...ΚΑΘΩΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΕΛΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ.
Κάποτε δεν χρειάστηκε να κουρδιστούν ξανά. Μέσα τους έχει αποκοιμηθεί γαλήνια ο ξεχασμένος χρόνος. Οι δείκτες τους σαν δάκτυλο στα χείλη, ασάλευτοι, μην τον ξυπνήσουν.
Θα έπρεπε τα ρολόγια όταν χαλάνε να κούρδιζαν αριστερόστροφα. Να γύριζαν, λέει, τα γρανάζια ανάποδα, να ξύπναγε ο χρόνος ο υπναράς, τικ τακ, τικ τακ, να πάμε πίσω να διορθώσουμε, τικ τακ, τικ τακ, το μέλλον.Το στόμα κάτω από τη βρύση κι οι σφήκες σε άφηναν να ξεδιψάσεις.
Τικ τακ, τικ τακ, σαν τα ρολόγια, οι χαλασμένες βρύσες έσταζαν κι αυτές τα δευτερόλεπτα. Μετρούσες και δεν έλεγε να ξημερώσει, οι νύχτες χάλαγαν κι αυτές και σέρνονταν αγκομαχώντας δίχως ύπνο.
Νύχτες που το σκοτάδι τους πρέπει να διώξεις. Φώτα, φώτα, φώτα! Ας μην καεί απόψε η λάμπα! Στο εικονοστάσι ένα κεφάλι δράκου, στον τοίχο φέγγει ένα μάτι, φαντάσματα, το αλαφροπάτημα ενός παιδικού ποδιού στο κρύο τσιμέντο, ο φόβος.
Φόβος. Χσσσσσς, το σούρσιμο ενός φιδιού στη μάντρα, χσσσσσς, το ίχνος στο χώμα, ζέστη, τζιτζίκια, καλοκαίρια.
Καλοκαίρια με εκείνη. Το ίχνος του γυμνού βρεγμένου σώματος στα βότσαλα, τα σημάδια από τα βότσαλα στο σώμα, αρμύρα, ιδρώτας, ήλιος, μεσημέρι.
Μεσημέρι. Η γειτονιά κοιμάται. Τα ρολόγια είναι κουρδισμένα. Οι βρύσες δεν στάζουν. Οι λάμπες σβηστές. Ένα φιδάκι σέρνεται στις γλάστρες. Στις παραλίες, τα βότσαλα με περιμένουν να μεγαλώσω. Περιμένουν κι εκείνη που μακριά σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη αυλή, με ονειρεύεται. Δεν ξέρουμε τον χρόνο ακόμα. Παίζουμε μπίλιες, το μέλλον μας ανήκει.