Τα βλέπω κάθε μέρα, παρατημένα εκεί δίπλα στους κάδους, δεν δίνω σημασία, μα χθες γύρισα και τα κοίταξα κι ήταν σαν με κοίταγαν κι αυτά, έτσι όπως τα είχαν ακουμπήσει όλα μαζί, με τάξη, το ένα δίπλα στο άλλο, κι ήταν σαν έτοιμα να φορεθούν, άδεια σαν άδεια σπίτια, σαν στόματα ανοιχτά από έκπληξη, σαν να κραυγάζουν σε πίνακα Νορβηγού ζωγράφου, ή να ξενυχτούν παρέα κοιτάζοντας το δρόμο, βεγγέρα μαυροντυμένων ρυτιδιασμένων γριών σε ένα πεζούλι, ή μια παρέα πιωμένων νεαρών που πειράζουν τους περαστικούς στο πάρκο, μια σύναξη αργόσχολων που όταν πέφτει η νύχτα χασμουριούνται, και πέφτουν για ύπνο ροχαλίζοντας,
παπούτσια σε παράταξη, ταχτοποιημένα όμορφα σαν να 'ναι ακόμα δίπλα ή κάτω από το κρεβάτι, δίπλα στα άσπρα πόδια που μόλις πάτησαν στο ξύλο ή το μωσαϊκό ή το μικρό χαλάκι, ζεστά ακόμα από τα σεντόνια, κρεβάτι διπλό, ξανθή ξυλεία, μοντέρνο, από το ικέα, ζευγαριού που τη νύχτα κοιμάται με γυρισμένες τις πλάτες ή κάνει έρωτα με τη θέρμη των πρώτων χρόνων, κρεβάτι γέρων μαντεμένιο, με το σομιέ να τρίζει, τα λεία σανίδια, στρωμένο ή ξέστρωτο, ή πεταμένο στη γωνία του δρόμου με το ξεκοιλιασμένο στρώμα, και δίπλα τα παπούτσια του, παπούτσια αχρείαστα πια ανθρώπων που δεν πρόκειται να περπατήσουν πάλι, ράντζο ενός έφηβου που μεγαλώνει γρήγορα και δεν χωράει στα παπούτσια ούτε στον κόσμο, ροζ παιδικό κρεβάτι μιας κοκέτας που αγωνιά να γεφυρώσει με ένα βήμα την ανασφάλεια με την ομορφιά της, την ομορφιά της που δεν βλέπει, παπούτσια που περπάτησαν και χόρεψαν και έτρεξαν τα πόδια που τα φόρεσαν ή παπουτσάκια που ίσα που μπουσούλισαν, και τώρα εκεί στο πεζοδρόμιο σαν πόρνες, άδεια, προσφέρονται δωρεάν στους περαστικούς, ενώ από το παράθυρο δυο μάτια κοιτάζουν τη μητέρα ή τη σύζυγο ή την κόρη που αφήνει τα παπούτσια, τακτοποιημένα ίσια, καθαρά, σαν έτοιμα να φορεθούν, κι ύστερα έρχεται πίσω στο σπίτι,
τα εγκαταλείπει εκεί σκληρά κι είναι σαν ορφανά παρατημένα στο κατώφλι ιδρύματος, κι αν δεν βρεθεί κανείς φτωχός να τα φορέσει, κοιτώντας γύρω μην τον βλέπουν, που να τα βάλει στη σακούλα στα κρυφά, σίγουρος πως δεν θα θιγεί η αξιοπρέπειά του, αν δεν βρεθεί κανείς τι θα απογίνουν, θα πάνε στα σκουπίδια, θα χαθούν, πιο τυχερά από εκείνα τα βαμμένα στο αίμα θα μου πείτε ή εκείνα που ξεβράζει η θάλασσα, όμως εγώ αυτά είδα χθες και τα λυπήθηκα, μα ίσως την τελευταία στιγμή το αποφασίσουν, σκέφτομαι, θα πάρουνε σιγά σιγά το δρόμο νύχτα να πάνε πίσω στο παλιό τους σπίτι, να εκλιπαρήσουν εκεί μια δεύτερη ευκαιρία, καλύτερα να λιώσουν στα γνωστά λημέρια παρά στο πόδι άγνωστου που ίσως δεν προλάβει καν να τα αγαπήσει,
αυτά έγραφα, κι είχα πολλά ακόμα, μέχρι που ήρθε πάνω από το κεφάλι μου και μου είπε, "έχει αρχίσει να σου στρίβει, θα φταίει ο πυρετός, πώς γίνεται να γράφεις για παπούτσια, κανείς δεν γράφει για παπούτσια λες κι είναι ζωντανά, λες κι έχουνε ψυχή, εδώ ο κόσμος καίγεται", και μάλλον είχε δίκιο, σταματάω, θα βάλω ένα θερμόμετρο, καλή σας τύχη δύστυχα παπούτσια, στο καλό.