Αυτή η γυναίκα...
Είναι φορές που με ξεχνάει.
Συμβαίνει, θα μου πείτε, ξεχνάμε την ομπρέλα, τα κλειδιά, τον θερμοσίφωνα... Έχουμε τόσες έγνοιες.
Μα να, όταν συμβαίνει αυτό, μια ομίχλη μπαίνει από τις χαραμάδες κι απλώνεται παντού, οι τοίχοι αλλάζουν θέση, οι πόρτες κλείνουν, άλλες ανοίγουν, ο κόσμος είναι ένας λαβύρινθος κι εμείς ριγμένοι εκεί στην τύχη.
Τις νύχτες οι κουβέρτες σφίγγουν γύρω μου και με τυλίγουν. Μες στο σκοτάδι κρυφακούω την ανάσα της. Με τα μάτια
ανοιχτά κοιτάζω τη μαυρίλα χωρίς να βλέπω τίποτα.
Και τότε ακούω εκείνη τη γνώριμη φωνή από τα παλιά:
"Η
ομορφιά της ζωής δεν θα νικήσει. Αυτό που αίφνης
νιώθουμε να μας ταράζει είναι η ηχώ των περασμένων. Η ομορφιά έχει πεθάνει. Μόνο οι
αλαφροΐσκιωτοι μπορούν να δουν το φάντασμά της".
Όταν καταφέρνω να ελευθερωθώ, απλώνω το χέρι μου και
πιάνω το δικό της και η φωνή εκείνη σβήνει.
Είμαι αλαφροΐσκιωτος. Μπορώ να δω φαντάσματα, δεν ζω χωρίς αυτά. Μα και την ομορφιά την ίδια έχω δει. Δεν είναι φάντασμα. Πολύ συχνά την έχω αγγίξει, είναι ζεστό κι ευωδιαστό το σώμα της.
Η ομορφιά είναι ζωντανή, κοιμάται δίπλα σου. Αν τη φιλήσεις θα σε θυμηθεί και θα ξυπνήσει.
Όμως κι εγώ...
Όταν αυτή η γυναίκα με θυμάται και με κοιτάει στα μάτια, να τι μου λέει:
"Είναι φορές που με ξεχνάς".
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Χωρίς σημαίες, χωρίς ταμπούρλα. Αθόρυβα
τραβάει την ανηφόρα, στα δάχτυλα πατώντας, μυστικά. Όταν γυρίσουμε να
δούμε πού έχει φτάσει, είναι κιόλας στην κορφή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αγαπάμε τη ζωή καθώς ανηφορίζουμε και πάμε. Γιατί κι αυτή θα μας ξεχάσει τότε. Ας μείνουμε αλαφροΐσκιωτοι στην ομορφιά κι αλλοπαρμένοι, εντός κι εκτός του κόσμου τούτου, δύτες βυθών και άγγελοι ουρανών, γεννήτριες στεναγμών, θρυαλίδες πυροτεχνημάτων, άγρυπνοι ταραξίες παθών, απρόβλεπτοι εραστές και εκπομπές ονείρων.