Ούτε θυμόταν πια πόσο καιρό ταξίδευε, ούτε από πού ερχόταν. Νύχτα, έφτασε κάποτε σ’ ένα χωριό. Τα σπίτια ήταν κλειστά, οι δρόμοι σκοτεινοί και η ψυχή του ταραγμένη. Τα βήματά του είχαν ξυπνήσει τα σκυλιά κι αυτά τον γάβγιζαν αγριεμένα πίσω από τις μάντρες. Οι τροξαλίδες* τον ακολουθούσαν, οι κολισαύρες** σέρνονταν ανάμεσα στα πόδια του και χώνονταν στις πέτρες, η σκλώπα*** φώναζε με θλίψη.
Μια πόρτα άνοιξε, το φως της λάμπας χύθηκε στο δρόμο. Πρόβαλε το κεφάλι της και του έγνεψε να μπει. Μπήκε και στάθηκε καταμεσής στο κρύο δωμάτιο, δεν ήξερε τι έπρεπε να πει και τι να κάνει. Του είπε να κάτσει, του έδειξε την καρέκλα και κάθισε κι αυτή από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Καθόντουσαν εκεί αμίλητοι.
Γύρισε και την κοίταξε. Είχε γεράσει, κόντευε τα ενενήντα.
«Θες ν’ ανοίξω την τηλεόραση;» τον ρώτησε.
Της έγνεψε ναι κι αυτή σηκώθηκε, πήγε, την άνοιξε, και γύρισε με το τηλεκοντρόλ.
«Βάλ’ τη όπου θες», του είπε και του το έδωσε.
Το άφησε σε ένα σήριαλ κι έδειξε ικανοποιημένη. Κάποια στιγμή τον ρώτησε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
«Θα φύγεις πάλι, έτσι δεν είναι;»
Της είπε ναι, τι άλλο να της πει;
«Πρέπει να φας πριν φύγεις. Μη φύγεις νηστικός μέσα στη νύχτα κι αρρωστήσεις».
Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε ένα πιάτο με ψωμί, ελιές κι ένα κομμάτι κίτρινο τυρί. Έκοψε μια ντομάτα κι έριξε αλάτι, έφερε κι ένα μπουκάλι με ρακή κι ένα ποτήρι.
Ύστερα κάθισε πάλι στη θέση της και κοίταζε την τηλεόραση, ρίχνοντας όμως προς το μέρος του κλεφτές ματιές.
Χτύπησε η πόρτα. Η γριά άνοιξε και μπήκε ένας ψηλός άντρας. Τη χαιρέτησε και τη φίλησε σταυρωτά χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά σ’ αυτόν.
«Ήρθε ο γιος μου», του είπε αυτή. «Κάτσε να σου βάλω μια ρακή».
«Άργησε όμως, ξαδέρφη. Τώρα πια είσαι πεθαμένη».
Δεν του απάντησε η γριά. Του έβαλε τη ρακή και κάθισε πάλι στην καρέκλα της κι έβλεπε τηλεόραση. Ο άντρας δεν έμεινε πολύ, τη χαιρέτησε κι έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.
«Μπάρμπα Κωστή, έχεις κι εσύ πεθάνει;» έκανε να ρωτήσει πίσω του, μα έσπασε η φωνή του, το μετάνιωσε, δεν είπε τίποτα.
Σηκώθηκε κι αυτός να φύγει. Την είδε που ήταν βουρκωμένη. Έσκυψε και της φίλησε το χέρι και βγήκε στο δρόμο. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί απέξω τώρα. Του έκαναν χώρο να περάσει και του έσφιγγαν το χέρι. Τους ήξερε όλους, τους θυμόταν. Στη χαρουπιά γύρισε και είδε τη φιγούρα της στο φως της πόρτας. Κρατιόταν από την κάσα κι έγνεφε με το άλλο της χέρι αντίο. Έστριψε κι έφυγε μέσα στα σκοτάδια προς τον ποταμό. Κάπου από κει ακουγόταν τώρα η σκλώπα. Είχε σταθεί και τον περίμενε, είχανε δρόμο ακόμα.
* τροξαλίδα: γρύλος.
** κολισαύρα: ενδημική σαύρα της Κρήτης.
*** σκλώπα: γκιώνης.