Ούτε να κεντήσει έβλεπε, ούτε να πλέξει. Έτσι κι αλλιώς όσα προικιά είχε κάνει στη ζωή της τα έτρωγε ο σκόρος στις κασέλες. Κάτι πουλόβερ –άλλα ξεχειλωμένα, άλλα λιωμένα στους αγκώνες– ζούσαν ακόμα στις ντουλάπες, χάρη στη μεγαλοθυμία των παιδιών της. «Ναι, ρε μάνα, εδώ το ’χω, δες! Το φοράω πότε πότε». Μην τη στεναχωρήσουν. Κι όποτε ερχόταν, έβγαζαν κι ένα σεμεδάκι και το άπλωναν στο σαλόνι ή έστρωναν στα κρεβάτια των παιδιών τα σεντόνια που είχε κεντήσει με ένα «σ’ αγαπώ», φτιαγμένο με χρωματιστά λουλούδια.
Τίποτα δεν ζητούσε. Να βοηθήσει δεν μπορούσε πια. Δοκίμαζε καμιά φορά να μαγειρέψει. Πότε ανάλατο και πότε λύσσα το φαΐ. Την αποπήρανε δυο τρεις φορές, πάει, το παράτησε κι αυτό. Έβρισκε μια γωνιά κι έβαζε την καρέκλα και καθόταν.
Η μεγάλη πόλη ήταν γι’ αυτήν ένας ξένος κόσμος. Έβγαινε στο μπαλκόνι και έκθαμβη κοίταζε τους άλλους στα δικά τους μπαλκόνια, πώς είχαν τακτοποιήσει έτσι τις ζωές τους στα κουτιά τους, σαν να κοιτούσε ένα άλυτο αίνιγμα.
Να βγει στο δρόμο; Έτρεμε. Μα έσφιγγε τα δόντια και πήγαινε από το ένα παιδί στο άλλο, δέκα λεπτά απόσταση. Ώσπου τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια και το σταμάτησε.
Τα βράδια στηνόταν στην τηλεόραση. Δεν έβλεπε πια τα σήριαλ, τις ταινίες, ούτε τις ειδήσεις. Μόνο περίμενε ανυπόμονα να ακούσει τον «καιρό». Να μάθει τι καιρό θα κάνει στο χωριό της. Αν είχε ξηρασία, ανησυχούσε. Ποιος θα ποτίσει το περβόλι; Πάνε τα αμπέλια, στέναζε, θα ξεραθούν. Κι αν έβρεχε πολύ, ποιος θα τα ράντιζε να μην τα πιάσει ο περονόσπορος; Κι αν έμπαιναν νερά στο σπίτι;
Ύστερα καθόταν εκεί αμίλητη κι έβλεπε ένα καράβι που ερχόταν φωτισμένο στο παράθυρο. Αν είχε πει ο «καιρός» πως θα είχε αέρα, δεν ταξίδευε, φοβόταν. Αν όχι, έπαιρνε το καράβι κι έφευγε, ταξίδευε γλυκά γλυκά, ώσπου την έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα, και περιμέναμε να φτάσει, δεν την ξυπνούσαμε, να δει ότι όλα είναι εντάξει σπίτι της, ότι δεν μπήκανε νερά από τον τοίχο, και το ταβάνι στέκει ακόμα.