζει τώρα. "Σήκω και φύγε επιτέλους, κάνε κάτι", του λέει με κακεντρέχεια. "Οι δικοί σου άρχισαν να σε ξεχνούν. Ο κόσμος σου βουλιάζει. Οι σκέψεις σου δεν θα σε σώσουν".

Ο άνθρωπος στο βράχο ήταν κάποτε παιδί, θυμάται. Ύστερα ξαφνικά όλα μοιάζουν ψέμα. Τινάζει τα ψίχουλα από το παντελόνι του και σηκώνεται. Από πάνω του φτεροκοπάνε τα πουλιά και πέφτουν άψυχα στα πόδια του.

Κάπου μακρυά, ένας θηριοδαμαστής διασχίζει τότε μιαν αλέα. Το βάδισμά του είναι χορευτή. Το μαστίγιό του είναι μια μαύρη ομπρέλα. Αν δεν βρέξει, χαμένος ο κόπος του. Αυτό δεν ενδιαφέρει όμως κανένα.



Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΣΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ


"Ούτε λεπτό μη μείνεις. Πέρνα από εκεί αν θες, μα αν είναι νύχτα μη σηκώσεις το κεφάλι, μη ρίξεις ούτε μια ματιά τριγύρω, φύγε!"
    Τα λόγια του ηχούσαν στο μυαλό μου καθώς στο έμπα του χωριού είχα σταθεί και κοίταζα τα ερειπωμένα σπίτια. 
    "Μέσα σε μια βραδιά, χάθηκαν όλοι. Άφαντοι!"
    Για το χωριό μου μίλαγε. Που είχα να πάω πενήντα χρόνια.
    Φύσηξε ένας δυνατός βοριάς και ήχησε η καμπάνα. Ξερά τα δέντρα ανασάλεψαν κι έσεισαν τα γυμνά κλαδιά τους, χέρια που γύρευαν να αρπάξουν αν τύχαινε να φτερουγίσει κάτι ανάμεσα. Μα δεν πετούσε τίποτα εκεί. Μόνο στην πλαγιά απέναντι ακούστηκε ένας γκιώνης, ύστερα σώπασε κι αυτός.
    "Μόνο ένα παιδί έμεινε, λένε οι ιστορίες. Το παιδί αυτό τρελάθηκε από την ερημιά. Μόνο την πλάτη του έχουν δει, τη σκιά του καθώς τρέχει να κρυφτεί από όσους τύχει να περνάνε. Δεν μεγαλώνει, παιδί έχει μείνει τόσα χρόνια. Γυρνάει στους δρόμους και ζωγραφίζει με την κιμωλία πάνω στις πόρτες των σπιτιών αυτούς που έμεναν κάποτε εκεί. Για να ΄χει συντροφιά; Ποιος ξέρει".
    Ήθελα να του πω πως κάνει λάθος. Δεν με άφησε. Ο αφηγητής μου, ένας γέρος βοσκός, που ήρθε και κάθισε απρόσκλητος μαζί μου, όταν στο καφενείο ξεστόμισα ποιος ήμουν και πού πάω, επέμεινε.
    "Μπορείς να δεις τις ζωγραφιές στις πόρτες. Όταν τις σβήνει η βροχή, πάει και τις ξαναφτιάχνει. Και απο πάνω έχει γράψει τα αρχικά του καθενός".
    Πήρα τον δρόμο που θυμόμουν, κατάσπαρτο τώρα με ασφοδίλια. Δεξιά κι αριστερά είδα τις πόρτες των σπιτιών, άλλες σφαλιστές κι άλλες ορθάνοιχτες να τις φυσάει ο αέρας αποκαλύπτοντας το ρημαγμένο μέσα τους, και πάνω στα σανίδια τους τις ζωγραφιές που μου είχε πει. Εδώ ένας άντρας μόνος του, πιο πέρα μια γυναίκα, αλλού μια ολόκληρη φαμίλια. Άτεχνα σχέδια, παιδικά.
    "Όσοι ξενητεμένοι σαν και σένα γύρισαν να επισκεφτούν τον τόπο τους, έφυγαν σκιαγμένοι και δεν γύρισαν ποτέ. Δυο απ' αυτούς που ξώμειναν εκεί, δεν τους ξανάδε άνθρωπος".
    Πέρασα ανατριχιάζοντας το μαυρισμένο ερείπιο στην πλατεία, με βήμα γρήγορο και το κεφάλι κάτω, πήρα την ανηφόρα, βρέθηκα μπρος στο σπίτι μου. Πάτησα στο κατώφλι του, εκεί που είχα σταθεί να τους κοιτάξω τελευταία φορά, τότε που για μια χούφτα λίρες με έδωσαν σ' αυτούς που θα έλεγα πια μάνα και πατέρα. "Για το καλό σου", μου είχαν πει, "δεν έχει προκοπή εδώ". Είδα στην πόρτα το σχεδιασμένο πάνω της με κιμωλία ζευγάρι και από πάνω τα αρχικά τους. Την έσπρωξα να ανοίξει και οι μεντεσέδες στρίγγλισαν. Μέσα, όλα τα πράγματα στη θέση τους, θαμμένα κάτω από τη σκόνη.
    "Κι αν νυχτωθείς εκεί, όσο κουρασμένος νά 'σαι, μη διανοηθείς να κοιμηθείς. Πάει, χάθηκες".
    Έκλεισα την πόρτα, κάθισα κατάχαμα ακουμπώντας την πλάτη μου στο ντουβάρι και σφάλισα τα μάτια.
    "Πάει, χάθηκες!"

