Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

ΟΙ ΑΦΕΛΕΙΕΣ



«Να σας κάνω “ωφέλειες”»; την είχε ρωτήσει η κοπέλα στο κομμωτήριο. Μάλλον Αλβανή ήταν. 
    Ωφέλειες; Γέλασε από μέσα της. 
    Ναι, καλό ακούγεται. 
    Χάζευε αφηρημένα στον καθρέφτη την αεικίνητη κοπελί­τσα, τις άλλες πελάτισσες, τις προθήκες με τα σαμπουάν και τα καλλυντικά, τις αφίσες. Ύστερα κοίταξε μπροστά το πρόσωπο με τις αφέλειες. 

Ο καθρέφτης άδειασε, το κομμωτήριο μέσα του έσβησε κι έμεινε μόνο μια θαμπάδα. Σαν να κοίταζε από ένα παράθυρο έξω στην ομίχλη, μια σχολική αίθουσα ξεπρόβαλλε σιγά σιγά και ήρθε κοντά. 
    Είναι η μέρα της φωτογράφισης. Τα παιδιά μαζεμένα σε μιαν άκρη περιμένουν τη σειρά τους, ανυπόμονα. Έρχεται και η δική της σειρά. Τρέχει καμαρωτή, με την μπλε κορδέλα στα μαλλιά και το καινούργιο κούρεμα με τις αφέλειες. Η ποδιά της καθαρή, ο γιακάς κατάλευκος. Κάθεται στο θρανίο. Ο φωτο­γράφος τής λέει να στήσει πιο όρθιο το κορμί της και να χαμο­γελάσει. Πιάνει το μολύβι και κάνει πως γράφει στο τετράδιο μπροστά της. 
    Τέλειωσε η φωτογράφιση, σηκώθηκε. 
    «Πώς σας φαίνεται;» ρώτησε η κοπέλα. 
    Η δασκάλα τούς μοιράζει τις φωτογραφίες. Παίρνει τη δική της με λαχτάρα. Το κορίτσι κοιτάζει το φακό με τα μεγάλα μά­τια του και χαμογελάει. Το χέρι της κρατάει χαλαρά το μολύβι. Είναι όμορφη. Οι αφέλειες της πηγαίνουν. Είναι ευτυχισμένη. Πίσω της κρέμεται ένας μεγάλος χάρτης. Δεν φοβάται το μέλ­λον. Δεν φοβάται τίποτα. 
    «Ωραία είναι, σ’ ευχαριστώ πολύ», είπε στην κοπέλα. 
    Έβρεχε έξω. Άνοιξε την ομπρέλα να μη χαλάσει τα μαλλιά της. 
    Έφτασε στο σπίτι, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και κάθισε στο γραφείο της. Έβαλε ένα χαρτί μπροστά της, έπιασε το μο­λύβι κι άρχισε να γράφει: 
    «Να σας κάνω “ωφέλειες”;» την είχε ρωτήσει η... 

Έγραφε ακόμα όταν άνοιξε η πόρτα. 
    Έστησε το κορμί της όρθιο, σήκωσε το κεφάλι και χαμογέ­λασε αχνά στον φωτογράφο χωρίς να αφήσει το μολύβι. 
    «Πώς σου φαίνομαι;» ρώτησε τον άντρα της. 
    Ο άντρας της την κοίταξε. 
    Σαν μαθήτρια του Δημοτικού, σκέφτηκε. Δεν της το είπε. Δεν ήξερε πώς θα το έπαιρνε. 
    «Ωραία είναι», της είπε μόνο. «Σου πάνε». 
    Έφυγε, να τσιμπήσει κάτι και να πάρει έναν υπνάκο. 
 
Εκείνη συνέχισε αυτό που έγραφε: 
    ... Έφυγε, να τσιμπήσει κάτι και να πάρει έναν υπνάκο.
    Μετά σταμάτησε να γράφει. Δίπλωσε το χαρτί, άφησε πάνω το μολύβι κι ακούμπησε την πλάτη της στην πολυθρόνα. Πού την έχω καταχωνιάσει εκείνη τη φωτογραφία; αναρωτήθηκε.

Μετά σταμάτησε να γράφει. Δίπλωσε το χαρτί, άφησε πάνω το μολύβι κι ακούμπησε την πλάτη της στην πολυθρόνα. Πού την έχω καταχωνιάσει εκείνη τη φωτογραφία; αναρωτήθηκε. 
    Σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια. Ξεφύλλισε όλα τα παλιά άλμπουμ. Πήρε τη σκάλα, ανέβηκε στο πατάρι, άνοι­ξε τις κούτες. Τίποτα. 

Μπροστά στον καθρέφτη του διαδρόμου στάθηκε. Κοίταξε βαθιά μέσα του, προσπαθώντας να μην κλάψει. 
    Πού το έχω καταχωνιάσει εκείνο το κορίτσι; 

Τότε το είδωλό της άπλωσε τα χέρια μέσα από το κρύσταλλο και την αγκάλιασε, της σκούπισε τα δάκρυα και της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά. 
    «Εδώ είμαι», της ψιθύρισε στο αυτί. «Δες με, εδώ είμαι».