Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία. Είχα ένα πυραυλάκι κάποτε. Από αυτά
τα πλαστικά με τα καψούλια, οι πιο μεγάλοι θα θυμούνται. Κόκκινο.
Ξεβίδωνες την κορυφή τους, έβαζες στην υποδοχή που είχε στο κάτω μέρος
ένα καψούλι - αυτά τα πλαστικά σφαιράκια που βάζαμε και στα πιστόλια-,
την ξαναβίδωνες. Στην άκρη είχε ένα έμβολο, ένα σιδεράκι. Πετούσες το
πυραυλάκι ψηλά, αυτό έπεφτε με τη μύτη, το έμβολο χτυπούσε το καψούλι κι
έσκαγε.
Τα καψούλια κόστιζαν, όσο να 'ναι. Σκαρφιστήκαμε άλλο
κόλπο. Βγάζαμε το σιδεράκι και στη θέση του βάζαμε ένα καρφί. Πετάγαμε
πάλι ψηλά το πυραυλάκι, όσο πιο ψηλά μπορούσαμε, έπεφτε με τη μύτη αυτό
και καρφωνότανε στο δρόμο.
Μια μέρα, κάτι πήγε άσχημα στην
πτήση. Πέταξα ψηλά το πυραυλάκι, πολύ ψηλά όμως, είχε και ήλιο και με
στράβωνε, δεν το έβλεπα, δεν πρόλαβα να καλυφθώ. Στην προσγείωση ήρθε
και καρφώθηκε στο κεφάλι μου. Έμεινε εκεί και ταλαντεύονταν με χάρη. Με
κουρεμένο το κεφάλι μου γουλί, ωραίος θα φαινόμουν. Σήκωσα το χέρι, το
τράβηξα, το έβγαλα και πήγα στη μάνα μου. "Πονάει το κεφάλι μου", της
λέω. "Γιατί" μου λέει, "τί έπαθες;" "Μου έπεσε στο κεφάλι ένας
πύραυλος". Είδε την τρυπουλίτσα στο κεφάλι μου μα μάλλον δεν κατάλαβε
ακριβώς. Γιατί μου έβαλε μόνο λίγο ιώδιο με το μπαμπάκι και με
ξαπόστειλε.
Εκείνο το βράδυ είδα ένα όνειρο. Πως
κάποιος πύραυλος προσγειώθηκε σε έναν μικρό πλανήτη με αραιή, χαμηλή
βλάστηση. Άνοιξε η πόρτα και βγήκαν όλοι οι φίλοι μου. Ο Τζιμ Άνταμς, ο
Γκαούρ, ο Ζαγκόρ, ο Λέμμυ Κώσιον, ο ντετέκτιβ Χ, το Γεράκι,
ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Παράξενος Αδάμ, ο Άγιος, ο Φαντομάς, ο
Μπλεκ, ο Γερόλυκος, ο Νυχτερίδας, ο Υδατάνθρωπος κι ένα σωρό άλλοι. Κατέβηκαν σε ένα
πηγάδι, χάθηκαν, κι ύστερα ο πύραυλος απογειώθηκε και ξύπνησα.
Μετά είδα κι άλλο. Πως μόλις έπεσε λέει το καρφί, έσκασε το κεφάλι μου σαν μπαλόνι.
Ή
πως όταν το τράβηξα άρχισε το κεφάλι μου να ξεφουσκώνει. Ξεφούσκωνε,
ξεφούσκωνε, ώσπου δεν έμεινε πια τίποτα. Ξύπνησα κι ούτε έβλεπα, ούτε
άκουγα, ούτε μιλούσα.
Ή, σε άλλη παραλλαγή, ακόμα χειρότερη, πως
ξεφούσκωνα ολόκληρος, με τόση δύναμη που πεταγόμουν πέρα δώθε σπαστικά
και χτύπαγα στους τοίχους όπως κάνουν τα μπαλόνια όταν τα φουσκώνεις και τα αφήνεις.
Με τον καιρό έπαψαν τα όνειρα, ξεχάστηκε το περιστατικό.
Τείνω
τώρα να πιστέψω πως όταν τράβηξα το πυραυλάκι συνέβη κάτι τρομερό κι
ανεπανόρθωτο. Κάποια ζημιά ανεπαίσθητη αρχικά, που με τα χρόνια επιδεινώθηκε.
Δεν είναι μόνο που ακούω φωνές από το υπερπέραν, οι περισσότεροι ακούν κι
ας μην το παραδέχονται, έτσι δεν είναι; Δεν είναι; Τέλος πάντων. Είναι που κάποιες φορές, ενώ το σώμα μου είναι εδώ, το μυαλό μου σαν να ταξιδεύει και να σκορπίζεται στο σκοτεινό διάστημα. Σαν να είναι τρύπιο το κεφάλι μου, όλες οι λέξεις μου έχουν χαθεί, ψάχνω και δεν βρίσκω καμιά τους. Κι ύστερα ξαφνικά γυρνάνε μαζεμένες, τόσο πολλές που στριμώχνονται και φρακάρουν και γίνονται όλες μια μάζα και δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Το
αποτέλεσμα ίδιο.
Γι' αυτό, ήθελα να σας πω, μη με παρεξηγείτε αν καμιά
φορά φέρομαι λίγο παράξενα και σας κοιτάζω σιωπηλός, σαν να είμαι αλλού ή να μη σας βλέπω. Να
θυμάστε μόνο τούτο. Κάποτε έπεσε ένας πύραυλος στο κεφάλι μου.