Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ




Μια μεγάλη λούτρινη καμηλοπάρδαλη ήταν παρατημένη στα σκουπίδια. Εκείνοι που την πέταξαν την είχαν στήσει όρθια, με το κεφάλι της να εξέχει πάνω από τον κάδο όπου ακουμπούσε. Κοίταζε από εκεί όσους περνούσαν.  Γιατί, πρέπει να πούμε, η καμηλοπάρδαλη ήταν ακόμα ζωντανή, μιας και το παιδί που την αποχωρίστηκε δεν την είχε εντελώς ξεχάσει. Μπορούσες να το δεις ξεκάθαρα σαν αύρα γύρω της -αν δεν είσαι από εκείνους που πιστεύουν πως ένα κι ένα κάνουν οπωσδήποτε δυο.
Η διπλανή ακακία, μόλις ξύπνησε και την είδε, έγειρε από συμπόνοια πάνω της ένα κλαρί, τα φύλλα όμως δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ρυάκι που έτρεχε στο ρείθρο φούσκωσε όσο μπορούσε, μα ούτε κι αυτό κατάφερε να την πλησιάσει.

Ένα μελαχροινό αγόρι πέρασε από εκεί με το σαράβαλο ποδηλατάκι του. Στάθηκε και την κοίταξε απορημένο. Ποτέ δεν είχε δει καμηλοπάρδαλη, ούτε καν σε βιβλίο. Ίσως και να είχε δει, όμως δεν το θυμόταν. Οι εικόνες του για την καμηλοπάρδαλη, αν υπήρξαν, είχαν θαφτεί στα ερείπια του σπιτιού τους κι ότι είχε μείνει το ξέπλυνε η θάλασσα όταν τη διέσχισαν με το σαπιοκάϊκο.

Το αγόρι φόρτωσε την καμηλοπάρδαλη ανάμεσα στα πόδια του. Δυο μέτρα έκανε μόνο. Διπλώθηκε ο λαιμός της, έγειρε από τη μια μεριά και έπεσε. Έβγαλε τότε από την τσέπη του ένα σπάγκο και την έδεσε όπως-όπως στη σωλήνα. Ούτε έτσι μπόρεσε να κρατηθεί, έπεσε πάλι. Το αγόρι, απογοητευμένο, την έσυρε και την έβαλε πάλι στη θέση που την είχε βρει, να μείνει να κοιτάει το δρόμο μέχρι να έρθουν να την πάρουν. Λίγο πιο πέρα όμως. Να φτάνει τα φύλλα του δέντρου αν τέντωνε το μακρύ λαιμό της, να μπορεί σκύβοντας να πιει νερό να ξεδιψάσει από το αυλάκι.

Πριν την αποχαιρετήσει, έμεινε λίγο και την παρατήρησε προσεκτικά. Έτσι, θα μπορούσε να περιγράψει το περίεργο ζώο στον πατέρα του, όταν κάποτε έσμιγαν. Εκείνος, που ήξερε τα πάντα, θα έδινε στην εικόνα του ένα όνομα. Το αγόρι δεν θα το ξεχνούσε ποτέ κι έτσι η καμηλοπάρδαλη θα ζούσε ακόμα πολλά, πολλά χρόνια.

Ήρθε το σκουπιδιάρικο, την πήραν και την άδειασαν στη χωματερή. Ούτε φύλλα είχε εκεί, ούτε νερό. Και η καμηλοπάρδαλη έσβησε σιγά-σιγά, χωρίς ποτέ να μάθει το όνομά της στη γλώσσα εκείνου του αγοριού, ούτε ότι -χάρις σ' αυτό- ζει ακόμα.