Αρκεί που ξέρουμε πώς είναι, θα σου πω. Και θα είναι ψέμα.
Και για την αμμουδιά που δεν την πάτησα κι ούτε θα αξιωθώ ποτέ, θα πω πως βρήκα μια ίδια κάποτε, και βούλιαξαν εκεί τα πόδια μου και πέρασα μέρες και νύχτες πάνω της, κι αυτή την θάλασσα την ξέρω, τον κάθε αφρό της, μπορώ και νοιώθω την αρμύρα της σαν να είμαι μέσα της ξανά, καίει ψηλά ο ήλιος και λαμπυρίζουν τα κύματα, και ναι, σου λέω, δεν χρειάζομαι άλλη, φτάνει. Και θα είναι ψέμα.
Πόσα ταξίδια δεν θα κάνω, λες. Πόσα έμειναν, θα πω, κι αμέσως θα βρεθώ σε μια καρότσα αγροτικού, σε ένα φαράγγι, μια σπηλιά, μια νύχτα ή ντάλα μεσημέρι, πάρε με ωτοστόπ και πήγαινε όπου θες, εκεί έχω πάει, πεζοπορία, στο κτελ, καράβια, πίσω μας τα σκυλιά, κι εκεί έχω πάει, πάλι καράβια, αναχωρήσεις και αφίξεις. Και θα σου πω πως έχω ταξιδέψει, πως ναι, όλα μας τα ταξίδια μοιάζουν, δεν ζηλεύω. Και θα είναι ψέμα.
Οι γιορτές όπου δεν θα είμαι καλεσμένος και πίσω από την πόρτα θα ακούω τις μουσικές και τα ποτήρια να τσουγκρίζουν, θα πω πως με κουράζουν πια, και ναι, θα πω, έχω γιορτές κι εγώ στην πλάτη μου, μεθύσια κι αγκαλιές, την ευτυχία να γίνεσαι ένα με όλους, και ξημερώματα που αναρωτιέσαι πώς πέρασε η νύχτα, και θα σου πω πως πήρα πολύ από αυτό, πως χόρτασα χαρά. Και θα είναι ψέμα.
Τα μαλλιά αυτά που δεν θα αφήσεις να χτενίσω, το δέρμα σου που δεν θα αγγίξουν τα δάκτυλά μου, το στήθος σου, τα χείλη σου, τα μάτια σου, μα ναι, σίγουρα τα γνωρίζω, θα σου πω, ήμουν εκεί.
Τα έχω αγγίξει και χαϊδέψει πάλι, θα σου πω, και δεν τα
θέλω. Και θα είναι ψέμα.
Αρκεί που ξέρουμε πώς είναι, λέμε. Τρεφόμαστε από τον εαυτό μας. Καθώς ολοένα δυσκολεύει να
ξαναζήσουμε όμορφες στιγμές, τότε εκείνες που μας έχτισαν, αυτές θα γίνουν και η τροφή μας. Ανοίγουμε τα συρτάρια μας, δαγκώνουμε τη μνήμη μας, κόβουμε και αναμασάμε τα κομμάτια μας κι έτσι τα καταφέρνουμε και
ζούμε. Με το ψέμα.