Ο Γιώργος έμενε στο παραδίπλα σπίτι. Ο πατέρας του, ένας κοντός με μουστακάκι, είχε μαγαζί με τυροκομικά και κατεψυγμένα. Με έστελνε η μάνα μου να πάρω ένα γιαουρτάκι, ένα τέταρτο φέτα, μισό κιλό κιμά κατεψυγμένο "σπέσιαλ", ένα σαν τούβλο που τον έκοβε με το πριόνι.
Τα στρατιωτάκια του Γιώργου ήταν καλύτερα από τα δικά μου. Εκτός από αυτά που βρίσκαμε στο "Κλιν" είχε και από εκείνα τα ακριβά, που κούναγαν τα χέρια, που ήταν βαμμένα όμορφα, με όπλα, άλογα και τέτοια. Που τα χάζευα στη βιτρίνα του Δαμιανάκη και τα ζήλευα.
Και το σπίτι του ήταν καλύτερο από το δικό μου. Πλακάκια με σχέδια στο πάτωμα, χαλιά, κάδρα στους τοίχους, βαριά έπιπλα με βελούδινα χρωματιστά μαξιλαράκια. Με καλούσαν να πάω εκεί καμιά φορά να παίξουμε και μου άρεσε. Πιο πολύ για τα στρατιωτάκια του, που δεν τα έβγαζε ποτέ έξω από το σπίτι του.
Μια μέρα χτύπησε η πόρτα μας. Ήταν ο Γιώργος με τη μάνα του. Κάπως κλαμένα ήταν τα μάτια του. "Ο Γιώργος έχασε δυο στρατιωτάκια", ακούω να λέει η μάνα του στη δικιά μου. "Μήπως τα είδε ο γιος σου;" Γυρνάνε όλοι προς το μέρος μου και με κοιτάνε. Με βλέμμα αθωότητας και απορίας εγώ, δεν είχα ιδέα.
"Έλα να ψάξουμε", του λέω.
Ψάξαμε στην αυλή, κοιτάξαμε μέσα και πίσω από τις γλάστρες, τίποτα. Ανεβήκαμε τη σκάλα και μπήκαμε στο δωμάτιό μου. "Ψάξε εσύ από κει, εγώ από δω", του λέω. Ανοίξαμε συρτάρια, αδειάσαμε κούτες, συρθήκαμε κάτω από το κρεβάτι, μπήκαμε στη ντουλάπα. Μάταια, πουθενά τα στρατιωτάκια. Είχαμε πια απογοητευθεί. Κάτσαμε στο κρεβάτι. Ο Γιώργος ήταν έτοιμος να βάλει πάλι τα κλάματα.
Τότε μου ήρθε και σήκωσα το μαξιλάρι μου. Θαύμα! Τα στρατιωτάκια!
"Να τα, ρε!" του λέω. "Κοίτα ρε πού κρυφτήκανε!"
Ήρθε κοντά και θαύμαζε κι αυτός.
"Πω, πω!"
Τα πήρε κι έφυγε όλο χαρά.
Πήγα κι άλλες φορές στο σπίτι του να παίξουμε με τα στρατιωτάκια. Μα κάθε φορά, όταν έφευγα, άδειαζα επιμελώς τις τσέπες μου. Καλού κακού, μήπως κανένα άτακτο στρατιωτάκι, όταν εμείς κοιτάζαμε αλλού, πήδαγε να χωθεί ξανά εκεί, να έρθει στο σπίτι μου και να κρυφτεί κάτω από το μαξιλάρι για να μου κάνει παρέα τη νύχτα.