Τη νύχτα εκείνη, χρόνια πριν, σαν άνοιξα τα μάτια είδα, σκυμμένο πάνω μου να με σκουντάει, τον πατέρα μου. Με έντυσε βιαστικά, με έσυρε από το χέρι και κατηφορίσαμε προς την πλατεία απ’ όπου ο αέρας έφερνε φωνές, μαύρους καπνούς κι αποκαΐδια. Οι φλόγες τύλιγαν το σπίτι εκείνο και η νύχτα έφεγγε σαν μέρα. Μπροστά στην αυλόπορτα, πεσμένοι στα γόνατα, σκυφτοί, ο άντρας και η γυναίκα. Γύρω τους είχε μαζευτεί όλο το χωριό. "Σκυλιά! Βρωμοεβραίοι!" φώναζαν και τους έφτυναν. Βουβοί και φοβισμένοι εκείνοι, έτρεμαν σύγκορμοι. Το χέρι μου πόνεσε από το σφίξιμο και έστρεψα το κεφάλι να τον δω. Άγριο γυάλιζε το μάτι του καθώς φώναζε κι αυτός μαζί τους. Με έπιασε και με σήκωσε να δω καλύτερα. Υψώθηκε ένα στειλιάρι κι έπεσε βαρύ. Ύστερα κι άλλο. Κάποιος έφερε σέρνοντας ένα παιδί, το έριξε πάνω στο ζευγάρι, κι αυτοί το αγκάλιασαν να το φυλάξουν. Ο πατέρας μου με άφησε κάτω, έσκυψε κι έβαλε στο χέρι μου μια πέτρα, με έσπρωξε μπροστά. "Ρίξε!" μου είπε. Σήκωσα το χέρι. Το αγόρι με κοιτούσε. "Ρίξε! Ρίξε!"

"Καταραμένο το χωριό σου, καλύτερα που ερήμωσε. Οι άνθρωποί του ήταν θηρία. Χωρίς καρδιά, χωρίς στάλα συμπόνοια", μου είχε πει ο βοσκός πριν φύγει.
    Με πήρε, εκεί κατάχαμα, ο ύπνος και ονειρεύτηκα πως ήμουν στο σχολείο. Εκείνο το αγοράκι έγραφε με την κιμωλία στον πίνακα. Γεμάτος με ονόματα ήταν. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, και είδα το πρόσωπό του μαύρο από αίμα και καπνιά. Σέρνοντας αργά την κιμωλία στον πίνακα μου έδειξε εκεί που είχε γράψει, τελευταίο, το όνομά μου.
    Σαν σούρσιμο φιδιού ακούστηκε τότε έξω και με ξύπνησε. Πετάχτηκα όρθιος και, δίχως να σκεφτώ, πήγα και άνοιξα την πόρτα. Κανείς, μόνο ο κρύος αέρας χάιδευε, πλαγιάζοντάς τα ελαφρά, τα ασφοδίλια. Κοίταξα πάνω το φεγγάρι που πρόβαλλε από ένα μαύρο σύννεφο. Τότε, μεμιάς, άδειασα από ζωή. Σωριάστηκα βαρύς στις πλάκες.

"Σου το 'χα πει. Δε μ' άκουσες", άκουσα πάλι το βοσκό.
    Έστεκε από πάνω μου. Πίσω του είδα που είχε βγει ο ήλιος.
    Πεσμένος όπως ήμουν, το βλέμμα μου έπεσε στο μαυρισμένο ερείπιο. Φάνηκε στο παράθυρο μια σκιά κι ύστερα χάθηκε. Δοκίμασα να σηκωθώ. Δεν είχα δύναμη, ένα κομμάτι κούτσουρο ήμουν. Μόνο το αριστερό μου χέρι ένιωθα. Και το μυαλό μου είχε γίνει ένα κουβάρι όπου έρχονταν κι έφευγαν σκέψεις αλλόκοτες.
    Δεν γύρευε συντροφιά εκείνο το παιδί. Εκδίκηση έψαχνε. Κι εγώ, τη λύτρωση. Αυτό ήταν που ήθελα να του πω.
    "Κοίταξε εκεί".
    Μου έπιασε το κεφάλι και το γύρισε όπως έπρεπε, να δω.
    Στην πόρτα σχεδιασμένο ένα παιδάκι κρατιόταν τώρα με το δεξί του χέρι από το χέρι του άντρα. Από πάνω, είχε γραμμένα τα αρχικά μου. Μισοτελειωμένο ήταν. Το κεφάλι μου έμενε ένας άδειος κύκλος και το αριστερό μου χέρι έλειπε. Η τιμωρία έμεινε μισή, και αρπάχτηκα από αυτό τον κόσμο λίγο πριν με τραβήξει στο δικό του.
    Τώρα, καθηλωμένος στο κρεβάτι, μισερός, με το μυαλό να αγωνιά φυλακισμένο -πότε πενήντα χρόνια πριν, στη νύχτα εκείνη του θανάτου, πότε στην άλλη νύχτα, του χαμού μου- εύχομαι να είχε προλάβει το παιδί. Να είχε τελειώσει η ζωγραφιά μου, να ησυχάσω.

---



(Με αφορμή μια ιστορία που άκουσα από φίλους για ένα χωριό στην Αμοργό)