Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ



Ι.  Κυνηγημένοι από τους χαλεπούς καιρούς, κόβουμε με μισή καρδιά τις ρίζες μας και φεύγουμε. Καμιά φορά στρέφουμε και κοιτάμε πίσω. Κλεφτά, μη και μας πουν οπισθοδρομικούς. Όταν τα αρχαία γεφύρια μας γκρεμίζονται, ο αχός κάπως ταράζει την ψυχή μας και ένα αγκάθι μας τρυπάει. Μας καθησυχάζουν τότε. Οι ειδικοί θα τα αναστηλώσουν, η τεχνική είναι πανάκεια. Όμως, η «αύρα» που πήρε ο ποταμός δεν θα επιστρέψει. Κάποτε, στην κορυφή του νεόχτιστου τόξου, χαμένοι ανάμεσα στους τουρίστες, θα αναρωτιόμαστε τι έφταιξε και το κενό μέσα μας μένει αγεφύρωτο, καθώς θα καταρρέει ο σαθρός κόσμος που τα θεμέλιά του έχουμε μπαζώσει με έγχρωμες καρτ ποστάλ της Ιστορίας και λήθη.

ΙΙ.  Σχέσεις που χτίσαμε στην άμμο. Έρωτες και φιλίες που λιμνάζουν. Χειρονομίες μισές, χάδια γυαλόχαρτο, φιλιά αφόρητα, γέλια άψυχα. Δρόμοι αδιέξοδοι και σταυροδρόμια, ένας εδώ κι άλλος εκεί. Απόσταση. Μίλα μου, θα σου γράφω, μη με φωνάξεις δεν θα ακούσω, θα είμαι κοντά, δεν θα γυρίσω, θα γυρίσω, θυμάσαι τότε; ξέχασες. Γλώσσες κοινές όπου βλασταίνουν αίφνης ξένες λέξεις, άγνωστες, μα τότε ήταν αλλιώς, είμασταν νέοι τότε, αγάπη μου, το πόδι στο κατώφλι, φίλε, ποιος είσαι, δεν σε ξέρω. Χάσμα. Γέφυρες που προφταίνουν να σκουριάσουν πριν τις ρίξουμε.

ΙΙΙ. Θάνατος. Οι αγαπημένες όχθες που κρατήσαμε, άλλες πολύ κοντά, άλλες μακρύτερα, με λύπες και χαρές, σφιχτά γεφυρωμένες με τη δική μας όχθη, χάνονται η μια μετά την άλλη, και μένει τότε η γέφυρα, ακόμα πακτωμένη στην καρδιά μας, να αιωρείται στο κενό, μια πλάστιγγα αναμνήσεων. Την πάνε πέρα δώθε οι άνεμοι και τρίζει, γέρνει, πέφτει, γίνεται κομμάτια. Όλο και πιο συχνά. Μέχρι να μείνουμε καταμεσίς στο πέλαγο, ένα νησί.

ΙV. Μα αυτός ο άνθρωπος είναι νησί. Κάθε προσπάθεια να τον προσεγγίσεις χτυπάει στα βράχια. Η απόσταση είναι μεγάλη. Τις γέφυρες που χτίζουν γύρω του οι άλλοι, δεν τις θέλει. Αυτές που χτίζει ο ίδιος, είναι σαθρές και πέφτουν με το πρώτο κύμα. Δεν το επέλεξε ακριβώς, είναι έμφυτο αυτό του το ταλέντο, και η πολύχρονη άσκηση το εξέλιξε σε τέχνη και συνήθεια. Χτίζε και γκρέμιζε, χτίζε και γκρέμιζε. Πλησίασε, όχι τόσο, φτάνει, φύγε.

V.  Λόγος για γέφυρες. Με συνειρμούς, μεταφορές και λογοπαίγνια χωρίς λόγο. Λόγος να γίνεται. Η ανάρτηση άλλης μιας άτεχνης γέφυρας που η άκρη της, χαμένη κάπου, ούτε καν ψάχνει στέρεα όχθη να ακουμπήσει.