Ο ανεμιστήρας κρέμεται από πάνω του. Ακούει το μουρμουρητό του και πότε πότε ένα τρίξιμο όπως ταλαντώνεται ελαφρά. Τα φτερά του δεν ξεχωρίζουν καθώς γυρνάει αγκομαχώντας. Φαίνεται μόνο ένας άσπρος δίσκος που αιωρείται λίγο κάτω από την οροφή.
Αν ήταν μαύρος, θα ήταν δίσκος βινυλίου. Ένας δίσκος που η βελόνα έφτασε στο τέρμα του κι όμως γυρνάει ακόμα κι ακούγεται το σκρατς κι ο ήχος του μοτέρ που έχει ανάψει. Η μουσική που προηγήθηκε αιωρείται ακόμα στον χλιαρό αέρα και στη σκέψη.
Η ζέστη στεγνώνει τη σκέψη, ιδρώνει τα σώματα. Μα οι επιθυμίες αντέχουν. Κανένα χέρι δεν θα απλωθεί στη βελόνα. Τα χέρια είναι απασχολημένα να χαϊδεύουν. Νωχελικά, όπως αρμόζει στις πολύ ζεστές ημέρες. Αγγίζουν το άλλο σώμα, πάλλοντας επιδέξια τις χορδές οργάνων που πρόθυμα ανταποκρίνονται. Στη μελωδία της μουσικής που προηγήθηκε.
Σώματα ιδρωμένα, σώματα που γλιστρούν το ένα πάνω στο άλλο, το ένα μέσα στο άλλο. Με το ρυθμό του σκρατς στις 33 στροφές.
Ιούλιος ήταν και τότε, ίδια η ζέστη. Τη μουσική που προηγήθηκε, δεν τη θυμάται. Ας ήταν να επιστρέψει, κι ας έβαζε όποιον δίσκο ήθελε εκείνη στο πικάπ. Το σκρατς στο τέλος θα ήταν το ίδιο.
Ο ανεμιστήρας από πάνω του γυρίζει μάταια, η ζέστη είναι ανίκητη. Ο θόρυβός του δυναμώνει ξαφνικά, "δεν θα επιστρέψει!" του φωνάζει, κι ύστερα με ένα τελευταίο σπασμό σωπαίνει. "Καμιά ζέστη δεν μοιάζει με τις άλλες, πίστεψέ με", του ψιθυρίζει, λίγο πριν τα φτερά του σταματήσουν εντελώς και ξεψυχήσει, "καμιά μουσική δεν θα ήταν σαν εκείνη, κι ας την ξέχασες. Τίποτα στη ζωή σου πια δεν θα είναι το ίδιο".