Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΕΝΟΣ ΣΥΛΛΕΚΤΗ..

...ΚΑΘΩΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΕΛΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ.


Κάποτε δεν χρειάστηκε να κουρδιστούν ξανά. Μέσα τους έχει αποκοιμηθεί γαλήνια ο ξεχασμένος χρόνος. Οι δείκτες τους σαν δάκτυλο στα χείλη, ασάλευτοι, μην τον ξυπνήσουν.
Θα έπρεπε τα ρολόγια όταν χαλάνε να κούρδιζαν αριστερόστροφα. Να γύριζαν, λέει, τα γρανάζια ανάποδα, να ξύπναγε ο χρόνος ο υπναράς, τικ τακ, τικ τακ, να πάμε πίσω να διορθώσουμε, τικ τακ, τικ τακ, το μέλλον.



Το στόμα κάτω από τη βρύση κι οι σφήκες σε άφηναν να ξεδιψάσεις.

Τικ τακ, τικ τακ, σαν τα ρολόγια, οι χαλασμένες βρύσες έσταζαν κι αυτές τα δευτερόλεπτα. Μετρούσες και δεν έλεγε να ξημερώσει, οι νύχτες χάλαγαν κι αυτές και σέρνονταν αγκομαχώντας δίχως ύπνο.






Νύχτες που το σκοτάδι τους πρέπει να διώξεις. Φώτα, φώτα, φώτα! Ας μην καεί απόψε η λάμπα! Στο εικονοστάσι ένα κεφάλι δράκου, στον τοίχο φέγγει ένα μάτι, φαντάσματα, το αλαφροπάτημα ενός παιδικού ποδιού στο κρύο τσιμέντο, ο φόβος.









Φόβος. Χσσσσσς, το σούρσιμο ενός φιδιού στη μάντρα, χσσσσσς, το ίχνος στο χώμα, ζέστη, τζιτζίκια, καλοκαίρια.









Καλοκαίρια με εκείνη. Το ίχνος του γυμνού βρεγμένου σώματος στα βότσαλα, τα σημάδια από τα βότσαλα στο σώμα, αρμύρα, ιδρώτας, ήλιος, μεσημέρι.










Μεσημέρι. Η γειτονιά κοιμάται. Τα ρολόγια είναι κουρδισμένα. Οι βρύσες δεν στάζουν. Οι λάμπες σβηστές. Ένα φιδάκι σέρνεται στις γλάστρες. Στις παραλίες, τα βότσαλα με περιμένουν να μεγαλώσω. Περιμένουν κι εκείνη που μακριά σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη αυλή, με ονειρεύεται. Δεν ξέρουμε τον χρόνο ακόμα. Παίζουμε μπίλιες, το μέλλον μας ανήκει.










Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Η ΣΑΚΑ




Τρέχανε για να βγούνε στην αυλή μα τον σταμάτησε.  «Εσύ περίμενε», του είπε, «κάθισε λίγο εκεί», και του έδειξε  το πρώτο θρανίο.  
    Έξω από το παράθυρο άκουγε τις φωνές των άλλων που ξεμάκραιναν. Πάει, δεν θα τους πρόφταινε. Η δασκάλα τέλειωσε αυτό που έγραφε στο μπλοκάκι της και σήκωσε το κεφάλι. 
    Δεν γελούσε ποτέ. Μόνο τα μάτια της καμιά φορά χαμογελούσαν. Μικρά, γαλάζια, πετάριζαν γύρω σου αγγίζοντάς σε ανεπαίσθητα, σαν πεταλούδες. 
    «Δεν σου είχα πει πέρυσι να πας να πάρεις το Σεπτέμβρη  μια σάκα από το βιβλιοπωλείο του Χρηστάκη; Το ξέχασες;» Έσκυψε το κεφάλι. Δεν ήξερε τι να της πει. 
    «Το ξέχασες;» ρώτησε πάλι. 
    Έγνεψε ναι. Ότι το ξέχασε. 
   Δεν το είχε ξεχάσει. Όταν μπήκε ο Σεπτέμβρης, πέρναγε έξω από το βιβλιοπωλείο κάθε μέρα και χάζευε τις κρεμασμένες σάκες. Τις ζήλευε. Μέσα όμως δεν τόλμησε να μπει. 
    «Την έχω πληρωμένη από πέρυσι. Είχα πει να σου τη φυλάξουν. Να πας σήμερα με τη μάνα σου να τους πεις ποιος είσαι  και θα σου τη δώσουν».
    «Μάλιστα». 
    «Αυτή που έχεις είναι για πέταμα πια». 
    Ένα κουρέλι ήταν. Το δέρμα της τριμμένο, βρώμικο, οι ραφές ξηλωμένες. Τα τετράδια ξεμύτιζαν από τις τρύπες και τα  μολύβια γλίστραγαν και χάνονταν στο δρόμο. 
    «Θα πας;» 
    Δεν μίλησε. Αυτή τον κοίταξε αμίλητη για λίγο κι αναστέναξε. 
    «Καλά, θα σου τη φέρω εγώ αύριο, εντάξει;» 
    «Ναι». 
    Στη μάνα του δεν είπε τίποτα. 
    Την άλλη μέρα όταν σχόλασαν, τον φώναξε να πάει στο  γραφείο. 
    «Να», του είπε, «η σάκα σου». 
    Την πήρε. Μεγάλη, το δέρμα, σκληρό και άκαμπτο ακόμα, μύριζε, γυάλιζαν τα καρφιά και οι αγκράφες. 
    «Σ’ αρέσει;» 
    Έγνεψε ναι με το κεφάλι. 
    «Να πεις στη μάνα σου πως είναι δώρο από την κυρία Θεοδώρα. Γιατί είσαι καλός μαθητής, πες της. Να το θυμάσαι, εντάξει;» 
    «Ναι». 
    «Και καλό παιδί».  
    Τα μικρά μάτια της γλύκαναν για μια στιγμή. Του χάιδεψε το  κεφάλι, το κουρεμένο γουλί. Τι ήταν πάλι αυτό; Αγάπη; Θλίψη; «Άντε, πήγαινε τώρα!» 
    Έτρεξε έξω. Τα αυτιά του και τα μάγουλα είχαν κοκκινίσει, έκαιγαν. Θα έπρεπε να της πει ευχαριστώ; Δεν ήξερε πώς. Ντρεπόταν. Όπως ντρεπόταν να πάει να ζητήσει τη σάκα του. Όπως ντρεπόταν για τη φτώχεια τους ή που η μάνα του ξενόπλενε ή που ο πατέρας του είχε πεθάνει. Αύριο θα της πω  ευχαριστώ, αποφάσισε.

Πήρε το δρόμο για το σπίτι. Στο ένα χέρι η παλιά και στο άλλο η καινούργια σάκα. Κάπου μπροστά ακούγονταν αχνά οι φωνές των άλλων. Αν έτρεχε θα τους πρόφταινε. Αντί γι’ αυτό, επιβράδυνε το βήμα του. 
    Σε μια έρημη γωνιά σταμάτησε και περιεργάστηκε τη σάκα. Την κοίταξε απ’ όλες τις μεριές. Ήταν πολύ όμορφη. Ήταν πολύ καινούργια. Παραήταν καλή για αυτόν. Σαν ξένο πράγμα πάνω του. Με τα μαύρα γόνατα και τους κακαδιασμένους αγκώνες, τα τρύπια παπούτσια, το μπαλωμένο παντελόνι, το γαριασμένο πουκάμισο. Την πέταξε κάτω και την κύλισε στα χώματα απ’  όλες τις μεριές, πάτησε πάνω της, την κλότσησε με λύσσα. Την  έφερε κάπως στα μέτρα του. Έβγαλε τότε τα βιβλία από την παλιά σάκα και τα έχωσε στην καινούργια. Και όλη αυτή την ώρα, και μέχρι να γυρίσει σπίτι, τρέχανε τα δάκρυα και λάσπωναν τα μάγουλά του. Κι ούτε που ήξερε τότε γιατί τον είχε πάρει το παράπονο, ούτε που καταλάβαινε τι έφταιγε κι ένιωθε  τόση ερημιά.