Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Η ΣΚΑΛΑ


Ήταν ακουμπισμένη με το πλάι στον τοίχο κι έβγαζε σε μια τρύπα στο ταβάνι. Ήταν μια σκάλα που δεν την ανέβαινε κανείς. Μπροστά της έστεκε η ψάθινη πολυθρόνα της γιαγιάς μου. Επίτηδες την έβαζε εκεί. Γιατί αυτή η γιαγιά ήταν σκληρή και άκαρδη. Είχε στην τσέπη φυλαγμένη μια μουτσούνα. Την έβγαζε συχνά, τη φόραγε και σε κοιτούσε. Το μάτι άγριο, σου πάγωνε το αίμα. Μπορούσε να σου απαγορεύσει να αναπνέεις. Να κοιτάξεις. Σίγουρα σου απαγόρευε να ανεβείς τη σκάλα.
    Καμιά φορά, όπως καθόταν, την έπαιρνε ο ύπνος και ροχάλιζε σαν δράκος που φυλάει τη σπηλιά του. Νυχοπατώντας τότε πήγαινα στο πλάι, έγερνα λίγο το κεφάλι και κοίταζα ψηλά στη μαύρη τρύπα. Η τρύπα αυτή ήταν στόμα. Φαφούτικο, μουρμούραγε μόνο κι έτρεμε το σπίτι. Έστηνα αυτί και άκουγα. «Έλα… έλα…»
    Μα δεν μπορούσα. Ποτέ δεν σηκωνότανε απ’ την πολυθρόνα η γριά η πανόγλα*, εκεί έτρωγε, εκεί κοιμόταν.
    Τη νύχτα έβγαινα κρυφά από το δωμάτιό μου. Έπεφτα στα γόνατα, παραμέριζα τα φουστάνια της και σερνόμουν κάτω από την πολυθρόνα. Ακουμπούσα το κεφάλι στο πρώτο σκαλί, προσεκτικά, μην τρίξει και ξυπνήσει ο δράκος. Στο σκοτάδι έστηνα αυτί και άκουγα το σαράκι να τρώει το ξύλο. Επίμονα, φιλότιμα.
    Έτσι είναι τα σαράκια, δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους. Τρώνε και τρώνε, να μη μείνει τίποτα. Κανένα ίχνος που να λέει, να, εδώ υπήρχε κάποτε μια σκάλα.

Θα σας το πω τώρα. Δεν είμαι σίγουρος. Ποτέ δεν είμαι. Καμιά φορά αμφιβάλλω αν αυτή η σκάλα υπήρξε. Όμως, από την άλλη, τη θυμάμαι καθαρά. Μπορώ να σας την περιγράψω σαν να είναι αλήθεια. Και μόλις γίνει αυτό, μόλις σας πείσω, τότε η σκάλα αυτή θα υπάρξει. Τότε και μόνο τότε.
    Μια φορά, μια φορά μόνο, τόλμησα και ανέβηκα ώς τη μέση. Κοίταξα, και είδα αμυδρά όσα είχε καταπιεί από πολύ παλιά, το κατασκότεινο ξεδοντιασμένο στόμα. Σκόνη κι αράχνες, έπιπλα διαλυμένα, παλιόρουχα, στρώματα, ένα σεντούκι. Όλα όσα αρμόζουν σε μια σοφίτα. Και μια κιθάρα. Οι χορδές της κρέμονταν σπασμένες, χαλαρές. Ήχησε τότε, με τον ήχο που έχει μια κιθάρα κλεισμένο μέσα της και περιμένει να ακουστεί, αρκεί να την κοιτάξεις.
    Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Γκρεμίστηκε το σπίτι, έχτισαν άλλο εκεί, ο δράκος έχει πια πεθάνει. Όλα θα ξεχαστούν. Όλα φτιαγμένα από άμμο, ριγμένα σε μια αδυσώπητη κλεψύδρα. Κι όσο περνάει ο καιρός κυλούν οι κόκκοι, λιώνουν τα πράγματα και σβήνουν. Κι εγώ που ακόμα λαχταρώ να την ανέβω, ούτε που υπάρχει πια κανείς παλιός για να μου πει «ναι, εκείνη η σκάλα, τη θυμάμαι!»
    Αν δεν πιστέψετε κι εσείς ότι υπήρξε αυτή η σκάλα, ποτέ δεν θα υπάρξει. Θα μείνει για πάντα μια πλάνη, μια εικασία φτιαγμένη από την άμμο των ονείρων, και θα χαθεί κι αυτή σε κείνη την κλεψύδρα. Θα ξεχαστεί, κι εγώ θα μείνω εκεί στη μέση της παντοτινά, να ακούω το σαράκι της.
    Αν τύχει και σας πείσω, θα το καταλάβω. Και σας υπόσχομαι να την ανέβω μέχρι πάνω. Θα χωθώ στη μαύρη τρύπα, θα συμμαζέψω τα πράγματα και θα κουρδίσω την κιθάρα. Ύστερα, θα ανοίξω εκείνη την κασέλα και θα σας διηγηθώ όλα όσα βρω εκεί μέσα.


* Η πανούκλα, μεταφορικά η κακιά, μοχθηρή γυναίκα.