Γνώρισα κάποτε, πριν λίγα χρόνια, μια Πραγματικότητα. Αληθινή, όχι σαν αυτές που φανταζόμαστε στον ύπνο ή τον ξύπνιο μας ή σαν τις άλλες που μας πλασάρουν για γνήσιες στα δελτία. Κι ήταν αυτή πολύ σκληρή και αδυσώπητη. Την έβλεπα από μακριά και τρόμαζα. Αυτή όμως με έβαλε στο μάτι. Και με κυνηγούσε. Κλεινόμουνα στο σπίτι, σφάλιζα πόρτες και παράθυρα κι έστηνα αυτί. Περνούσε με τα βαριά της βήματα απ' έξω κι έτρεμα ολόκληρος. Στεκότανε μπροστά στην πόρτα μου κι έμενε εκεί, κι έμπαινε η βρώμικη ανάσα της από τις χαραμάδες.
Μα έπρεπε κάποτε να βγω, δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι για πάντα. Και ζήτησα μια συμβουλή από τους γνωστούς μου. Πάρτην με το καλό, μου είπαν. Συγκέντρωσε αλλού τη σκέψη σου. Όταν δεν σκέφτεσαι, όλες οι πραγματικότητες είναι ίδιες. Τους άκουσα. Κι όποτε πέρναγε απ' έξω και μου χτύπαγε την πόρτα της έριχνα δυο ψίχουλα, της έσκαγα κάνα χαμόγελο. Και την ημέρεψα. Έτσι νόμισα. Τη δέχτηκα στο σπίτι μου, της έστρωσα να κοιμηθεί και την τάιζα κανονικά μέρα και νύχτα. Και μουσικές της έβαζα. Και μου χαμογελούσε αυτή -τρόπον τινά- κι έλεγα να, τώρα θα φτιάξει, θα γίνει μια πραγματικότητα καθωσπρέπει, θα αλλάξει χαρακτήρα, θα μάθει ως και να γελάει ακόμα.
Μα αυτή όταν βολεύτηκε καλά, άρχισε πάλι να αγριεύει. Τώρα με ακολουθεί παντού. Δείχνει τα δόντια της και μου γρυλλίζει όταν της μιλάω. Το μάτι της έγινε μοχθηρό όπως πρώτα. Ακονίζει τα νύχια της στα έπιπλα, τρίζει τα δόντια απαίσια. Ξύπνησα χθες τη νύχτα κι ήταν σκυμμένη πάνω μου και μόρφαζε.
Θα την αλλάξω την Πραγματικότητα. Το πήρα απόφαση. Θα βρω μια ευκαιρία και θα την παρατήσω έξω. Κάπου μακριά, να μην ξέρει το δρόμο να γυρίσει. Μετά θα βρω μιαν άλλη, έστω ψεύτικη. Αρκεί να μου γελάει πότε πότε.