Ήμουν εννιά χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου. Με είχαν διώξει σε μια κατασκήνωση για να μην τον δω πώς φεύγει. Έστειλε τότε αυτός έναν ανεμοστρίφουλα εκεί που ήμουν και με ειδοποίησε. Το έχω διηγηθεί αλλού αυτό.* Μα φαίνεται πως αυτή η ξαφνική αναχώρηση και ο τρόπος που την πληροφορήθηκα –δίχως την αναγκαία προετοιμασία, κάποια κουβέντα αποχαιρετισμού, μια τελευταία ματιά, μια ευχή, μια συμβουλή– άφησε, εκτός από το κενό στην ψυχή μου, και κάποια πόρτα του άγνωστου μισάνοιχτη. Από εκεί είναι που ξεγλίστρησε η Μόρα και ήρθε και τρύπωσε στις νύχτες μου. Δεν ήξερα ακόμα τότε το όνομά της. Το έμαθα αργότερα.
Στην αρχή ερχόταν κάθε βράδυ. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, μόνο να περιμένω μες στη φρίκη μέχρι να ’ρθει. Έσβηνε η μητέρα μου το φως και την περίμενα. Ανάσκελα στο κρεβάτι, ακίνητος, κουκουλωμένος, με ορθάνοιχτα τα μάτια κάτω από τις κουβέρτες, πάσχιζα να κρατήσω την ανάσα μου, να μη μ’ ακούσει, μήπως ξεγελαστεί και φύγει. Μα αυτή ερχόταν πάντα.
Άκουγα πρώτα την ανάσα της, σαν ρόγχο. Μετά το θρόισμα από τα μακριά φουστάνια της, το σύρσιμο των ξυπόλητων ποδιών της στο τσιμέντο. Ποτέ δεν τόλμησα να βγάλω το κεφάλι να κοιτάξω, μα ούτε και μπορούσα, γιατί είχα ολόκληρος παγώσει με τον ερχομό της. Ήξερα όμως, το ένιωθα, πότε ήταν γαντζωμένη στο μεγάλο εικονοστάσι, πότε κούρνιαζε κάτω από το κρεβάτι, πότε ερχόταν να καθίσει στο στήθος μου για να με πνίξει.
Οι επισκέψεις της αραίωσαν κάπως με τα χρόνια. Μα ακόμα κι όταν δεν ερχόταν, ο φόβος μην εμφανιστεί συνέχιζε να κάνει τις νύχτες μου μαρτύριο. Ακόμα και στο φως της μέρας, συχνά έπιανα με την άκρη του ματιού μου κάποια κίνηση ή άκουγα το ρόγχο της και ένιωθα μια κρύα ανάσα στο σβέρκο μου.
Κάποτε, έφηβος ακόμα, έτυχε να μείνω μόνος κάποιες μέρες. Επιστρέφοντας ένα βράδυ, είδα φως στην κουζίνα. Μπήκα και είδα τον πατέρα μου να κάθεται εκεί. Πάνω στο τραπέζι με την ξεφτισμένη φορμάικα είχε ακουμπήσει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και δυο ποτήρια. Κάθισα μαζί του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο Ματσάγγος και μου πρόσφερε. Πίναμε και καπνίζαμε σιωπηλοί. Τον κοίταξα κρυφά. Φαινόταν κουρασμένος, η αρρώστια τον είχε εξαντλήσει. Στο τέλος μίλησε.
«Έχω πεθάνει, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;»
Έγνεψα ναι.
«Πρέπει να το πάρεις απόφαση, είσαι μεγάλος πια. Να με ξεχάσεις, όπως ξεχνούν τους πεθαμένους».
Μείναμε πάλι σιωπηλοί. Ύστερα μου έδειξε το δωματιάκι μου.
«Πήγαινε να ξαπλώσεις, να ξεκουραστείς».
Ξάπλωσα στο κρεβάτι μα δεν σκεπάστηκα, ούτε έκλεισα τα μάτια. Δεν άργησε να έρθει. Από τη γωνία εκείνη που ήταν πάντα βυθισμένη στο σκοτάδι, κάτι αναδεύτηκε. Σαν κάποιο πλάσμα –που οι σκιές ήταν η κάπα που το σκέπαζε κι έμενε εκεί κουλουριασμένο ή ήταν το ίδιο αυτή η μαύρη σκοτεινιά– να ξύπνησε από τον ύπνο του. Όπως αναδιπλώθηκε, το λιγοστό φως από το εικονοστάσι χάθηκε. Το πλάσμα αυτό ερχόταν προς το μέρος μου. Δοκίμασα να σηκωθώ, μα είχα ήδη παραλύσει. Το γνώριμο πια ρίγος και η ανατριχίλα κυρίευσε ολόκληρο το σώμα μου και πάγωσα, καθώς πίσω από το βουητό που δεν ήμουν σίγουρος αν ερχόταν από εκείνη τη σκιά ή το γεννούσε το σαλεμένο από τη φρίκη μυαλό μου, ακούστηκε ξανά ο απαίσιος ρόγχος. Το πλάσμα με πλησίαζε κι εγώ το παρακολουθούσα ανήμπορος. Όταν έφτασε στο κρεβάτι, το σκοτάδι γύρω του διαλύθηκε και είδα ένα κοριτσάκι μαυροντυμένο, με ένα πλεχτό σκουφί κι ένα μακρύ φουστάνι. Έβαλε τα χέρια, σκαρφάλωσε και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού. Γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε.
Δεν άντεχα το βλέμμα του. Έκλεισα τα μάτια και δοκίμασα ξανά να σηκωθώ. Μα ακόμα κειτόμουν παράλυτος, ούτε ένα δάχτυλό μου δεν μπορούσα να κουνήσω. Πήρα βαθιές ανάσες. Τότε ένιωσα ένα πλάκωμα και ανοίγοντας ξανά τα μάτια είδα τη γριά να κάθεται στο στήθος μου. Το σκουφί σκέπαζε το κεφάλι της με τα αραιά, ξεχτένιστα μαλλιά. Το σταφιδιασμένο πρόσωπό της ήταν σκυμμένο πάνω μου, και όπως κάγχαζε απαίσια άσπριζαν στο σκοτάδι τα λειψά της δόντια. Μου κοβόταν η ανάσα, πέθαινα.
Τότε ακούστηκε μια βουή που όλο δυνάμωνε. Κάπου άνοιξε μια πόρτα, το φως με τύφλωσε. Μια σκιά στάθηκε στο άνοιγμα. Έβαλα όση δύναμη μπορούσα και κατάφερα ν’ απλώσω το χέρι μου στη γριά. Ύστερα ξαφνικά η πόρτα έκλεισε με θόρυβο κι όλα ησύχασαν.
Ξύπνησα ξημερώματα, ξεκούραστος κι ανάλαφρος. Το σπίτι ήταν άδειο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη της ντουλάπας. Τα χρόνια είχαν περάσει, ήμουνα πια στα εικοσιπέντε. Βγήκα στο δρόμο. Στην απέναντι οικοδομή οι εργάτες είχαν ανάψει φωτιά σ’ ένα κομμένο βαρέλι για να ζεσταθούν. Έβγαλα από την τσέπη το μαύρο σκουφί που έσφιγγα στο χέρι μου, το έριξα στη φωτιά κι έμεινα λίγο να το δω να καίγεται. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει, το είχα πάρει απόφαση. Η Μόρα είχε φύγει. Ήμουν ελεύθερος.
* «Ο Ανεμοστρίφουλας», στη συλλογή διηγημάτων Η Χώρα. Αληθινές
ιστορίες, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014.