Ο δρόμος ήταν φωτεινός. Ψηλά στους στύλους τους, μια λάμπα από τη μια μεριά, μια λάμπα από την άλλη, καταύγαζαν την άσφαλτο, τους τοίχους και τα λίγα δέντρα. Τίποτα κάτω από τη λάμψη τους δεν έμενε κρυφό.
Το δρόμο αυτό τον περπατούσα κάθε βράδυ γυρνώντας για το σπίτι. Ποτέ πριν δεν μου είχε κάνει εντύπωση αυτή του η λαμπρότητα. Δεν με είχε απασχολήσει ως τότε, τον διάβαινα αδιάφορος εγώ και οι σκέψεις μου, με το κεφάλι μου σκυφτό. Ούτε καν τις δυο λάμπες πρόσεξα ποτέ μου. Ίσως να μην υπήρχαν πριν.
Τη νύχτα εκείνη μόλις έστριψα, σήκωσα μια στιγμή τα μάτια. Στάθηκα εκεί μαρμαρωμένος. Μπροστά μου παρατήρησα πρώτη φορά τον δρόμο αυτόν που απλωνόταν σιωπηλός, με μια στιλπνή, καθάρια φωτεινότητα που απάλειφε τα χρώματα και έδιωχνε τις σκιές. Τίποτα δεν κρυβόταν από αυτό το άπλετο φως, τίποτα δεν μπορούσε να ξεφύγει. Οι τοίχοι έλαμπαν δεξιά και αριστερά, τα τζάμια αντανακλούσαν το άσπιλο φέγγος πολλαπλασιάζοντάς το, και τα φυλλώματα των δέντρων άστραφταν με εκατομμύρια ασημένια άστρα. Κοίταξα τότε πιο ψηλά. Ο ουρανός είχε χαθεί, φεγγάρι και άστρα δεν υπήρχαν, το βλέμμα μάταια πάσχιζε να διαπεράσει το πέπλο αυτής της λάμψης.
Ο δρόμος ήταν άδειος. Πάντα ήταν άδειος, σκέφτηκα. Ποτέ δεν είχα συναντήσει εκεί κανέναν άλλο.
Το τόσο φως με τρόμαξε. Διστακτικά έκανα ένα βήμα, μετά άλλο ένα. Τώρα πια είχα χωθεί μέσα του ολόκληρος. Τα μάτια μου δεν άντεχαν την τόση καθαρότητα. Υπέφεραν από τα περιγράμματα που με φριχτή σαφήνεια ξεχώριζαν, τόσο ευδιάκριτα όλα που ο κόσμος έμοιαζε απολυμασμένος, ξεπλυμένος, κούφιος. Ένιωσα το φως να με αγκαλιάζει βίαια και όπως τράβηξε τη σκιά μου από την άσφαλτο με δάχτυλα από κρύσταλλο και τη ρούφηξε στο απαστράπτον στόμα του αφήνοντάς με δίχως έρμα, ψαχούλευαν οι φωτεινές ακτίνες μέσα μου να αρπάξουν την ψυχή μου. Το σώμα μου γινόταν διάφανο καθώς αυτό εισχωρούσε από τους πόρους του. Η ίδια μου η σκέψη ξεγυμνώθηκε και στον στιλπνό καθρέφτη που έμεινε οι λέξεις της γλίστρησαν και σκόρπισαν στον αέρα. Κάθε μου βήμα με έχωνε και πιο βαθιά στο φως, και αυτό, με φωνή πότε νεαρού παιδιού και πότε σοφού γέρου, μου υποσχόταν την Αλήθεια.
Δεν δελεάστηκα από τις υποσχέσεις του. Έκλεισα τα μάτια και έτσι τυφλός, όπως κουφοί οι σύντροφοι του Οδυσσέα πέρασαν τις Σειρήνες, διέσχισα βιαστικά το δρόμο και έφτασα κάποτε στο τέλος του. Το φως, που είχε γαντζωθεί στην πλάτη μου με λύσσα, γλίστρησε από πάνω μου και έμεινε πίσω, και τότε άνοιξα τα μάτια και είδα τη σκιά μου να μου δείχνει με ανυπομονησία εμπρός.
Εκεί μπροστά μου, τα πράγματα ανάσαιναν ζωντανά, επιτέλους. Απαλλαγμένα από το απαίσιο φως, άφηναν να διαφαίνονται οι κρυφές, οι μαγικές υφές τους. Κάθισα, πήρα μια ανάσα. Λίγο πιο πέρα είδα να χάσκει το σκοτάδι με το μαύρο στόμα του από κατράμι. Τίποτα δεν φαινόταν μέσα του, όμως ένα εξασκημένο αυτί μπορούσε εύκολα να ακούσει ήχους από όνειρα και τρέλα, ψίθυρους από αλλόκοτα όντα που σέρνονταν στα σκοτεινά παραμονεύοντας. Σηκώθηκα, άφησα πίσω μου τον δρόμο με το φως και με ανακούφιση, όπως χώνεται ένα μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, βυθίστηκα στο γνώριμο και οικείο σκοτάδι.